
Για το μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ «Περαστικοί» (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτης).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Τα μυθιστορήματα που είναι γειωμένα στην πραγματική πραγματικότητα κερδίζουν το ενδιαφέρον μας, αρκεί βέβαια να είναι χειρουργικά απαλλαγμένα από την ευτέλεια και την ευκολία κάθε διδακτισμού, να έχουν απομακρυνθεί από τη φωτοτυπική αναπαραγωγή της κοινωνικής πτυχής που σκοπούν να εξετάσουν, και να πείθουν για την ισχυρή επινοητικότητα του δημιουργού τους. Λαμπρό παράδειγμα του είδους, η Γερμανίδα Τζέννυ Έρπενμπεκ [Jenny Erpenbeck, Ανατολικό Βερολίνο, 1967], η οποία ξέρει να ελίσσεται γόνιμα στους λαβυρίνθους του ιστορικού και κοινωνικού τοπίου, να προβαίνει στην ανατομία και την ανασύνθεση ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων, συνδυάζοντας την τέρψη της μυθιστορίας με τη δυναμική επεξεργασία των τεκμηρίων. Ο «Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη» κουβαλάει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα/εγκατάσταση της Έρπενμπεκ, που σχολιάζει τα δεινά της σημερινής, εξόχως άχαρης και μουντής, ιστορικής στιγμής, διατηρώντας έναν ανθρωπισμό που κάθε άλλο παρά παλαιομοδίτικος είναι.
Ο «Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη» κουβαλάει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα/εγκατάσταση της Έρπενμπεκ, που σχολιάζει τα δεινά της σημερινής, εξόχως άχαρης και μουντής, ιστορικής στιγμής, διατηρώντας έναν ανθρωπισμό που κάθε άλλο παρά παλαιομοδίτικος είναι.
Με το προηγούμενο έργο της, τη Συντέλεια του Κόσμου (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Καστανιώτης), η Έρπενμπεκ διανύει έναν αιώνα ταραχώδους ιστορίας, συντάσσει μιαν αρχαιολογία της γνώσης που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε από τι μακελειό καταγόμαστε, εμείς οι ένοικοι του 21ου αιώνα, με τις κατατεμαχισμένες νοητικές και ψυχικές διαθέσεις μας, με τις διαλυτικές παλινδρομήσεις μας, με την ανημπόρια μας πια να έχουμε καταφύγιο, λιμάνι, και απάγκειο – με τη βαριά μας ευθύνη να επινοήσουμε εκ νέου, μες στα ερείπια των λεγόμενων «μεγάλων αφηγήσεων», τις σημασίες, τα νοήματα, τις δικές μας, ήσσονες (φαινομενικά) μικροαφηγήσεις (εκκινώντας από την καθημερινότητα, από τα εικοσιτετράωρά μας), και, εντέλει, ως ευκταίον, τις δικές μας δυνατότητες ελευθερίας.
Το Περαστικοί είναι ένα μυθιστόρημα ριζωμένο στο νυν, στο σήμερα, γραμμένο άλλωστε σε ενεστώτα χρόνο. Θίγει, βέβαια, το ζήτημα του χρόνου, του τι έγινε και πώς αυτό που έγινε επηρεάζει τα όσα γίνονται τώρα. Κι ακόμα, θίγει το ποια μπορεί να είναι η χρήση του χρόνου σήμερα, μια χρήση ουσιαστική, ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη σε ένα περιβάλλον ταχύπλοου νεοκυνισμού και ιλιγγιώδους αλλαγής των σημασιών και των αξιών.
Ο Ρίχαρντ, ο κεντρικός χαρακτήρας, άρτι συνταξιοδοτηθείς από το πανεπιστήμιο όπου δίδασκε γλώσσες, με ψύχραιμη βερολινέζικη μελαγχολία βυθίζει το βλέμμα του στη λίμνη που βλέπει από το γραφείο του, μια ήσυχη λίμνη, στον βυθό της οποίας, όμως, βρίσκεται το πτώμα ενός άντρα που πνίγηκε κάνοντας μπάνιο, και σκέφτεται ότι τώρα έχει μπροστά του όλο τον χρόνο να σκέφτεται, «σκέφτεται κι ύστερα σκέφτεται ότι φυσικά δεν μπορεί να σταματήσει το να σκέφτεται», καθώς όλη του η ζωή αυτό ήταν, το να είναι μια μηχανή παραγωγής σκέψεων. Και από μηχανή παραγωγής σκέψεων, ο Ρίχαρντ, μέσα από μια σειρά γεγονότα που ξεκίνησαν τυχαία αλλά εν συνεχεία θα οργανωθούν, θα συγκροτηθούν, θα ταξινομηθούν, θα γίνει μια μηχανή ηχογράφησης, νοερής, και διατήρησης της μνήμης. Αυτό θα γίνει τώρα το καθήκον του, το έργο του, το λειτούργημά του, στην εποχή, όπως ακούει και όπως συνειδητοποιεί, που η μνήμη καταστρέφεται, διαλύεται, κατακερματίζεται, χάνεται, τη σπάνε: «Broke the memory, λέει ο Αβάντ. Σπάσανε τη μνήμη», μια φράση που ακούει ο Ρίχαρντ από τον ξεκληρισμένο μετανάστη Αβάντ, που ο καθηγητής θα μετονομάσει, θα τον λέει Τριστάνο. Μια καίρια, σπαρακτική φράση, κι ας είναι ειπωμένη με άλλο νόημα, θα στοιχειώσει τους Περαστικούς, θα επαναληφθεί δύο φορές: «Broke the memory, είπε ο Τριστάνος, όταν είπε στον Ρίχαρντ για τους στρατιώτες που σπάσανε τις κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων όλων των αιχμαλώτων, τότε στη Λιβύη» (σ. 243). Και: «Μερικές από τις αποσπασματικές φράσεις που ακούει τώρα ο Ρίχαρντ τις ξέρει ήδη, ειπωμένες από τον Τριστάνο: Παντού νεκροί στους δρόμους. Παντού αίματα. Παράγκες. Όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, παιδιά, βρέφη, γέροι άνθρωποι. Broke the memory».
![]() |
Η Τζέννυ Έρπενμπεκ |
Ο ομότιμος καθηγητής συναντά μια ομάδα μεταναστών που συγκεντρώνονται και διαμαρτύρονται έξω από το Κόκκινο Δημαρχείο στο Βερολίνο. Θέλουν δουλειά. Θέλουν να παραμείνουν στη Γερμανία. Θέλουν να είναι αξιοπρεπείς.
Ο ομότιμος καθηγητής συναντά μια ομάδα μεταναστών που συγκεντρώνονται και διαμαρτύρονται έξω από το Κόκκινο Δημαρχείο στο Βερολίνο. Θέλουν δουλειά. Θέλουν να παραμείνουν στη Γερμανία. Θέλουν να είναι αξιοπρεπείς. Θέλουν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια της σπασμένης μνήμης. Ο Ρίχαρντ, που ανατρέχει συστηματικά στον Όμηρο και ακούει Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, που έχει διαβάσει Φουκώ και Μποντριγιάρ και Χέγκελ και Νίτσε, αρχίζει να τους συναντάει, να τους προσφέρει την εμπιστοσύνη του, να συνομιλεί μαζί τους, να κερδίζει τη δική τους εμπιστοσύνη, να μαθαίνει τις ιστορίες τους, τις προσωπικές αλλά και των χωρών, των πολιτισμών τους. Οι πρόσφυγες γίνονται το έργο του, η καθημερινότητά του, το νέο νόημα στη ζωή του, και της ζωής του. Μεθοδικά συντάσσει ερωτηματολόγια, αυτός ο άλλοτε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χούμπολντ και στον Τομέα Κλασικής Φιλολογίας. Θέλει να μάθει:
«Πού μεγαλώσατε; Ποια είναι η μητρική σας γλώσσα; Σε ποια θρησκεία ανήκετε; Πόσοι άνθρωποι ήταν στην οικογένειά σας; Πώς ήταν το διαμέρισμα, το σπίτι που μεγαλώσατε; Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σας; Είχατε τηλεόραση; Πού κοιμόστασταν; Τι τρώγατε; Ποια ήταν η αγαπημένη σας κρυψώνα στα παιδικά σας χρόνια; […] Πώς φανταζόσασταν την Ευρώπη; Τι είναι διαφορετικό; Πώς περνάτε τις μέρες σας; Τι σας λείπει πιο πολύ; […] Μπορείτε να φανταστείτε ότι θα γεράσετε εδώ; Πού θέλετε να σας θάψουν;»
«Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;» μια φράση, κρίσιμη για τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, τυπωμένη στο κέντρο ακριβώς της σελίδας 360 και επίσης της σελίδας 361, ένα «σαλόνι» μόνο με τη φράση αυτή, που την περιβάλλει το άσπρο κενό.
Καθώς συναντιέται και συνομιλεί με τους πρόσφυγες από τη Λιβύη και από την Γκάνα και από το Μάλι, με τον Οζαρόμπο και με τον Αλί και με τον Ρούφου και με τον Γιουσούφ, ο καθηγητής Ρίχαρντ ανατρέχει στο παρελθόν, ανακαλύπτει εκ νέου τα όσα έμαθε/ένιωσε/σκέφτηκε/πίστεψε/δίδαξε, επαναπροσδιορίζει και επαναπροσδιορίζεται, γίνεται άλλος παραμένοντας ο ίδιος, φιλοσοφεί, αναρωτιέται. «Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;» μια φράση, κρίσιμη για τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, τυπωμένη στο κέντρο ακριβώς της σελίδας 360 και επίσης της σελίδας 361, ένα «σαλόνι» μόνο με τη φράση αυτή, που την περιβάλλει το άσπρο κενό. Η Έρπενμπεκ θέλει να μας βάλει να σκεφτούμε, μας παροτρύνει να γίνουμε κι εμείς, όπως προφανέστατα έγινε και αυτή, σαν τον Ρίχαρντ. Να ζήσουμε σκεφτόμενοι, και πράττοντας, μες στο παρόν, στον ζόφο του παρόντος, συναντώντας τους άλλους, τις ιστορίες τους, τα όσα τους ταλανίζουν, τα όσα τους έχουν φορτωθεί – για να μη χάνονται τα ίχνη έτσι απλά (σ. 373), για να μην είναι broke η μνήμη, για να μη ζούμε μέσα σ’ ένα σκάφανδρο, για να ανοιγόμαστε στους άλλους, και να τους επιτρέπουμε να ανοίγονται σε εμάς.
Ένα εύγε στον άξιο και επινοητικό μεταφραστή Αλέξανδρο Κυπριώτη, και μια τελευταία φράση της Έρπενπεκ: «Χωρίς αναμνήσεις ο άνθρωπος ήταν μόνο ένα κομμάτι κρέας στον πλανήτη».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ίχνη και χνότα» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Με τίποτα δεν μπορείς να εξαφανίσεις την Ιστορία πιο εύκολα απ’ ό,τι αφήνοντας ελεύθερο το χρήμα, δαγκώνει πιο πολύ κι από σκυλί για κυνομαχίες το χρήμα που κυκλοφορεί έτσι ελεύθερο, αρπάζει μ’ ευκολία ένα ολόκληρο σπίτι δαγκώνοντάς το».