
Το «Madre Salonico» του Λέοντα Ναρ έρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίτη, για έξι παραστάσεις, ως εκδήλωση μνήμης για τα ογδόντα χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς και το τέλος του Ολοκαυτώματος.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Ποιος θυμάται σήμερα τη «Madre Salonico» την πολυπληθή ισπανοεβραϊκή πλευρά της Θεσσαλονίκης; Την «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» όπως επίσης τη θεωρούσαν, έως να έρθει το Ολοκαύτωμα και να την αφανίσει; Η επί πέντε αιώνες αδιάλειπτη παρουσία των Ισπανοεβραίων σφράγισε την Θεσσαλονίκη με τον πολιτισμό (το πρώτο τυπογραφείο της πόλης ιδρύεται το 1506 και είναι εβραϊκό), τη φιλοσοφία, την εντυπωσιακή κοινοτική αλληλεγγύη, το εμπόριο και τη γλώσσα της, τη λαντίνο, ένα μείγμα παλιών ισπανικών και εβραϊκών που ακούγονταν μελωδικά στους δρόμους, στα σοκάκια και στην παραλία της πόλης.
Η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι απόλυτα σφιχτοδεμένη με αυτήν της σεφαραδίτικης κοινότητας, όπως έχει περάσει να λέγεται από τη λέξη «Σεφαράδ», που σημαίνει Ισπανία, από την οποία έφυγαν μαζικά οι Εβραίοι, διωγμένοι από τους Ισπανούς βασιλείς το 1492. Μαζί τους οι Σεφαραδίτες έφεραν τις ιστορίες τους, τα παραμύθια τους και τα περίφημα τραγούδια τους. Τραγούδια που διασώθηκαν μεν, όμως δεν έχουμε την ευκαιρία να τα ακούμε συχνά. Τραγούδια γεμάτα τρυφερότητα, ευαισθησία, θλίψη για τις απώλειες αλλά και τη χαρά του έρωτα και βέβαια την αγάπη για τη Θεσσαλονίκη που την ένοιωθαν κάτι παραπάνω από πατρίδα, «μητέρα- πατρίδα», αυτήν που τους δέχθηκε τόσο στοργικά και τους φέρθηκε τόσο άσπλαχνα, επίσης.
Φέτος, ογδόντα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα και ενώ και τα πέντε ελληνικά πανεπιστήμια προχωρούν σε εκδηλώσεις μνήμης και ιστορίας σε ολόκληρη την χώρα κατά την διάρκεια της χρονιάς, η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μας προσφέρει κάτι ιδιαίτερα ανεκτίμητο. Με τον τρόπο του μουσικού θεάτρου μάς οδηγεί στους παλιούς δρόμους της Σεφαράδ, στη γλώσσα της και στα τραγούδια της. «Madre Salonico» ονομάζεται -πώς αλλιώς άλλωστε- η παράσταση που ανεβαίνει στην Εναλλακτική Σκηνή με τη μορφή του μουσικού θεάτρου, σε κείμενο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα Λέοντα Ναρ, και σκηνοθεσία του πολύπειρου και καταξιωμένου σκηνοθέτη Βίκτωρα Αρδίτη, με θεσσαλονικιώτικες ρίζες επίσης.
Οι κεντρικοί ήρωες
Κεντρικοί ήρωες του έργου είναι ο Ιντό, μετανάστης τρίτης γενιάς που ζει στη Νέα Υόρκη και η Ζάνα, η γιαγιά του, διάσημη τραγουδίστρια κάποτε. Οι δυο τους μοιράζονται τα βιώματα, τους προβληματισμούς και τις αναμνήσεις τους, με έμφαση στην ιστορική διαδρομή των Θεσσαλονικέων Εβραίων, αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μνήμης της πόλης. Καθώς οι μνήμες κατακλύζουν γιαγιά και εγγονό, η Ζάνα αναπολεί τις επιτυχίες της ως τραγουδίστριας και αρχίζει να τραγουδάει σεφαραδίτικα τραγούδια, ενώ παράλληλα αναζητά τον παιδικό της έρωτα που επιβίωσε από τα ναζιστικά στρατόπεδα. Ποια είναι όμως τελικά η πατρίδα τους, η πατρίδα ενός Σεφαραδίτη;, αναρωτιέται ο τρίτης γενιάς Ιντό Μορντώχ. Η Ισπανία, η Θεσσαλονίκη, η Νέα Υόρκη;
«Η σκηνή» επισημαίνει ο Βίκτωρ Αρδίτης «μπορεί να γίνει το τελευταίο καταφύγιο ενός χαμένου πολιτισμού, του σεφαραδίτικου πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, αλλά και όλης της λεκάνης της Μεσογείου (...)
«Η σκηνή» επισημαίνει ο Βίκτωρ Αρδίτης «μπορεί να γίνει το τελευταίο καταφύγιο ενός χαμένου πολιτισμού, του σεφαραδίτικου πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, αλλά και όλης της λεκάνης της Μεσογείου, των τραγουδιών, της γλώσσας και των εθίμων, η ανάμνηση μιας δύσκολης αλλά χαμένης και ευτυχισμένης συμβίωσης των θρησκειών και των πολιτισμών πριν την Καταστροφή. Η εξακολουθητική συνθήκη της προσφυγιάς, η άρνηση εφησυχασμού στη λήθη και ο έρωτας. Στο έργο το παρόν και το παρελθόν συνυπάρχουν με την ανησυχία της συναισθηματικής αποστασιοποίησης που ίσως στιγματίσει τις επόμενες γενιές. Αλλά και με την υπέρτατη ανάγκη διαχείρισης της μνήμης των πολλών "απόντων"».
Με τη σειρά του, ο Λέων Ναρ υπογραμμίζει ότι «το έργο θα δώσει τη δυνατότητα στους θεατές να ακολουθήσουν τα βήματα της Ζάνας και -γιατί όχι;- να ταυτιστούν μαζί της. Και αυτό γιατί στο πρόσωπό της συγκεφαλαιώνει τόσο την ταυτότητα της μετανάστριας και του θύματος του σύγχρονου ρατσισμού, όσο και της επιτυχίας, της δόξας και του ανεκπλήρωτου».
(...) κανένα θεατρικό έργο αλλά και λογοτεχνικό, όσο επινοημένο κι αν είναι, δεν αναπτύσσεται σε ιστορικό κενό.
«Στο θέατρο», προσθέτει ο συγγραφέας, «ασφαλώς και υπάρχει η επινόηση, η μυθοπλασία είναι τελικά η δημιουργία». Και αναρωτιέται ο Ναρ αν είναι άραγε αδύνατον ένα μυθοπλαστικό έργο να μελετηθεί στη βάση της ορθολογικής σκέψης και της εμπειρικής επιστήμης για να απαντήσει ότι «πρέπει να συμφωνήσουμε πως κανένα θεατρικό έργο αλλά και λογοτεχνικό, όσο επινοημένο κι αν είναι, δεν αναπτύσσεται σε ιστορικό κενό. Η ίδια η επινόηση κινείται μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο».
Τις διασκευές των τραγουδιών και την πρωτότυπη μουσική υπογράφει η Μάρθα Μαυροειδή, και όπως μας λέει, «τα τραγούδια της παράστασης αποκαλύπτουν έναν κόσμο πολυπολιτισμικό με επιρροές από διαφορετικές παραδόσεις, όπως τανγκό, άριες, ρεμπέτικο, καθώς και συνθέσεις οθωμανικής μουσικής και όλα μαζί συνδέονται με τη γλώσσα των Σεφαραδιτών, τα λαντίνο. Οι ενορχηστρώσεις και τα μέρη με την πρωτότυπη μουσική επιδιώκουν να αποδώσουν τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα αυτής της μουσικής παράδοσης, αλλά ταυτόχρονα να συνθέσουν το φαντασιακό τοπίο της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και να αναδείξουν το πεδίο δράσης του έργου που είναι η μνήμη. Η μουσική του έργου παλινδρομεί ανάμεσα στο όνειρο και στην κυριολεξία».
Εν κατακλείδι, οι δύο πρωταγωνιστές του «Madre Salonico» ψάχνουν τις χαμένες ρίζες τους και πασχίζουν με όχημα τη γλώσσα και το τραγούδι να ανιχνεύσουν το νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν.
Εν κατακλείδι, οι δύο πρωταγωνιστές του «Madre Salonico» ψάχνουν τις χαμένες ρίζες τους και πασχίζουν με όχημα τη γλώσσα και το τραγούδι να ανιχνεύσουν το νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Η κατανόηση και η ερμηνεία του τραυματικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, με την επανεγγραφή των ιστορικών πηγών και μαρτυριών σε ένα καλλιτεχνικό πλαίσιο, συμβάλλουν στη σύνδεση με το παρόν. Να τονιστεί επίσης ότι ενώ έχουμε ήδη λογοτεχνικά έργα και κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές σχετικά με την σεφαραδίτικη κοινότητα της Θεσσαλονίκης και το Ολοκαύτωμά της, μηδενική σχεδόν είναι η παρουσία αυτής της θεματικής στο εγχώριο θέατρο, για αυτό και η απόφαση της Εναλλακτικής Σκηνής να εντάξει το έργο στο ρεπερτόριο της είναι εξόχως σημαντική και ανοίγει νέους καλλιτεχνικούς δρόμους ως προς την πρόσληψη και κατανόηση του ανυπολόγιστου αυτού τραύματος.
Το έργο παρουσιάζεται σε ένα μείγμα λαντίνο και ελληνικών. Στην παράσταση συμμετέχει το μουσικό σύνολο «Σμάρι» που το αποτελούν οι: Χάρης Λαμπράκης (νέυ), Νίκος Παραουλάκης (νέυ), Στρατής Ψαραδέλλης (πολίτικη λύρα), Μάρθα Μαυροειδή (λάφτα, φωνή), Γιώργος Ταμιωλάκης (βιολοντσέλο) και Γιώργος Βεντουρής (κοντραμπάσο). Συμμετέχει επίσης ο τραγουδιστής, συνθέτης και βιολιστής Φώτης Σιώτας.
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης είναι η πολύπειρη ηθοποιός, Ελένη Ουζουνίδου στον ρόλο της Ζάνας, και ο Λεονάρδος Μπατής, ιδρυτής και κλαρινετίστας της μπάντας Klezmer Yunan, στον ρόλο του Ιντό Μορντώχ. Το έργο ανεβαίνει για έξι παραστάσεις, 4, 5,6, 9,10 και 11 Απριλίου.
*Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σύντομα κυκλοφορεί το βιβλίο της «“Ψυχή ντυμένη αέρα” – Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης» (εκδ. Επίκεντρο).