
Για την παράσταση «Η αισθηματική αγωγή», βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, σε σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση, στο Υποσκήνιο Β του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. © για την κεντρική φωτογραφία: akriviadis.gr
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Bαθειά πεποίθησή μου είναι ότι τα δημόσια ήθη εξαχρειώνονται, ότι η υποβάθμιση της ηθικής στον δημόσιο χώρο θα οδηγήσει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μπορεί και αύριο ακόμα, σε νέες επαναστάσεις». Alexis de Toqueville, Mémoirs
Στο Υποσκήνιο Β του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών είδα την ωραία παράσταση «Αισθηματική αγωγή – Ερευνώντας ένα αρχείο ρωγμών», που σκηνοθέτησε ο Παντελής Φλατσούσης, με αφόρμηση το μυθιστόρημα του Gustave Flaubert Αισθηματική αγωγή (1869). Όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης, η παράσταση επιχειρεί να δημιουργήσει «μια παραβολή για την ατομική και συλλογική συγκρότηση ολόκληρης της νεωτερικότητας». Η «Αισθηματική αγωγή» όντως παρουσιάζει ανθρώπινους τύπους των οποίων το ατομικό συμφέρον (φιλοδοξία, έρωτας, καριέρα, κοινωνική προβολή) συγκρούεται με το συλλογικό καλό (ιδεαλισμό, αίσθημα δικαιοσύνης, κ.ο.κ): σε μιαν έρευνα ακαδημαϊκού χαρακτήρα που στήνουν επί σκηνής, οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης «στέκονται» σ’ αυτό το βιβλίο, κυρίως γιατί συνδέεται με την κοινωνικοπολιτική επανάσταση του 1848, τότε που αυτή η σύγκρουση επέφερε ριζική τομή στην ευρωπαϊκή Ιστορία.
Αναζητώντας το νόημα της «ρωγμής»
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο κύριος Φλατσούσης επιλέγει, αντί για τον όρο «ιστορική τομή», τον όρο «ρωγμή», που είναι αφενός πιο ποιητικός κι αφετέρου υπαινίσσεται τη διάρρηξη της ροής του ιστορικού χρόνου και, παράλληλα, τη διάνοιξη νέων δυνατοτήτων. Ο Φρεντερίκ Μορό, σε αυτό το Bildungsroman (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) του Flaubert, εκπροσωπεί μια νεολαία ματαιωμένων ονείρων που έμαθε/διαμορφώθηκε/έλαβε την κοινωνική της «αγωγή» μέσα ακριβώς από τη ματαίωσή της. Στο κατάστρωμα ενός ποταμόπλοιου αντικρίζει τη γυναίκα των ονείρων του, τη Μαντάμ Μαρί Ανζέλ Αρνού, που όμως ανήκει σε κάποιον άλλον: «Έμοιαζε με τις γυναίκες των ρομαντικών βιβλίων. Τίποτα δεν θα ήθελε να προσθέσει ή να αφαιρέσει από τη μορφή της. Το σύμπαν ξαφνικά είχε γίνει πιο μεγάλο. Εκείνη ήταν το φωτεινό σημείο όπου συνέκλιναν τα πάντα» (Φλομπέρ, Αισθηματική αγωγή). Tη Μαντάμ Αρνού υποδύεται η Ντέμπορα Οντόγκ, θραύοντας την καθιερωμένη/στερεοτυπική εικόνα της ηρωίδας του βιβλίου. Τον σύζυγό της, μεγαλοεπιχειρηματία Ζακ Αρνού, υποδύεται αρκετά καρικατουρίστικα ο Γιώργος Κριθάρας. Γενικότερα ο τόνος και το χιούμορ της παράστασης είναι σύγχρονα, προφανώς γιατί δεν αποβλέπουν στην απόδοση της παραμικρής ιστορικότητας.
Στις 23 Ιουνίου 1848, οι κάτοικοι του Παρισιού εξεγείρονται – μια αιματηρή, αλλά ανεπιτυχής εξέγερση των εργατών και των Ρεπουμπλικάνων1 ενάντια στη στροφή προς τον συντηρητισμό που επιτελείται εις βάρος τους. Μια μεγάλη οθόνη προβάλλει σε κινούμενο σχέδιο τα πλήθη από τη boulevard Port Royal έως τον St. Sulpice, με υψωμένα τα σοσιαλιστικά λάβαρα, την ώρα που ο έρωτας του κεντρικού ήρωα κορυφώνεται (εξαιρετικά τα animations του Μάριου Γαμπιεράκη και της Χρυσούλας Κοροβέση): «Τα δέντρα των λεωφόρων, τα δημόσια ουρητήρια, τα παγκάκια, τα σιδερένια κάγκελα, οι φανοστάτες, όλα είχαν ξεριζωθεί, αναποδογυριστεί. Το πρωί, το Παρίσι ήταν γεμάτο οδοφράγματα. Η αντίσταση δεν κράτησε πολύ. Παντού έμπαινε στη μέση η Εθνοφρουρά – έτσι που κατά τις οκτώ ο λαός, θέλοντας και μη, εξουσίαζε πέντε στρατώνες, σχεδόν όλες τις δημαρχίες, τα πιο σημαντικά στρατηγικά σημεία. Από μόνη της, η Μοναρχία, δίχως σκούντημα, σωριαζόταν σε ερείπια» (Φλομπέρ, Αισθηματική αγωγή). Εδώ λαμβάνει χώρα η πρώτη «ρωγμή». Στις 2 Δεκεμβρίου 1848, ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης εκλέγεται πρόεδρος της Δεύτερης Δημοκρατίας, με την υποστήριξη των αγροτών. Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα, αναστέλλει την εκλεγμένη εθνοσυνέλευση και ιδρύει τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το 1870, διαψεύδοντας όλα τα επαναστατικά ιδεώδη (μοναδική παρένθεση, η βραχύβια Κομμούνα του Παρισιού, το 1871). Και αυτή είναι η δεύτερη «ρωγμή».
Φωτογραφία: akriviadis.gr
Οι χαρακτήρες
Με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα και ενδυματολογικά αξεσουάρ (κυρίως, όμως, με μια κάμερα στο χέρι), οι πέντε ερμηνευτές του έργου υποδύονται, διαδοχικά, όλους τους χαρακτήρες που παρελαύνουν στο μυθιστόρημα, χωρίς να δεσμεύονται από τα χρονικά πηγαινέλα. Έτσι, με γραμμική αφήγηση και συνεχή flashbacks, αποδίδονται η ματαιοδοξία, η κοινωνική ανισότητα, η απουσία ευκαιριών για επαγγελματική ανέλιξη, πλην της «πλαγίας» οδού, ο εύθρυπτος χαρακτήρας των ανθρώπων της μέσης και κατώτερης τάξης, η ηθική αναλγησία των μεγαλοαστών (για παράδειγμα, ο κος Νταμπρέζ, που γρήγορα μεταμορφώνεται σε χάρτινο φιγουρίνι). Ο ρομαντισμός του Φρεντερίκ Μορό και η μεγαλοποίηση του αισθήματός του προς μια παντρεμένη γυναίκα υποδηλώνουν το ευμετάβολο του χαρακτήρα του και τον αριβισμό του: διατηρεί σεξουαλικές σχέσεις με τη Λουίζ Κολέ και τρυφερή φιλία με τη Ροζανέτ, επιλέγοντας το εύκολο σεξ. Επίσης, διατηρεί ανοιχτή ερωτική φιλία με την κυρία Νταμπρέζ, πράγμα που είναι πολύ χαρακτηριστικό της χαλαρότητας των ηθών της παρισινής κοινωνίας της εποχής. Ο Χρήστος Διαμαντούδης φιλοτεχνεί έναν Φρεντερίκ αενάως παγιδευμένο σε αντιφάσεις και αλληλοσυγκρουόμενα κίνητρα, που ποτέ δεν εγκαταλείπει το μικροαστικό του όνειρο για κοινωνική ανέλιξη. Ισορροπημένη ερμηνεία, αίσθηση του ρυθμού, καλή συνεργασία με τους συμπρωταγωνιστές του. Ο συναισθηματισμός του Φρεντερίκ είναι που τον εμπλέκει σ’ έναν ρομαντικό, ανενεργό έρωτα, και όχι ο ιδεαλισμός του. Δεν είναι τυχαίο πως η κατακλείδα των αναμνήσεων που τον συνδέουν με τον παιδικό του φίλο, Σαρλ Ντελοριέ, είναι η νεανική τους επίσκεψη σε μια τουρκάλα πόρνη.
Μεγαλομανής και εμμονικός, ο Ντελοριέ προσκρούει κι αυτός στην οδυνηρή πραγματικότητα, που τον οδηγεί σε συμβιβασμούς και μικροπρεπείς επιλογές.
Εξίσου ασυνείδητος φαλλοκράτης, ο «κολλητός» Ντελοριέ (“des lauriels”: ήδη το επώνυμό του δηλώνει την υπέρμετρη φιλοδοξία του να ηγείται και να δρέπει τις δάφνες των κατακτήσεών του) βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο της ζωής του φίλου του, ικετεύοντας για μιαν ευκαιρία προβολής στους μεγαλοαστικούς κύκλους του Φρεντερίκ. Μεγαλομανής και εμμονικός, ο Ντελοριέ προσκρούει κι αυτός στην οδυνηρή πραγματικότητα, που τον οδηγεί σε συμβιβασμούς και μικροπρεπείς επιλογές. Και η δική του «αισθηματική αγωγή» διαμορφώνεται, επίσης, στη διελκυστίνδα των πιέσεων που του ασκούν οι σοσιαλιστές συναγωνιστές του, από τη μια, και οι ελκυστικοί θαμώνες των γαλλικών σαλονιών, από την άλλη. Ο Βαγγέλης Δαούσης θα έλεγα πως κλέβει την παράσταση, μαζί με την Ηλιάνα Μαυρομάτη, καθώς και οι δύο κινούνται με χαρακτηριστική άνεση στον καμβά που στήνει αυτή η πολύ ειλικρινής και προκλητική συνεργασία.
Περίπλοκη δραματουργία
Όλη η αφήγηση ρέει μέσα σ’ ένα κλίμα φιλελευθεροποίησης, όπου τα περιγράμματα συγχέονται διαρκώς και ο ματεριαλισμός αναδεικνύεται ειρωνικά σε νικητή. Σ’ αυτό το σημείο, υποθέτω, εντοπίζει ο κος Φλατσούσης την τρίτη «ρωγμή», αυτήν που προσιδιάζει και στη δική μας εποχή. Δεν έχει σημασία εάν ακούει ο θεατής το θρόισμα ενός μεταξωτού φορέματος ή αν τα κοσμήματα της παράστασης είναι ψεύτικα. Σημασία έχει ότι ο κεντρικός ήρωας εμφανίζεται κυριολεκτικά «διάτρητος» από κάθε άποψη, εκτεθειμένος στην κριτική προσέγγιση του κοινού, ότι οι άλλοι ήρωες τον περιβάλλουν σαν κομμάτια της ύπαρξής του (η Μητέρα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως και η εγκυμοσύνη και ο θάνατος του παιδιού της Ροζανέτ) και ότι οι επιθυμίες οι δικές του είναι κοινοποιήσιμες ως επιθυμίες του καθενός ανάμεσα στους θεατές. Υπό αυτό το πρίσμα, η Αισθηματική αγωγή επιτελεί τον στόχο της ως κείμενο αναφοράς.
Η παράσταση διακρίνεται για την πηγαιότητα, την αγνότητα των προθέσεων και την ενεργοποίηση όλου του εύρους δυνατοτήτων των ηθοποιών. Δύσκολο, πολύ δύσκολο δραματουργικό στοίχημα.
Η παράσταση διακρίνεται για την πηγαιότητα, την αγνότητα των προθέσεων και την ενεργοποίηση όλου του εύρους δυνατοτήτων των ηθοποιών. Δύσκολο, πολύ δύσκολο δραματουργικό στοίχημα. Ο θίασος, μαζί με τον Παντελή Φλατσούση, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα «αρχείο» στιγμών, συναισθημάτων και προσωπικών αναφορών σε συνεχή (αφηγηματική) αναφορά προς το μυθιστόρημα, ακολουθώντας μιαν ιχνηλάτηση επίπονα δημοκρατική και παραμένοντας αποστασιοποιημένος από το δρώμενο. Η πολύ έντονη αίσθηση ομαδικότητας προσδίδει στην παράσταση τη φρεσκάδα μιας γνήσιας, απολαυστικής θεατρικής διεργασίας. Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης έχει φτιάξει ένα -συμμετρικό προς κάποιον κεντρικό άξονα- σκηνικό αναγνωστηρίου βιβλιοθήκης, που είναι εύκολα μετατρέψιμο σε σαλόνι, καμπαρέ, δρόμο, πίστα χορού κλπ. Η Ελίζα Αλεξανδροπούλου χειρίζεται με μαεστρία τους φωτισμούς και η Θεανώ Ξυδιά επινοεί κομψές και σχετικά δειλές χορογραφικές λύσεις. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου κινείται ανάμεσα σε ambient και pop πρότυπα, κατά τη γνώμη μου όμως οι φωνές των δύο γυναικών θα έπρεπε να έχουν δουλευτεί περισσότερο σε συνεργασία με τον συνθέτη.
1Οι γάλλοι Républicains δεν είχαν –προς Θεού!– την παραμικρή σχέση με τους σημερινούς αμερικανούς Ρεπουμπλικανούς. Εκπροσωπούμενοι από την εφημερίδα «Le National», οι γάλλοι Républicains συμμάχησαν με τους Μontagnards (Ορεινούς) και τους σοσιαλιστές ενάντια στους φιλομοναρχικούς της εποχής.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Παναγιώτης Μουλλάς, ΔΙΑΣΚΕΥΗ/ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ: Παντελής Φλατσούσης, Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Παντελής Φλατσούσης
ΣΚΗΝΙΚΑ, ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Σταύρος Γασπαράτος
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΒΙΝΤΕΟ: Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΙΝΗΣΗΣ, ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΕΣ: Θεανώ Ξυδιά
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΦΩΤΙΣΜΩΝ; Ελίζα Αλεξανδροπούλου
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ HXOY: Κώστας Μιχόπουλος
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Παντελής Μπακατσέλος
ΒΟΗΘΟΣ ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΥ: Ελευθερία Τζίβα Πέτροβα
ΠΑΙΖΟΥΝ: Βαγγέλης Δαούσης, Χρήστος Διαμαντούδης, Γιώργος Κριθάρας, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Ντέμπορα Οντόγκ