
Της Βίκυς Βασιλάτου
Πριν χρόνια, πέρασα μια περίοδο που διάβασα όλα τα θεατρικά του Σαίξπηρ και τις διάφορες αναλύσεις γύρω από αυτά. Τότε είναι που έπεσα σε ένα και μετά σε άλλο και σε άλλο -δεισιδαιμονικά θα τα χαρακτήριζα- άρθρα για τον Μάκμπεθ. Τα άρθρα αυτά υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι του θεάτρου θεωρούν γρουσουζιά να πουν το όνομα της τραγωδίας μέσα σε ένα θέατρο· αναφέρονται σε αυτή έμμεσα, με τίτλους όπως Η Σκωτσέζικη Τραγωδία, Το Σκωτσέζικο Έργο ή ΜακΜπί. Και μάλιστα, όταν γίνεται αναφορά στον βασικό χαρακτήρα, αποφεύγουν το όνομά του και τον αποκαλούν «Ο Σκωτσέζος Βασιλιάς».
Φήμες λένε ότι ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε στο κείμενό του αληθινά ξόρκια μαγισσών, γεγονός που τις εξόργισε και το καταράστηκαν με αποτυχία, προκαλώντας μέχρι και σωματικές βλάβες ή θάνατο σε άτομα του θιάσου… «Ξόρκια», έχω να πω, που δεν ευδοκίμησαν όσον αφορά στην παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου, γιατί το θεατρικό του, που το παρακολούθησα προ ολίγων ημερών, το έχει περιβάλει με μια καλή σκηνοθετική μαγεία, ανατρέποντας την όποια «κατάρα».
Βέβαια, δεν σας κρύβω, ότι μου πέρασε από το μυαλό μήπως ο θίασος ανέτρεξε στα «τελετουργικά» που λέγεται ότι λύνουν την κατάρα. Τελετουργικά όπως, παραδείγματος χάρη, το πρόσωπο που πρόφερε το όνομα «Μάκμπεθ» να εγκατέλειψε το κτήριο, να έκανε τρεις γύρους γύρω από αυτό, να έφτυσε πάνω από τον αριστερό του ώμο, να είπε μια βωμολοχία και να επέστρεψε αφού τον φώναξαν πίσω στο κτίριο. Ή να έκανε τον γύρο του κτηρίου τρεις φορές και όσο πιο γρήγορα γίνεται, σε συνδυασμό με φτυσίματα πάνω από τους ώμους του και βωμολοχίες. Ή να εγκατέλειψε την αίθουσα, να χτύπησε τρεις φορές την πόρτα, να τον φώναξαν να περάσει μέσα και τότε να απήγγειλε έναν στίχο από τον Άμλετ ή στίχους από τον Έμπορο της Βενετίας (το οποίο θεωρείται το πλέον τυχερό σαιξπηρικό έργο). Λέτε, τελικά, να ξόρκισε το «κακό» ο θίασος του Μοσχόπουλου με ένα από τα τρία αυτά τελετουργικά;
Ίσως ναι, ίσως πάλι όχι. Πάντως πέρα από τις διάφορες φήμες που κυκλοφορούν γύρω από την τραγωδία που έγραψε ο Σαίξπηρ μεταξύ 1603 και 1606, η βασιλοκτονία που εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια μου, με εντυπωσίασε. Την ιστορία λίγο πολύ την ξέρουμε όλοι. Άλλοι την έχουμε διαβάσει, άλλοι πάλι την έχουμε δει. Μέχρι πρότινος, ανήκα στην πρώτη κατηγορία. Δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να απολαύσω αυτό το φημισμένο σαιξπηρικό έργο, που μπορεί να έχει ως ήρωες υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, αλλά που -προσοχή!-, δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα· είναι μυθοπλαστικό γέννημα του βρετανού συγγραφέα.
Αλλά ας γυρίσουμε τις σελίδες του ημερολογίου στην περασμένη Παρασκευή και του ρολογιού τους δείχτες στις 20.30, τότε που όλοι οι θεατές περιμέναμε εναγωνίως να δούμε το «καταραμένο» έργο. Τα φώτα έσβησαν, η αυλαία στο χρώμα της ώχρας, άνοιξε και… ασπρόμαυρες, βωβές πολεμικές σεκάνς ξετυλίχτηκαν μπροστά στα μάτια του κοινού για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ένα σκηνικό, που παραπέμπει -χωρίς να σε ξενίζει- σε κάτι μεταξύ νοσοκομείου και φρενοκομείου, και για να πάρουν τη σκυτάλη τα μέλη του θιάσου. Και η παράσταση ξεκινά...
Αν και πριν δω ένα θεατρικό έργο δεν συνηθίζω να διαβάζω κριτικές, πήρε το αυτί μου ότι κατέκριναν το γεγονός ότι οι ηθοποιοί απήγγειλαν απλά και στεγνά τους στίχους. Μα πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μιας και μιλάμε για σαιξπηρικό λόγο, που αν μη τι άλλο του οφείλουμε σεβασμό κι όχι φιοριτούρες; Συμφωνώ ότι ίσως κάποιες σκηνές να ήθελαν λίγο περισσότερο συναίσθημα -και συγκεκριμένα εκ μέρους του, υπέρ του δέοντος, ψυχρού Μάκμπεθ (Αργύρη Ξάφη)- αλλά τον προτίμησα έτσι, γιατί έβγαλε εις πέρας έναν πολύ δύσκολο ρόλο χωρίς να ανατρέξει στην υπερβολή, όπως είθισται όταν καταπιάνονται οι σύγχρονοι θεατράνθρωποι με κείμενα παλαιότερης γενιάς και σχολής. Από την άλλη, η Λαίδη Μάκμπεθ (Άννα Μάσχα) και ο Μάκνταφ (Γιώργος Χρυσοστόμου) με εξέπληξαν με την ερμηνεία τους. Εκείνοι όμως που με απογοήτευσαν ήταν ο «άχρωμος», βραβευμένος με το Χορν, Θάνος Τοκάκης (Μάλκολμ), και η κυρία Καλογεροπούλου, που με τη χροιά της φωνής της, δυστυχώς, με αποπροσανατόλισε· ένιωσα σαν να παρακολουθούσα τη μάγισσα ή έναν ακόλουθο παιδικής παράστασης. Κατά τα άλλα, οι ερμηνείες ήταν σωστές, η άρθρωσή τους άψογη. Δεν έχασα ούτε τελεία από τα λεγόμενά τους, αν εξαιρέσω βέβαια τις στιγμές που ανεβοκατέβαινε το σκηνικό και δεν ακούγονταν καλά οι ηθοποιοί.
Με το πέρας της δίωρης παράστασης, άκουσα τους γύρω μου να λένε ότι ο Μοσχόπουλος ίσως και να το παρατράβηξε σε κάποια σημεία. Δεν είχαν κι άδικο, αλλά θεωρώ ότι ενορχήστρωσε με μεγάλη μαεστρία και πρωτοποριακή σκηνοθεσία ένα δύσκολο έργο, καταφέρνοντας να μου αφήσει την αιματοβαμμένη γεύση που όφειλε να μου αφήσει. Μου έδωσε επίσης πολλή τροφή για σκέψεις -κυρίως υπαρξιακές-, που όφειλε να μου δώσει ένα έργο τέτοιου βεληνεκούς.
Ο αιματοβαμμένος Μάκμπεθ, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σαιξπηρικό έργο, μου σύστησε φιγούρες πολύ γνώριμες. Γιατί το λέω αυτό; Διότι αντιπροσωπεύουν την πιο μύχια ανάγκη να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Είναι ένα θεατρικό που απελευθερώνει, το νιώθουμε οικείο, συμβαδίζει με τους εσωτερικούς πολέμους μας. Παρακολουθώντας την παράσταση, πέταξα το προσωπείο του κοινωνικά και ψυχολογικά επιτρεπτού. Συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι όλοι από τίμιοι μπορούμε να γίνουμε τύραννοι. Ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει δολοφόνοι. Ότι το πάθος για τη δόξα και τη βασιλεία μπορεί κάλλιστα να μεταμορφωθεί σε αχόρταγο αιμοβόρο στιλέτο στο χέρι του καθένα. Ότι μπορούμε να τυφλωθούμε από τα πάθη μας και να ανατρέξουμε στο μίσος, τον πόλεμο και το κακό χωρίς δεύτερη σκέψη, εγκαταλείποντας στο περιθώριο την αγάπη, την ειρήνη, το καλό.
Ίσως για αυτόν ακριβώς τον λόγο και να υπάρχει μια ευχή -εν είδει προλόγου- που χρησιμοποιούσαν σαν ξόρκι ενάντια στην περίφημη «κατάρα» της Σκωτσέζικης Τραγωδίας: «Είθε όσοι παρακολουθήσουν απόψε αυτό το έργο να επιλέγουν την αγάπη από το μίσος, την ειρήνη από τον πόλεμο, το καλό από το κακό». Αλλά όπως τονίζει και ο Θωμάς Μοσχόπουλος, «υπάρχει τελικά επιλογή; Και ποια επιλογή μπορεί να εκτρέψει τη ροπή μας να μετέχουμε στην καταστροφή;»
Η παράσταση Μάκμπεθ του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, με τους Α. Ξάφη, Α. Μάσχα, Ξ. Καλογεροπούλου, Κ. Μπερικόπουλο, Θ. Τοκάκη, Γ. Χρυσοστόμου, Α. Πελτέκη, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Νασιούλα και Κ. Βουδούρη, θα συνεχιστεί έως τις 25 Φεβρουαρίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, Λ. Συγγρού 107-109, τηλ.: 210 900 5800.