
Για την παράσταση «Διάδρομος 2», της Ευσταθίας, σε σκηνοθεσία Μάνιας Παπαδημητρίου, με τον Δημήτρη Χαβρέ και την παράσταση «Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι», του Θοδωρή Γκόνη, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ζορμπά, με τη Μυρτώ Αλικάκη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Διάδρομος 2», της Ευσταθίας, σε σκηνοθεσία Μάνιας Παπαδημητρίου
Θέατρο Arroyo (μέχρι 29 Δεκεμβρίου)
Ο «Διάδρομος 2» της Ευσταθίας Μαντζούφα είναι ένας μονόλογος φουτουριστικής υφής που θίγει με αλληγορικό τρόπο μια σειρά από νοσηρά κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μας. Η Μάνια Παπαδημητρίου σκηνοθετεί τον Δημήτρη Χαβρέ σε μια καλή παράσταση στο θέατρο Arroyo.
Βρισκόμαστε κάπου στο κοντινό μέλλον. Το σκηνικό είναι μεταβιομηχανικό, το περιβάλλον είναι σκοτεινό, στο κέντρο βρίσκεται ένας διάδρομος γυμναστηρίου με πλήρη προγραμματισμό και οθόνη. Ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, φανατικός της εκγύμνασης ανεβαίνει στον διάδρομο. Μονολογεί, καθώς ο διάδρομος του γυμναστηρίου κυλά επί πενήντα λεπτά, παραμένοντας καλωδιωμένος και αφημένος σε μουσική υπόκρουση. Η ταχύτητα του κυλιόμενου τάπητα εναλλάσσεται, ανάλογα με τη βούλησή του. Φαίνεται να υπηρετεί κάποιον «ιερό» γι’αυτόν σκοπό: εκ πρώτης όψεως, ο σκοπός αυτός αφορά την υγιεινή του σώματος, και συνοδεύεται από λεπτομερείς παρατηρήσεις σχετικές με την άψογη διατροφή και τη διατήρηση της ακμαιότητας στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Με την πρώτη ματιά κυριαρχεί η αίσθηση ότι ο άνθρωπος αυτός που κάνει διάδρομο είναι οπαδός του «νους υγιής εν σώματι υγιεί», με μια μικρή δόση υπερβολής που –άλλωστε– συναντάται πολύ συχνά στους φανατικούς φιλάθλους.
Η τόνωση του μυϊκού συστήματος, η έκκριση ενδορφίνης, η εκτόνωση της έντασης της καθημερινότητας, η ευεξία σώματος και πνεύματος δηλαδή: ιδού το λογύδριο που απευθύνει ο αθλούμενος στο κοινό, ιδρωκοπώντας και πασχίζοντας να αυξήσει την ταχύτητα και τις επιδόσεις του όσο περνά η ώρα. Εδώ βρίσκεται, κατ’ αυτόν, η πεμπτουσία της ανθρώπινης ευτυχίας, ο ορισμός του ευ ζην. Οι εναλλαγές ρυθμού του συγκεκριμένου προγράμματος υποτίθεται πως είναι εφεύρημα ενός μεγαλοφυούς γυμναστή που φέρει το χαρακτηριστικό όνομα “cardio planner”. Και εδώ ξεκινά η δυστοπία.
Λογοτεχνία, Γλώσσα, Ιστορία, Φιλοσοφία, στο πυρ το εξώτερον: η χρησιμότητά τους είναι αμφισβητήσιμη, σ’ αυτό το χρησιμοθηρικό σύμπαν μέτρησης της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το παρασκεύασμα κρεατίνης και τονωτικού που πίνει ο αθλούμενος προέρχεται από εκχυλίσματα αφεψήματος από το Θιβέτ, συσχετίζεται με τη διατροφή των ασκούμενων αστροναυτών της NASA και συνδυάζεται με το προϊόν υπόδυσής του, που «απορροφά τους κραδασμούς»: ήδη μια κινούμενη διαφήμιση προϊόντων προϊδεάζει για ύποπτη ιστορία, ενώ ο διάδρομος καθεαυτόν (η επαναλαμβανόμενη, συμμετρική κίνηση και η εμμονή στην ακρίβεια που προβλέπει) είναι μια πρώτη συνθήκη καταπίεσης και σύνθλιψης της πρωτοβουλίας. Σταδιακά αποκαλύπτονται και οι υπόλοιπες παράμετροι του αφηγήματος: το background του αθλούμενου, οι προηγούμενες επαγγελματικές του ασχολίες, η ανεργία που τις ακολουθεί, η ένταξη σε κάποιο πρόγραμμα αμφίβολης στελέχωσης και προσανατολισμού, ο καθοριστικός ρόλος της τηλεόρασης και των υπόλοιπων Μ.Μ.Ε., η πραγματική υπόσταση της οικογενειακής εστίας (σύζυγος και παιδιά), η πρώιμη απέχθεια προς τα μαθήματα ανθρωπιστικού προσανατολισμού και η επιλογή πιο τεχνοκρατικών μαθημάτων, η εξύμνηση της αποτελεσματικότητας σε όλα τα επίπεδα. Λογοτεχνία, Γλώσσα, Ιστορία, Φιλοσοφία, στο πυρ το εξώτερον: η χρησιμότητά τους είναι αμφισβητήσιμη, σ’ αυτό το χρησιμοθηρικό σύμπαν μέτρησης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο «βιτρούβειος» άνθρωπος σταδιακά ρομποτοποιείται, κυλά στον διάδρομο γιατί δεν του έχει επιτραπεί καμιά άλλη επιλογή.
Ο αθλούμενος της Ευσταθίας είναι ένα τραγικό πρόσωπο: συνοψίζει, στα πενήντα λεπτά του μονολόγου του, όλη τη ζοφερή σκηνοθεσία του σύγχρονου συστήματος κοινωνικού ελέγχου, όπως αυτό μετασχηματίζεται σε εύπεπτο, καταναλώσιμο προϊόν μηχανοποίησης του ανθρώπινου βίου. Ο Δημήτρης Χαβρές επιτυγχάνει έναν άθλο, τόσο σωματικής όσο και ψυχικής αντοχής, καθώς φιλοτεχνεί έναν άνθρωπο παράλληλα με μια ρέπλικα: πρόκειται για μια επιβλητική παρουσία «μηχανικής» αναπαραγωγής του συστήματος αυτού που, καθώς εκτυλίσσεται η παράσταση και αποκωδικοποιούνται κάποιες πτυχές του αφηγήματος, μεταστρέφεται σε μια ανθρωπινότερη και πιο ζεστή εκδοχή του εαυτού του. Έτσι, οικειοποιούμενος την persona που υποδύεται, κατορθώνει να μεταδώσει το απαραίτητο συναίσθημα οίκτου και να κινήσει την ενσυναίσθηση στον θεατή, με απώτερο στόχο να του διεγείρει την αγανάκτηση, την οργή και τα θαμμένα επαναστατικά του ένστικτα.
Στο κείμενό της, η Ευσταθία Μαντζούφα επιστρατεύει αρκετές κοινοτοπίες που, ωστόσο, μπορούν να ανακινήσουν σοβαρούς προβληματισμούς σε ένα νεανικό κοινό. Γιατί το έργο της είναι όντως δομημένο έτσι ώστε να απευθύνεται σε νεανικό κοινό. Τα «οφέλη» του διαδρόμου απομυθοποιούνται ευκολότερα σε ηλικίες όπου ο διάδρομος καθεαυτόν φέρει κάποια βαρύτητα, όπως και το σωματικό κάλλος εν γένει, όπως και κάθε ρηχή ενασχόληση με τη φευγαλέα ακμή της νεότητας. Εδώ όμως, ευτυχώς, το νοηματικό περιεχόμενο απλώνεται και σε περιοχές ευρύτερες του αφελούς διπόλου «τεχνοκρατισμός-ανθρωπιστική παιδεία»: απλώνεται και στα όρια του ελέγχου και του ετεροκαθορισμού, που είναι ένα ζήτημα που σήμερα απασχολεί ιδιαίτερα τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.
Το σκηνικό αντικείμενο «διάδρομος γυμναστηρίου» διευρύνεται ως σύμβολο δραματουργικό και αποκτά παραδηλώσεις ανάλογες με το ρολόι στους «Σύγχρονους Καιρούς» του Τσάρλι Τσάπλιν. Το ανθρωπάριο αυτό είναι αλλοτριωμένο, αυτό είναι πασιφανές, είναι θύμα και γρανάζι ενός σχεδιασμένου μηχανισμού, έχει απολέσει σημαντικό μέρος της συνείδησής του και η ανθρωπινότητά του έχει περιοριστεί στη μικρή αδυναμία του απέναντι στο «αληθινό» φαγητό που του μυρίζει από τα εστιατόρια.
«Κάποια στιγμή θα μάθετε ποιος είμαι», του Θοδωρή Γκόνη, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ζορμπά
Θέατρο Σταθμός (μέχρι 3 Δεκεμβρίου)
Η Μυρτώ Αλικάκη υποδύεται μια μεσήλικα γυναίκα που κουτσαίνει και κυριολεκτικά γεμίζει τη σκηνή με το συναίσθημά της και τις μνήμες της. Είναι μια γυναίκα που συνδέεται με τη θάλασσα με μια σχέση γενεσιουργό, ένα είδος «γοργόνας» που ξέμεινε στη στεριά. Είναι κάτι σαν ξωτικό, σαν άφυλο πλάσμα που εκμυστηρεύεται στο κοινό λίγο λίγο το μυστικό που το στοιχειώνει. Για δέκα ολόκληρα χρόνια αυτή η γυναικεία μορφή σιωπά, ενώ δέχεται το επίμονο τηλεφώνημα ενός άγνωστου άντρα. Παρά τη σταδιακή εξοικείωσή της με την ανδρική φωνή, παρά το γεγονός ότι με τη φαντασία της τη σχηματοποιεί και της προσδίδει ιδιότητες αυθαίρετα, κατ’ ουσίαν η γυναίκα δεν κατορθώνει να συναντήσει τον άγνωστο αυτόν άνδρα. Η συνάντησή τους αναβάλλεται διαρκώς, γεμίζοντας τη θηλυκή της υπόσταση με το αίσθημα της αέναης προσδοκίας και οδηγώντας την στη μυθοποίηση του ανδρικού υποκειμένου: «τρόμαξα κι εγώ μαζί με το βατραχάκι της γούρνας».
Το εικαστικό περιβάλλον της Μαρίας Μπαχά είναι ένα ποίημα υψηλής αισθητικής, ενώ το μουσικό/ηχητικό περιβάλλον του Τηλέμαχου Μούσα είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τη σύλληψη της σκηνοθέτιδος.
Το κείμενο του Θοδωρή Γκόνη, κατ’ ουσίαν μια ποιητική αλληγορία με πολλές και διαφορετικές σημάνσεις, εστιάζει στην παράδοξη σχέση της πρωταγωνιστικής γυναικείας φιγούρας με τη μυστηριώδη ανδρική φωνή, ενώ δίνει την ευκαιρία για ανάδυση της μνήμης, με τον τρόπο που το κάνει και ο Ρίτσος στη «Σονάτα του σεληνόφωτος»: εδώ, βέβαια, το σκηνικό είναι λευκό και σκληρό, περιφρουρημένο από την εικαστική εξεικόνιση και τα αντικείμενα που αφορούν –ως παραπληρωματικά– τις ιδιότητες που συνθέτουν την ανδρική φύση. Το κείμενο θίγει μια σειρά από ζητήματα: αυτό της ταυτότητας, του ετεροπροσδιορισμού, της περιθωριοποίησης, της γυναικείας ιδιοσυστασίας, της γυναικείας χειραφέτησης, της ηθικής ελευθερίας, της ρευστότητας του φύλου, ακόμη και ενός σχολίου πάνω στον θάνατο. Οικοδομώντας το μικροσύμπαν αναμονής αυτής της μεσσιανικής ανδρικής άφιξης, η γυναίκα άθελά της απελευθερώνεται από την τυραννία του «αενάως ελευσόμενου» που δεν εμφανίζεται ποτέ. Θυμήθηκα τους εξής στίχους του Γκόνη: «ξεχνούσα τον πόνο, ξεχνούσα τη δίψα και έλεγα λόγια που δεν ακούγονταν κι οι καλαμιές μού απαντούσαν για όλα αυτά που με περίμεναν, όχι λόγια, πράγματα, γεγονότα».
Το εικαστικό περιβάλλον της Μαρίας Μπαχά είναι ένα ποίημα υψηλής αισθητικής, ενώ το μουσικό/ηχητικό περιβάλλον του Τηλέμαχου Μούσα είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τη σύλληψη της σκηνοθέτιδος. Θεωρώ πως η Μαρία Ζορμπά έχει επιστρατεύσει όλη τη θεατρική της πείρα και πετυχαίνει, με ιδιαίτερα λεπταίσθητο και κομψό τρόπο, να απαρτιώσει ένα σκηνικό σύμπαν. Όμως (και αυτή είναι η μόνη μου επιφύλαξη), αυτό το σύμπαν αφορά περισσότερο έργα νατουραλιστικής δόμησης, τη στιγμή που το συγκεκριμένο κείμενο έχει υπερρεαλιστική υπόσταση. Έτσι, η κατάτμηση του γυναικείου χαρακτήρα σε τρεις γυναίκες ηθοποιούς μάλλον συσκοτίζει τη συνειδησιακή ροή παρά την αναδεικνύει.
Η Μυρτώ Αλικάκη δίνει τον καλύτερό της εαυτό, καθώς με βραχνή φωνή και έντονο αυτοσαρκασμό, υποδυόμενη άψογα τη μικρή χωλότητα του γυναικείου αυτού προσώπου, παράγει μια μοναδική ατμόσφαιρα όσο παραμένει μόνη της επί σκηνής. Μόλις όμως εμφανίζονται οι πολύ καλές ηθοποιοί Αιμιλία Παπαχριστοφίλου και Νικόλ Κοροντζή (οι δύο άλλες εκδοχές του ίδιου προσώπου), αυτομάτως στην αντίληψη των θεατών επέρχεται μια κατάτμηση του εκφωνούμενου ποιητικού κειμένου. Αυτή εμπλουτίζει μεν το παραστασιακό γεγονός και είναι εφεύρημα αρκετά εντυπωσιακό (οι δύο νεαρές ηθοποιοί ήταν πραγματικά εξαιρετικές), όμως παράλληλα επιφέρει και σύγχιση: σαν να εγκλωβίζεται σε συγκεκριμένη εικονοπλασία ένα κείμενο που δεν κυριολεκτεί και που, κατά την άποψή, μου δεν χρήζει θεατρικής παράστασης.
Δεν αποκλείεται στις προθέσεις του Θοδωρή Γκόνη να εμπίπτει ένα είδος κριτικής πάνω στη χειριστική λειτουργία του απόντος άνδρα, με τον παράλληλο ευαγγελισμό της οριστικής χειραφέτησης του γυναικείου υποκειμένου απ’ αυτόν. Με άλλα λόγια, ένας άνδρας να μιλά για την υποστασιοποίηση της γυναίκας που απαλλάσσεται από τους άνδρες. Η αναμονή της είναι όντως εντυπωσιακή, οι διαδικασίες προετοιμασίας της υποδοχής του όντως αισθησιακές. Τέλος, η μη-άφιξή του όντως υπαρξιακά φέρει το σήμα ενός ξεκινήματος, μαζί με την αύρα της θάλασσας.
Η αποξένωση, τα βαρίδια της θηλυκής υπόστασης, το άχθος της ανδρικής φιγούρας που επικρέμαται αλλά παραμένει απούσα, όλα για μένα συνέθεσαν τον ποιητικό καμβά ενός θηλυκρατούς κλίματος με σαφείς ψυχαναλυτικές προεκτάσεις...
Η αίσθηση που μου άφησε η ακρόαση του ποιητικού κειμένου με οδήγησε απευθείας στους υψηλούς βράχους μιας παράκτιας μεσογειακής χώρας όπου, σε οδυνηρή γειτνίαση με κάποια σφαγεία και κάποια ερειπωμένα μεσαιωνικά κάστρα, η αρχετυπική Γυναίκα ρίχνει μια ικάρεια βουτιά στο άπειρο, επιζητώντας να ενωθεί τελεσίδικα με το συγγενές της υγρό στοιχείο. Η αποξένωση, τα βαρίδια της θηλυκής υπόστασης, το άχθος της ανδρικής φιγούρας που επικρέμαται αλλά παραμένει απούσα, όλα για μένα συνέθεσαν τον ποιητικό καμβά ενός θηλυκρατούς κλίματος με σαφείς ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, που δεν χρειαζόταν τη σκηνοθετική υπογράμμιση για να αναδειχθεί. Ίσως ακόμη και να μην χρειαζόταν καν την ερμηνεία, ίσως-ίσως ούτε καν την απαγγελία.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.