Για τη νουβέλα της Λίλας Τρουλινού «Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης – Μεταμορφώσεις» (εκδ. Περισπωμένη).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η νουβέλα είναι το δυσκολότερο, αλλά παράλληλα και το αρτιότερο λογοτεχνικό είδος: στη νουβέλα μπορείς να εξαντλήσεις το θέμα μιας ολόκληρης ζωής, προεκτείνοντας ένα στιγμιότυπο στο άπειρο. Οι διαφορετικές χρονικές στιγμές συρρικνώνονται σε μια κατ’ επιλογήν ροή του χρόνου, σε αμιγή λογοτεχνική επινόηση, που στη νουβέλα της Λίλας Τρουλινού «Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης – Μεταμορφώσεις» (εκδ. Περισπωμένη) είναι πρωτότυπη, διαφορετική, προκλητική.
Η Χρυσοβαλάντη θυμίζει τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή του Ελ Γκρέκο και μπορεί κάλλιστα να υποδυθεί τον Διόνυσο σε μια βακχική εξεικόνιση.
Δυο νεαρές καθηγήτριες σε Επαγγελματικό Λύκειο αγροτικής επαρχίας της Κρήτης, η Ιωάννα, φιλόλογος, και η Σμαραγδή, αισθητικός, γιορτάζουν τα πέντε χρόνια της γνωριμίας τους ανακαλώντας τη γνωριμία δύο δίδυμων μαθητών, ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού, η ομοιότητα και η αιμομεικτική συνύπαρξη των οποίων κλιμακώνεται με ονειρικό τρόπο. Η Χρυσοβαλάντη θυμίζει τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή του Ελ Γκρέκο και μπορεί κάλλιστα να υποδυθεί τον Διόνυσο σε μια βακχική εξεικόνιση. Ο δίδυμος αδελφός της, ο Ονούφρης, διαφέρει ελάχιστα ως προς το δέμας, εφόσον το σφρίγος της νεότητας αφανίζει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη γωνιώδη αρρενωπότητα και τη θηλυκή καμπυλότητα: η ανάπτυξη αυτού του δυναμικού ανύσματος περνά από ένα τριχωτό πέλος εσωτερικής καμπυλότητας που εγγίζει τη ζωώδη υπογάστρια περιοχή του εφήβου και εξακοντίζεται, ως ρευστή ταυτότητα φύλου, στο έκθαμβο βλέμμα της καθηγήτριας για να συναντήσει τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου.
Οι μαγικές διαστάσεις του χρόνου
Για την ευαίσθητη συγγραφέα, που μέσα από το ιστορικό πρίσμα διηθεί την εμπειρία της κρητικής υπαίθρου και την τοποθετεί στο σήμερα με αναπάντεχες συνδέσεις, ο χρόνος προσλαμβάνει μαγικές διαστάσεις. Είναι διαφορετικός ο ροϊκός, ηρακλείτειος χρόνος στη σκηνή της κολύμβησης στη θάλασσα του Ομπρόγιαλου, και διαφορετικός ο στατικός, ακινητοποιημένος χρόνος στη σκηνή της καταβύθισης στο πηγάδι: ιδιαίτερα θα ήθελα να σταθώ στη σχεδόν ζωγραφική απόδοση του οράματος μέσα στο φρέαρ, όταν η Ιωάννα βιώνει την κίνηση των λιθόστρωτων τοιχωμάτων, τον θόλο της παράδοξης πηγής φωτός, τα «ρετάλια από φυλλώματα», τα θραυσματικά στοιχεία πανίδας και χλωρίδας, τελικά το θυσιαστικό μοτίβο που εγκυμονείται στο όραμα αυτό. Το ζεύγος των αδελφών είναι σύστοιχο ενός μεσαιωνικού θρύλου για τα Λυγένια Πηγάδια: του θρύλου της Βαλεντίνης και του Ονόφριου, που με την αγάπη τους κατάργησαν τα στερεότυπα περί ομορφιάς και τους ρόλους των φύλων. Τα Λυγένια Πηγάδια της Λίλας Τρουλινού είναι ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, που συγκροτεί σε ψηφίδες κάθε επιμέρους έκφανση του χρόνου και την εναποθέτει στον καμβά της πραγματικότητας με το αλφάδι του γυναικείου ψυχισμού. Καθώς δε η ρευστότητα του φύλου στα μάτια της αφηγήτριας γίνεται έκκεντρη, επαναστατική, στο παλίμψηστο εντάσσονται υπερρεαλιστικές μνήμες και συντίθενται σπειροειδείς τοιχογραφίες που κινούνται με επιταχυνόμενο ρυθμό έως την κορύφωση του τέλους.
Είναι τα εικονογραφημένα σφενδόνια ενός υστεροβυζαντινού ναού σε θέση ν’ απεικονίσουν υποσυνείδητους φόβους, ενοχές και ιδιαιτερότητες που καθιστούν την Ιωάννα επιρρεπή στην απόκλιση;
Ποια είναι η ιδιοσυγκρασιακή δομή της Ιωάννας, της φιλολόγου, η διδακτορική μελέτη της οποίας αφορά τις κολαζόμενες γυναίκες στις απεικονίσεις εκκλησίας της Αναγέννησης; Είναι τα εικονογραφημένα σφενδόνια ενός υστεροβυζαντινού ναού σε θέση ν’ απεικονίσουν υποσυνείδητους φόβους, ενοχές και ιδιαιτερότητες που καθιστούν την Ιωάννα επιρρεπή στην απόκλιση; Ένα πολύπτυχο εικονοστάσιο δαντικής Κολάσεως περιλαμβάνει τόσο τις ρίζες όσο και το τραύμα, τόσο ίχνη παγανισμού (στην υπερεκχείλιση των ποταμών, λόγου χάριν), όσο και στοιχεία τελετουργικής κάθαρσης (κατά την εμβάπτιση στο νερό). Την αφηγήτρια την απασχολούν το au dessous, το σκιώδες, η βουή του ονείρου: μαύροι δαίμονες σε κόκκινο φόντο, ο ακοίμητος σκώληξ που επιτελεί τη θεοστυγή του διακονία, ο τριγμός των οστών και ο βρυγμός των οδόντων των γυναικών που τιμωρούνται για αλαζονεία, συκοφαντία, φθόνο, θυμό, λαιμαργία, μέθη, πορνεία. Και για άρνηση της μητρότητας ή του θηλασμού. Φίδια βυζαίνουν από τα στήθη της Αποστρέφουσας τα Νήπια και δηλητηριάζονται.
Η «οικογένεια των νταήδων»
Πώς όμως διαρθρώνονται οι σχέσεις στα πλαίσια αυτής της μυστηριώδους, παλαιού τύπου κοινωνίας; Ποια είναι η «οικογένεια των νταήδων» απ’ όπου προέρχονται τα δίδυμα αδέλφια; Σκόπιμα η φιγούρα του πρώην βαρυποινίτη (αλλά κι αμετανόητου ροκά) πατέρα των διδύμων έρχεται σε αντίθεση προς το θηλυκρατές πνεύμα που επικρατεί στην ιδιότυπη οικογένεια. Τα ζεύγη των αντιθέσεων γίνονται τριάδες, τρίπτυχα με το αρσενικό και το θηλυκό εκ δεξιών κι εξ ευωνύμων, αντίστοιχα, της μητρικής φιγούρας της δασκάλας. Η εμπειρία ζωής που καθιστά το βλέμμα της Ιωάννας τόσο διεισδυτικό αφορά μιαν ειδική μορφή ευαισθησίας, καθώς και έντονα κοινωνικά ζητήματα αντιπαλότητας (βεντέτας) που στην κανονική ζωή σπάνια έχουν αίσιο τέλος. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στην τάξη γίνεται προϋπόθεση σύναψης μιας ιδιότυπης σχέσης, όπου το νεαρό της ηλικίας της επιτρέπει στην καθηγήτρια να έρθει έντονα σε επαφή με τους δίδυμους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και με το κοινωνικό πλαίσιο απ’ όπου εκπορεύεται η ύπαρξή τους: τη θρησκόληπτη μητέρα τους και τον ονειροπόλο, βίαιο πατέρα τους. Ωστόσο, υπάρχει κάποιο όριο επιτρεπτού που παραβιάζεται, κάποιο ταμπού που καταρρίπτεται, ένα ζήτημα ηθικής που εγείρεται. Και, τελικά, παρά τη διακειμενική αναφορά στην Ιωάννα Καρυστιάνη, όλο αυτό το πλέγμα ανακινεί τις αναχρονιστικές αντιλήψεις περί βεντέτας που στοιχειώνουν την ορεινή Κρήτη.
Η αφήγηση είναι ρηξικέλευθη και απολαυστική, γιατί τολμά να είναι απόλυτα σαρκική.
Στις κύριες αρετές του βιβλίου θα κατέτασσα την αμεσότητα της γλώσσας, που δεν αναζητά το εξεζητημένο χάριν της εκζήτησης, αλλά ελίσσεται μεταξύ των εποχών και αρδεύει τον πλούτο της από τη γόνιμη παράδοσή μας. Δεύτερον, τη γλαφυρή απόδοση της ατμόσφαιρας και των ρυθμών που χαρακτηρίζουν την ελληνική επαρχία, με όλες τις παραμέτρους μυστικισμού και με όλες τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις και τις πρακτικές αυτοδικίας που τη στιγματίζουν. Τρίτον, την τρυφερή αναφορά της συγγραφέως στην ιδιοσυστασία της εφηβικής ψυχής, που, παγιδευμένη σ' έναν περίκλειστο κοινωνικό ιστό, αναπόφευκτα γίνεται μέτοχος της αγριότητας και της λαγνείας του: η νουβέλα είναι δελεαστική για όποιον ζει μαζί με τη σπουδάζουσα νεολαία (ως εκπαιδευτικός, ή ως γονέας, ή υπό άλλη ιδιότητα) και γνωρίζει το ιδιόλεκτό της και το φλερτ της με τους Νόμους της Λεπίδας και του Θανάτου.
Η αφήγηση είναι ρηξικέλευθη και απολαυστική, γιατί τολμά να είναι απόλυτα σαρκική. Καταργεί τα ψευδεπίγραφα κριτήρια του κάλλους και γδέρνει την επιφάνεια των πραγμάτων για ν’ αποκαλύψει πρωτόγνωρες αισθήσεις και σοκαριστικά αποκαλυπτικό ερωτισμό, που συνομιλεί με τη σειρά των σχεδίων της Παγώνας Ξενάκη. Είναι, δε, απόλυτα ροκ η γραφή της Λίλας Τρουλινού, γιατί θραύει την προσδοκώμενη αφηγηματική «ευπρέπεια» τόσο σε ό,τι αφορά την άρση των προκαταλήψεων και την περιφρόνηση της κοινωνικής κριτικής, όσο και σε ζητήματα ενατένισης και παραξενισμού όπου στοχεύει με ευθύβολο γυναικείο ένστικτο. Επιτυγχάνει, πάνω απ' όλα, τη λεπταίσθητη πραγμάτευση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, καθώς η πρωταγωνιστική μορφή υπερβαίνει τα στερεότυπα του φύλου και διαπιστώνει εμπράγματα τη δισυπόστατη φύση του ανθρώπινου όντος.
Η διαφορετικότητα είναι, αναμφίβολα, το λογοτεχνικό ερέθισμά της, όμως η διαφορετικότητα αναστρέφεται σε ενδοσκόπηση και γλυκαίνει με το ψιμύθιο της συμμετρικής γυναικείας persona που επινοεί: η Σμαραγδή, η αισθητικός, συνοδεύοντας κάθε επιμέρους εικονοπλασία με την ατέλειωτη ακολουθία των συνέργων του μακιγιάζ της, είναι ο απαραίτητος δεύτερος όρος για να εξισορροπήσει αυτό το εκρηκτικό μείγμα γυναικείας φιλίας και να δικαιώσει τη φράση «το μέλλον είναι γυναίκα».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).