Για την παράσταση «Blue Train», του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο ΑΛΜΑ, κάθε Δευτέρα & Τρίτη, μέχρι τις 26 Νοεμβρίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Κάθε γενιά νέων είναι φυσιολογικό να αντιδρά απέναντι στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και στην οικογένεια, να αμφισβητεί και να επιδιώκει την καινοτομία, να οραματίζεται την αυτάρκεια. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει μια σειρά από ματαιώσεις που συχνά διογκώνονται και υπερτονίζουν την απομόνωση, ανοίγοντας έντονο το αίτημα για επικοινωνία και ανθρώπινη επαφή: αυτό είναι το θέμα του «Blue Train» του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, που ανεβαίνει στο θέατρο «Άλμα» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν, με τους Σπύρο Χατζηαγγελάκη, Γιώργο Μπένο, Αναστασία Στυλιανίδη, Γιάννη Τσουμαράκη και Λουκία Πιστιόλα.
Υπήρξε όντως ένα «Blue Train»: ένα συμβατικό γκέι μπαρ στον Κεραμεικό, που λειτουργούσε σε εποχές όπου ο όρος «γκέι μπαρ» είχε κάποιο νόημα. Καλώς ή κακώς, ο χαρακτηρισμός φαντάζει ξεπερασμένος το 2024, όπου πλέον μια πανσεξουαλική (ή ασεξουαλική) μυστική συμφωνία έχει συναφθεί ώστε να μην υπάρχουν γκέτο ερωτικών προτιμήσεων. Παρ’ όλα αυτά, το blue train του έργου είναι σύμβολο στοχαστικής ενατένισης, καλλιτεχνική δημιουργία, ένα είδος νοσταλγίας ή και απομυθοποίησης εκείνης της «ελαφρότερης» εποχής: οι τότε έφηβοι είναι τώρα λίγο πριν ή λίγο μετά τα σαράντα. Έτσι, ο Μιχάλης, αντιπροσωπευτικός της «γενιάς Χ», θαμώνας των μπαρ και των γυμναστηρίων και κάτοικος Γκαζιού, ξυπνά μια Κυριακή με hangover και δέχεται πρώτα την επίσκεψη της μητέρας του, μετά δέχεται την «κολλητή» του, μετά τον πρώην του και, τέλος, έναν ευκαιριακό εραστή πολύ νεώτερό του.
Ο ήρωας επιλέγει να συνεχίσει την αντικομφορμιστική του πορεία στη ζωή κι ας κλείνει σε λίγο τα 45, περιφρονώντας κάθε μορφή «ευθυγράμμισης» προς τις προσδοκίες των άλλων και μη προσβλέποντας σε κάτι καλύτερο.
Ο Μιχάλης επιμένει να ζει τυχοδιωκτικά, μέρα τη μέρα, είτε γιατί έχει απονοηματοδοτήσει όλο το αξιακό σύστημα της μητέρας του, είτε γιατί έχει απορρίψει άρδην τον πατέρα του αποκαλώντας τον «ο άντρας σου», είτε γιατί οι φίλοι του (περιλαμβανόμενου του πρώην του) έχουν κάνει πιο «βολικές» (ή πιο «μικροαστικές») επιλογές. Δεν αλλάζει κάτι: ο ήρωας επιλέγει να συνεχίσει την αντικομφορμιστική του πορεία στη ζωή κι ας κλείνει σε λίγο τα 45, περιφρονώντας κάθε μορφή «ευθυγράμμισης» προς τις προσδοκίες των άλλων και μη προσβλέποντας σε κάτι καλύτερο.
Μια Κυριακή πρωί, όπως μια Κυριακή της δεκαετίας του ‘80
Αυτές οι διαδοχικές επισκέψεις αναπόφευκτα με «έστειλαν» στο «Torch Song Trilogy» του Χάρβεϊ Φέρστιν: ένα κοινωνικό δράμα του 1988 (που στην Ελλάδα το είχε ανεβάσει ο Ποταμίτης ως «Ερωτική Τριλογία») όπου οι χαρακτήρες της μητέρας, της κολλητής φίλης, του εραστή δομούνται βάσει της ίδιας αρχής: πως, δηλαδή, παρά το γεγονός ότι οι γενεές δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, οι βασικοί ψυχικοί σύνδεσμοι, οι βασικές αναστολές, οι θεμελιώδεις πιέσεις, η κρίση της ηλικίας, οι παράγοντες απομόνωσης και περιθωριοποίησης παραμένουν πεισματικά ολόιδιοι μέσα στις δεκαετίες. Ο ευαίσθητος, ο «διαφορετικός», σ’ εκείνο το σενάριο θυματοποιείται και το έργο του Φέρστιν εξελίσσεται σε κοινωνικό δράμα.
Στο έργο του Ευαγγελάτου τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά (παρόλο που υπάρχουν και σήμερα κοινωνικά δράματα στην επαρχία ή σε κάποια επαρχιακών δομών νοικοκυριά της Αθήνας): το σύνηθες σήμερα είναι οι γονείς και οι δάσκαλοι να αποδέχονται, θέλοντας και μη, τις ερωτικές ιδιαιτερότητες των παιδιών τους – ευτυχώς, θα έλεγα, μια και τα ρεύματα των καιρών δικαιώνουν την απόκλιση, το non binary, όλα όσα θα σόκαραν θανάσιμα στις προηγούμενες δεκαετίες. Όχι ότι σήμερα δεν σοκάρουν τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής οικογένειας, αλλά (τέλος πάντων) έχουν γίνει βήματα προς τη διάνοιξη απελευθερωτικών δικλείδων για τους άλλοτε περιθωριακούς.
Γι ’αυτό με εξέπληξε το γεγονός ότι η πιεστική μητέρα στο «Blue Train» του κ. Ευαγγελάτου θύμιζε κατά πολύ τη μητέρα ενός γκέι της δεκαετίας του ’80 – σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. Δηλαδή σιωπηρά (και χωρίς λεκτικές αναφορές στο θέμα) αυτή η μητέρα ανέχεται την ιδιαιτερότητα του παιδιού της, όμως το βαθύτερο είναι της αντιδρά και επιμένει να «αποκαταστήσει» κοινωνικά και υπαρξιακά τον κανακάρη της με μια «straight» επιλογή: κατ’ ουσίαν τις επιλογές του δεν τις αποδέχεται.
Αντ’ αυτών, έχει το δικό της σενάριο να προτείνει, το σύνηθες: δηλαδή συντροφικότητα, μια που τα γεράματα είναι σκληρά, άπονα και μοναχικά, καλύτερο σπίτι «και όχι αυτό το αχούρι», υγιέστερες συνήθειες και «όχι να μπεκροπίνεις κάθε βράδυ», καταστάλαγμα και ωρίμανση με το έτσι θέλω, «γιατί δεν είσαι πια νέος, κι ας μην το παραδέχεσαι». Όλο το «πακέτο» των τρομακτικών κωδώνων κινδύνου που κάθε παλιμπαιδίζων σαραντάρης θα φοβόταν και απέναντι στους οποίους θα κώφευε. Μια κάποια επαναληπτικότητα στον προβληματισμό που διέκρινα ίσως να οφείλεται στην κάπως επίπεδη σκηνοθετική προσέγγιση του έργου: οι παρουσίες διαδέχονται γραμμικά η μία την άλλη, σαν σε προκαθορισμένο ραντεβού, χωρίς να υπάρχει οργανικά κάποιος μυθοπλαστικός ιστός που να τις συνδέει – αυτή είνα ααι μια βασική αδυναμία της παράστασης.
Carpe diem και σεξουαλικός μονόδρομος
Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης ερμηνεύει θαυμάσια τον ρόλο του Μιχάλη, γεμίζει τη σκηνή και αφήνει στο κοινό ανοιχτά τα περιθώρια για ταύτιση. Το πιο πιθανό είναι ένας σαραντάρης σημερινός να ταυτισθεί με το έργο του Ευαγγελάτου – είναι όμως δύσκολο να ταυτισθεί και ένας εξηντάρης με το έργο: οι boomers βίωσαν την καταπίεση μιας ανοιχτά συντηρητικής κοινωνίας και όσοι απ’ αυτούς ήταν γκέι γνώρισαν το κρυφό, αχαλίνωτο σεξ φλερτάροντας τους ευκαιριακούς τους συντρόφους σε συγκεκριμένα, περιθωριακά «στέκια» φορτισμένα με ενοχή και (αναπόφευκτα) με τον αισθησιασμό που απορρέει από την ενοχή. Η επικοινωνία και η επαφή δεν ήταν το βασικό έλλειμμά τους. Το βασικό έλλειμμά τους ήταν η αποδοχή και η ελευθερία.
Η επικοινωνία και η επαφή δεν ήταν το βασικό έλλειμμά τους. Το βασικό έλλειμμά τους ήταν η αποδοχή και η ελευθερία.
Ο κος Ευαγγελάτος ανήκει σε μια γενεά που στερήθηκε εμφαντικά την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητάς της, τόσο λόγω του AIDS όσο και λόγω της γενικότερης συντηρητικής στροφής των δυτικών κοινωνιών, της απομύθευσης του αρσενικού και της αναδίπλωσης των ανθρώπων στον εαυτό τους (η πανδημία του COVID έδωσε και το τελειωτικό χτύπημα). Εκ των πραγμάτων το άγγιγμα και το «ξεδίπλωμα» της ευαισθησίας έχουν γίνει συνθήκες δυσεπίτευκτες και οι ψυχολόγοι έχουν δει την πελατεία τους να πληθαίνει.
Τα γκέι άτομα αυτής της γενιάς είδαν να απονοηματοδοτείται ο παλιός, «ηρωϊκός» χαρακτήρας του επαναστάτη γκέι που μαχόταν για το δικαίωμα στην ερωτική του επιλογή. Αυτό συνέβη, είτε γιατί σήμερα επιβάλλεται να είναι όλοι politically correct και να υποδύονται πως τάχατες δεν τους σοκάρει η ερωτική ιδιαιτερότητα, είτε γιατί όντως το να τα βάζει ένας γκέι με την κοινωνία αποδείχθηκε ατελέσφορο, είτε, τέλος, γιατί ο σύγχρονος καπιταλισμός προσφέρει άφθονες πορνογραφικές διεξόδους στην εκτόνωση της επιθυμίας. Ίσως, δυστυχώς, μόνο της επιθυμίας, και όχι απαραίτητα και της ψυχικής επαφής. Αυτό το αποδεικνύουν και οι βραχύβιοι γάμοι της εποχής μας, όπως και η ευκολία εναλλαγής ερωτικού συντρόφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οπωσδήποτε τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων.
Τι γίνεται όμως σήμερα με τους πραγματικά ευαίσθητους ανθρώπους, αυτούς που δεν θέλουν να διανύσουν τη ζωή τους σ’ ένα ροζ συννεφάκι, σ’ έναν ασφαλή, περίκλειστο και προστατευτικό κλοιό, στα πλαίσια μιας μονογαμικής σχέσης και, βεβαίως, δεν θέλουν να εναρμονιστούν με τη γραμμή της οικογένειάς τους; Τι γίνεται με τους πραγματικά διαφορετικούς, εκείνους των οποίων οι επιλογές είναι ούτως ή άλλως ριζοσπαστικές και καινοτόμες, εκείνους που σε κάθε περίπτωση θα συγκρούονταν με το status quo; Και, προπάντων: τι γίνεται με τη σεξουαλική ελευθερία;
«Σε έχω ανάγκη» ή «είσαι το σημείο αναφοράς μου»
Το «Βlue Train» αφήνει το σεξ απλώς να πλανάται, ως συνθήκη ελάχιστα επικοινωνιακή. Κατά βάσιν αντιμετωπίζει το σεξ ως δευτερεύον, επικαλούμενο το συναίσθημα με τη φράση «Σε έχω ανάγκη». Προτείνει την επικοινωνία και τη συνύπαρξη ως πανάκεια για την υπαρξιακή μοναξιά και τον φασισμό των άλλων. Ο συγγραφέας συμπάσχει με τους ανθρώπους της γενεάς του, που δεν «ενηλικιώθηκαν» ποτέ, γιατί μεγάλωσαν με το δεδομένο ότι θα τους προστάτευε ες αεί ο ασφαλής κλοιός της οικογένειας: ένα σταθερό «σημείο αναφοράς» που σε πρώτο επίπεδο ενσαρκώνεται από τη μητέρα.
Ο συγγραφέας συμπάσχει με τους ανθρώπους της γενεάς του, που δεν «ενηλικιώθηκαν» ποτέ, γιατί μεγάλωσαν με το δεδομένο ότι θα τους προστάτευε ες αεί ο ασφαλής κλοιός της οικογένειας...
Η Λουκία Πιστιόλα είναι αρκετά πειστική στον ρόλο της μητέρας, που τον φιλοτεχνεί με χιούμορ. Επιπλέον, ο Ευαγγελάτος επισημαίνει την επικοινωνιακή δυστοκία που ταλανίζει τον σύγχρονο σαραντάρη, την αδυναμία του να διεκδικήσει μιαν αγκαλιά, την αναπηρία του στο να αγγίξει τον άλλον: και αυτό φαίνεται έντονα στη σκηνή με την «κολλητή», που πάσχει ακριβώς από το ίδιο σύνδρομο (ενισχυμένο από τον ρόλο της ως μητέρας ενός παιδιού). Πολύ ενδιαφέρουσα persona αυτή η (άλλοτε ελευθεριάζουσα) «κολλητή» των νεανικών χρόνων, που δικαιωματικά διαδραματίζει τον ρόλο της ισόβιας συντρόφου, προκρίνοντας τη φιλία τους έναντι κάθε άλλης ερωτικής ή φιλικής σχέσης. Η Αναστασία Στυλιανίδη γεμίζει τη σκηνή με τη γοητευτική της παρουσία, αποδίδοντας με ακρίβεια τον τύπο της ματαιωμένης, ψιλοϋστερικής σαραντάρας που βαδίζει μόνη την ανωφέρεια της ζωής της έχοντας τον γκέι «κολλητό» της ως μοναδικό ασφαλές «σημείο αναφοράς».
Ακολουθεί ο περίφημος «πρώην», της ίδιας γενεάς με τον Μιχάλη, που τον επισκέπτεται για να τον καλέσει στο πάρτυ του «συμφώνου συμβίωσής» του: αυτό είναι το πρώτο πραγματολογικό στοιχείο του έργου που φέρνει τον προβληματισμό στο σήμερα. Ο Γιώργος Μπένος υποδύεται τον «πρώην» με ευαισθησία και ακρίβεια στην αναφορά σε οικείες καταστάσεις. Λειτουργεί θαυμάσια στο πλαίσιο αυτής της «εκκρεμότητας» που για όλους τους ανθρώπους είναι τόσο γνώριμη και συγκινητική: η σχέση που είχε όλες τις συναισθηματικές προδιαγραφές να διαρκέσει αλλά προσέκρουσε στη διαφορά αντίληψης και υπέστη τη φθορά του χρόνου σε ερωτικό επίπεδο, άφησε όμως πίσω της κι αυτή ένα σταθερό «σημείο αναφοράς».
Και, τέλος, τον επισκέπτεται ο εικοσάχρονος (γενεάς Ζ) νεαρός one night stand που πριμοδοτεί το σεξ ως test drive για κάθε περαιτέρω δέσμευση: είναι ο μόνος που ακόμη δεν έχει υποστεί διαψεύσεις, απλώς ζει έντονα την κάθε στιγμή με την έπαρση που χαρίζει η ελευθερία κινήσεων και με την ανερμάτιστη αισιοδοξία και τον ρομαντισμό κάθε εικοσάχρονου. To σεξ ευλόγως το βλέπει ως άθλημα, ως απόρροια της στιγμιαίας διέγερσης, ως «φάσωμα» και ως καθημερινή απόλαυση, χωρίς να του δίνει τις προεκτάσεις που ένας σαραντάρης είναι φυσικό να του προσάπτει. Εδώ το έργο φέρνει στο σήμερα το δίπολο «τεκνό»/«daddy», σε όλη την αρχετυπική του μεγαλοπρέπεια: η διαφορά γενεάς είναι βέβαια σχηματική, πρόκειται αναμφίβολα για παιχνίδι ρόλων, όμως ποιος είπε ποτέ ότι οι άνθρωποι δεν αρέσκονται στους ρόλους, ή ότι προτιμούν μια σχέση αμοιβαίας αποκάλυψης, αμοιβαίας χαλάρωσης, υπέρβασης των ερωτικών/πορνογραφικών φετίχ, ουσιαστικής επικοινωνίας; Ο Γιάννης Τσουμαράκης υποδύεται πολύ πετυχημένα τον σημερινό νέο που, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, φέρνει τον ήρωα μπροστά στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματός του.
Το τρωτό κάθε χαρακτήρα και η αδυναμία του να σταθεί στα πόδια του δεν παρίσταται, σώνει και καλά, ως απόρροια της ερωτικής του ιδιαιτερότητας.
Συνολικά, οι χαρακτήρες που φιλοτεχνεί ο κύριος Ευαγγελάτος, παρότι ξαναειδωμένοι, παραμένουν ενδιαφέροντες και, σε διαφορετικό άξονα καθένας, εκδιπλώνουν έντονη ευαισθησία και ευαλωτότητα. Το τρωτό κάθε χαρακτήρα και η αδυναμία του να σταθεί στα πόδια του δεν παρίσταται, σώνει και καλά, ως απόρροια της ερωτικής του ιδιαιτερότητας. Και αυτή ακριβώς η ανθρώπινη παράμετρος, ως εύστοχη επισήμανση του συγγραφέα, είναι που κάνει το έργο του ελκυστικό και που προεκτείνει την προβληματική του σε καθέναν από μας.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.