
Για την παράσταση του Κρατικού Θέατρο Βορείου Ελλάδος «Πλούτος» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα, η οποία παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στις 19 & 20 Ιουλίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το 388 π.Χ. με τον «Πλούτο» ο Αριστοφάνης αναζητά ένα πραγματοποιήσιμο μοντέλο αναδιανομής του πλούτου στην Αθήνα μετά το τέλος του 27ετούς Πελοποννησιακού Πολέμου, και κατά την προσπάθεια της Αθήνας να ανακτήσει το χαμένο έδαφός της (Κορινθιακός πόλεμος: 395-387). Οι μικρομεσαίοι της εποχής προσβλέπουν σε οικονομική ανάκαμψη, ενώ η αγροτική τάξη έχει περιέλθει σε πλήρη πτωχοποίηση. Τοκογλύφοι, θεομπαίχτες και λαμόγια λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο. Ο Γιάννης Κακλέας κατεβάζει στην Επίδαυρο την παραγωγή του «Πλούτου» από το Κ.Θ.Β.Ε., στην ελεύθερη απόδοση που έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος. Μια παράσταση πλούσια, πληθωρική, πανάκριβη, αρκετά διασκεδαστική και σχετικά συμβατική – τίποτε το εξαιρετικό δεν κομίζει στην προσέγγιση της κωμωδίας. Πλην όμως ακολουθεί το ύφος λαϊκισμού που κερδίζει το κοινό του αργολικού θεάτρου και επικαιροποιεί έξυπνα το κείμενο του Αριστοφάνη.
Για ν’ αλλάξει η μοίρα του φτωχού πρέπει να τρελαθεί ο θεός;
Ο (αν όχι πάμφτωχος, πάντως) οικονομικά ζορισμένος Χρεμύλος διερωτάται αν πρέπει να αναθρέψει τον γιο του στρέφοντάς τον προς την αδικία, μήπως κι έτσι τύχει μιας καλύτερης μοίρας στη ζωή του. Ο χρησμός των Δελφών τον οδηγεί να ακολουθήσει τον τυφλό γέροντα Πλούτο, ο οποίος συστήνεται ως θύμα του Δία, «που φθονεί τους ανθρώπους». Ο βραβευμένος ηθοποιός Μάνος Βακούσης είναι ένας συγκινητικός Χρεμύλος, με σωστή «ατάκα» και αίσθηση του χιούμορ, που ερμηνεύει σε έντονη διάδραση με το κοινό (είχε ερμηνεύσει τον Βλεψίδημο στον «Πλούτο» του Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, το 2018).
Ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης μάς δίνει έναν εξαιρετικό Πλούτο, ξεκαρδιστικό, χωρίς τα συνήθη μαύρα πανιά στα μάτια του, έναν Πλούτο που (καθώς κατοικεί στον οπισθόδομο του Παρθενώνα και παρά το γεγονός ότι ο Δίας τον έχει, προσώρας, τυφλώσει) βλέπει και αντιλαμβάνεται τα πάντα. Η υπόσχεσή του στον Χρεμύλο είναι πως στο εξής (για να εκδικηθεί τον Δία) θα συχνάζει αποκλειστικά στα σπίτια των τίμιων και ενάρετων πολιτών. Τα «έχει παίξει» τελείως ο Πλούτος; Όχι. Το ζήτημα είναι η δύναμη διαφθοράς που διαθέτει, ώστε να μετατρέψει τους τίμιους και τους ενάρετους σε άτιμους και ανήθικους. «Το θέμα είναι κατά πόσο ο πλούτος είναι η λύση σε μια κοινωνία η οποία βρίσκεται σε αξιακή κρίση», λέει ο πρωταγωνιστής.
Ο Κακλέας στη θέση των χωρικών βάζει τη νεανική παρέα του δούλου Καρίωνα: ο Γιάννης Σύριος ως Καρίωνας είναι πολύ πειστικός...
Στο κείμενο του Αριστοφάνη συνέρχονται οι Αθηναίοι χωρικοί (υγιές στοιχείο της αθηναϊκής κοινωνίας, πληγέν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο), ώστε να αποτελέσουν τον λειτουργικό Χορό αυτής της κωμωδίας. Ο Κακλέας στη θέση των χωρικών βάζει τη νεανική παρέα του δούλου Καρίωνα: ο Γιάννης Σύριος ως Καρίωνας είναι πολύ πειστικός, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας του, παραμένει όμως «ένας ανάμεσα στους πολλούς». Ο λόγος και το τραγούδι που εκφωνείται από τον Χορό είναι «ραπ» και αφορά τους προβληματισμούς (περί καριέρας, εισοδήματος, ταξικής συνείδησης και ηθικής) της σύγχρονης νεολαίας.
Η νεανική ομήγυρις οδηγεί τον ρακένδυτο Πλούτο στον ναό του Ασκληπιού, ελπίζοντας πως ο Πλούτος θα ανακτήσει τη νεότητα, το σφρίγος και την όρασή του. Και τότε εμφανίζεται, τρομακτική μέσα στο άσπρο υποβλητικό κοστούμι της, η πρώτη Πενία – η πιο οικεία θεότητα του εξαθλιωμένου αθηναϊκού όχλου. Ακολουθούν, δίνοντας η μια τη σκυτάλη του λόγου στην άλλη, άλλες τρεις εντυπωσιακές Πενίες, στυγνές, μακιγιαρισμένες βαμπιρικά σαν Ερινύες και ντυμένες πανομοιότυπα στα λευκά (Πολυξένη Σπυροπούλου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Άννα Ευθυμίου και Κλειώ Δανάη Οθωναίου). Πολύ θετικό στοιχείο της παράστασης.
«Δεν θα με πείσεις, ακόμη κι αν με πείσεις!»
Ακολουθεί ένας αγώνας λόγων (με βήμα, και όλα τα σχετικά) ανάμεσα στην Πενία και τον Χρεμύλο. Η Πενία υποστηρίζει τον καθοριστικό της ρόλο στη διαμόρφωση ήθους στο σώμα των πολιτών, ενώ ο Χρεμύλος τάσσεται σθεναρά υπέρ της κατανομής του πλούτου στις τάξεις των αδικημένων, των ψωριασμένων και των χειρωνακτών:
«αἰτοῦσιν οὐκ ἀργύριον οἱ χρηστοί. ὁ μὲν ἵππον ἀγαθόν, ὁ δὲ κύνας θηρευτικάς», λέει ο Χρεμύλος.
Και ο πιο χύδην, πρακτικός (και λίγο κατεργάρης) Καρίωνας απαντά:
«αἰσχυνόμενοι γὰρ ἀργύριον αἰτεῖν ἴσως ὀνόματι περιπέττουσι τὴν μοχθηρίαν».
Ο κύριος Κακλέας βγάζει τον τύπο του Καρίωνα από την περίοπτη θέση που του είχε δώσει ο Αριστοφάνης: «Ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ᾽ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, δοῦλον γενέσθαι παραφρονοῦντος δεσπότου», λέει ο Καρίων, που εκφράζει μια κοινωνική τάξη που αναβαθμίζεται, διαμορφώνοντας έναν ανθρωπολογικό τύπο στο θέατρο που θα συνεχιστεί στον Μένανδρο και αργότερα στους Πλαύτο και Τερέντιο, για να φτάσει έως τον Μπέκετ.
Είναι αμφίβολο εάν ο αγώνας λόγων αποβαίνει εις βάρος των επιχειρημάτων της Πενίας (που τάσσεται κατά της δημοκρατικής αναδιανομής του πλούτου και υπέρ της ηθικοπλαστικής δύναμης που φέρει το «κεντρί της ένδειας»). Και ο Χρεμύλος βρίσκει λογικοφανή τα επιχειρήματα της Πενίας, όμως δεν προτίθεται να παραιτηθεί από την ανέλπιστη τύχη του.
Η Πενία αναφέρεται στον Πλούτο που κρύβεται στη φύση του ανθρώπου, τον αληθινό πλούτο, που ανευρίσκεται παράλληλη με την ανακάλυψη του εαυτού μας και δεν έχει σχέση με την οικονομική μας αναβάθμιση. Είναι αμφίβολο εάν ο αγώνας λόγων αποβαίνει εις βάρος των επιχειρημάτων της Πενίας (που τάσσεται κατά της δημοκρατικής αναδιανομής του πλούτου και υπέρ της ηθικοπλαστικής δύναμης που φέρει το «κεντρί της ένδειας»). Και ο Χρεμύλος βρίσκει λογικοφανή τα επιχειρήματα της Πενίας, όμως δεν προτίθεται να παραιτηθεί από την ανέλπιστη τύχη του. Της ψέλνει τα εξ αμάξης, της αποδίδει τα τρία κακά της μοίρας του («παιδαρίων ὑποπεινώντων καὶ γραϊδίων κολοσυρτόν, φθειρῶν τ᾽ ἀριθμὸν καὶ κωνώπων καὶ ψυλλῶν») και την πετάει έξω κακήν κακώς.
Για την ακρίβεια, πετάει έξω από τη σκηνή και τις τέσσερις εκδοχές της Πενίας που ευφυώς προτείνει ο Κακλέας. Στο μεταξύ, το θαύμα του Ασκληπιού πετυχαίνει (στο σκηνικό υπάρχει μόνιμα το χρυσό τοτέμ του), ο Πλούτος ανέλπιστα «τρελαίνεται» και με μια διονυσιακή διεργασία μεταμορφώνεται σε «χρυσό» σέξυ έφηβο. Κι ενώ η σκηνή γεμίζει με πλάκες χρυσού και άφθονο χρήμα, το πολυπόθητο μειράκιον βγαίνει αμήχανα από τη σκηνή. Το γέλιο, το χιούμορ και οι στίχοι που εκφωνεί/τραγουδά ο Χορός του Κακλέα αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις και καλά κάνουν –το ότι το κείμενο του Αριστοφάνη οφείλει να προσαρμόζεται στα ενδιαφέροντα και τα ερεθίσματα του σύγχρονου κοινού είναι αναμφισβήτητο– αλλιώς δεν θα μπορούσε να σταθεί σε μια σύγχρονη σκηνή.
Ο ράπερ «Τελευταίος Καλεσμένος» (που ανοίγει την παράσταση, κάνει ένα μουσικό intermezzo και κλείνει στο τέλος) κατά τη γνώμη μου λέει στίχους ενδιαφέροντες, μεστούς, χωρίς όμως την παραμικρή δραστικότητα: στα πλαίσια των συμφραζομένων, το μήνυμα αυτών των στίχων απονοηματοδοτείται. Αντίθετα, μου φάνηκαν λειτουργικά τα δύο τραγούδια του συγκροτήματος Χατζηφραγκέτα (που ενθουσίασαν το κοινό), κι επίσης έκρινα πως το τραγούδι «Χρήμα» της Nalyssa Green (διασκευή τραγουδιού του Αττίκ) ήταν απαραίτητο και συμπίπτει με μια από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης. Ο ρόλος του επί σκηνής μουσικοσυνθέτη Βάιου Πράπα είναι επίσης πολύ σημαντικός.
Μιούζικαλ με σύγχρονες σπόντες και χιούμορ
Σε μια παρατραβηγμένη αλυσίδα σκηνών (γνώρισμα του Κακλέα η υπερβολή), οι φτωχοί –πλην τίμιοι– πολίτες πλουτίζουν: αυτό δεν συνιστά (όπως θα περίμενε κανείς) ένα είδος «επανάστασης» κατά της ελιτίστικης «ολιγαρχίας» του Ολύμπου, αλλά μια κυριολεκτική βουτιά στον τρόπο ζωής των ινφλουένσερς, των σπάταλων μεγαλοαστών και των αναίσθητων επιχειρηματιών του σήμερα. Σιδεράδες, μαραγκοί, βυρσοδέψες, δάσκαλοι («χαλκεύοντες, ναυπηγούντες, ῥάπτοντες, τροχοποιούντες, σκυτοτομούντες, πλινθουργούντες, πλύνοντες, σκυλοδεψούντες ή θερίζοντες», γνωστοί του Χρεμύλου, κάποιος πρώην δίκαιος πολίτης, κάποιος εξ επαγγέλματος συκοφάντης, μια υπερήλικας που έχει ανοικτές ερωτικές διεκδικήσεις: στο έργο φαίνεται το σταδιακό πέρασμα στην τυπολογία της Νέας Κωμωδίας) υιοθετούν ακραία νεοπλουτική στάση, γεγονός που δίνει το ερέθισμα για τη φιλοτέχνηση πολύ κωμικών σκηνών – αλλά και για προβληματισμό σχετικά με τη δυνατότητα του πολίτη να αντισταθεί στα «αδιάσειστα» επιχειρήματα της Πενίας.
Ουδείς αντιστέκεται στα κελεύσματα της καλοπέρασης, ο ανθρωπισμός και η ενσυναίσθηση εξαφανίζονται αυτομάτως μπροστά στην πολυτέλεια και την επιδειξιομανία, τη ραστώνη και την τρυφηλή καθημερινότητα.
Η φύση του ανθρώπου είναι φιλοχρήματη, τελεία και παύλα. Ουδείς αντιστέκεται στα κελεύσματα της καλοπέρασης, ο ανθρωπισμός και η ενσυναίσθηση εξαφανίζονται αυτομάτως μπροστά στην πολυτέλεια και την επιδειξιομανία, τη ραστώνη και την τρυφηλή καθημερινότητα. Οι υποσχέσεις του Πλούτου στην πράξη αποδεικνύουν πως η ρητορική του θυμίζει τους υποψηφίους των κομμάτων κατά την προεκλογική εκστρατεία.
Ο Κλεώνυμος, ο Αρτεμίδωρος, ο Θρασύμαχος, η Αρχιδάμεια, ο Βλεψίδημος, καθώς και τα μέλη του Χορού (Δημήτρης Διακοσάββας, Φαίη Κοκκινοπούλου, Φωτεινή Τιμοθέου, Γιάννης Χαρίσης, Ελένη Μισχοπούλου, Μαίρη Ανδρέου, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Δημήτρης Μορφακίδης, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Χριστίνα Μπακαστάθη, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Γιάννης Τομάζος, Χρήστος Τσάβος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Θάνος Φερετζέλης) δημιουργούν, με καλό δέσιμο μεταξύ τους, ένα κανονικό μιούζικαλ. Παρελαύνουν σε μια «πασαρέλα κακογουστιάς», περνώντας στη φάση του άκρατου καταναλωτισμού, της ρηχής καλοζωίας και της σπατάλης, εν τέλει της χρεωκοπίας της αισθητικής, του ήθους και της ανθρώπινης ποιότητας.
Επικρατεί πλέον το kitsch (το επιτυχημένο σκηνικό του Παντελιδάκη τύπου «Great Gatsby» το μαρτυρεί ξεκάθαρα) και η αίσθηση του μέτρου χάνεται. Η ταμπέλα «εισόδου» στην πόλη των Αθηνών έχει καταστραφεί, έχουν μείνει μόνο το αρχικό «Α», ένα μισοσπασμένο «Ν» και το τελικό «Α». Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαρίδη υπηρετούν με πολύ γλαφυρό τρόπο την όλη αισθητική της παράστασης. Θα σχολίαζα αρνητικά το μετωπικό, κραυγαλέο παίξιμο κάποιων ηθοποιών, καθώς και την αδικαιολόγητη επιμήκυνση της «πασαρέλας». Επίσης, δεν με ενθουσίασαν οι χορογραφίες της Στεφανίας Σωτηροπούλου, ευτυχώς όμως και οι τέσσερις χορευτές (Αναστασία Κελέση, Στεφανία Σωτηροπούλου, Μάριος Χατζηαντώνης, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης) ήταν υπέροχοι και τις διέσωσαν.
Περιττή Παράβαση που λειτουργεί πολιτικά
«Παράβασις δέ ἐστι τὸ τοιοῦτο· μετὰ τὸ τοὺς ὑποκριτὰς τοῦ πρώτου μέρους πληρωθέντος ἀπὸ τῆς σκηνῆς ἀποχωρῆσαι, ὡς ἂν μὴ τὸ θέατρον ᾖ κενὸν καὶ ὁ δῆμος ἀργὸς καθέζηται, ὁ χορός, οὐκ ἔχων πρὸς τοὺς ὑποκριτὰς διαλέγεσθαι ἀπόστροφον ἐποιεῖτο πρὸς τὸν δῆμον», γράφει ο φιλόλογος των ρωμαϊκών χρόνων Πλατώνιος.
Η Παράβαση είναι ένα σχόλιο προς το κοινό, μια επίκληση προς τους άρχοντες, κάτι που παραβιάζει τη ροή της παράστασης. Ο κύριος Κακλέας εθελοτυφλεί στην απουσία Παράβασης στο έργο αυτό του Αριστοφάνη (μόνον ο «Πλούτος» και οι «Εκκλησιάζουσες», ως έργα της Μέσης Κωμωδίας, δεν είχαν Παράβαση) και αποφασίζει να ανεβάσει επί σκηνής τη δημοφιλή ιστορικό Μαρία Ευθυμίου, ώστε να βοηθήσει τον Χρεμύλο («που τώρα τον αποκαλούν «Chremie») να κατανοήσει γιατί η πόλη της Αθήνας έχει μετατραπεί σε κακέκτυπο δημοκρατίας.
Ισχάδες, τραγήματα, άρτοι και πλακούντες δεν αρκούν για να χορτάσουν την ολοένα αυξανόμενη απληστία του αθηναϊκού «δήμου»: η παράσταση έχει την πρόθεση να παραλληλίσει με το σήμερα, όμως το κάνει με χλιαρό τρόπο.
Στην Παράβαση που κάνει η κυρία Ευθυμίου απευθυνόμενη στον Χρεμύλο, είναι εντυπωσιακά ορθή, όσο και προκλητική, η τοποθέτηση σχετικά με τον αντιδραστικό ρόλο που διαδραμάτισε ιστορικά η θρησκεία, εργαλειοποιώντας τη φτώχεια.
Στην Παράβαση που κάνει η κυρία Ευθυμίου απευθυνόμενη στον Χρεμύλο, είναι εντυπωσιακά ορθή, όσο και προκλητική, η τοποθέτηση σχετικά με τον αντιδραστικό ρόλο που διαδραμάτισε ιστορικά η θρησκεία, εργαλειοποιώντας τη φτώχεια. Αντίθετα, μου φάνηκε χλιαρά σοσιαλδημοκρατικό το συμπέρασμα της παρέμβασης / «Παράβασης» ότι τα αγαθά που μας προσφέρει ο Πλούτος πρέπει να τα διαθέτουν οι πλούσιοι οικειοθελώς στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος.
Επίσης, η κυρία Ευθυμίου (σκοπίμως, λόγω απλούστευσης, ή λόγω ελλιπούς ενημέρωσης;) υποπίπτει στο σφάλμα να διδάξει πως τα θεωρικά, η τριηραρχία, η χορηγία και οι άλλες μορφές συνδρομής της αθηναϊκής πολιτείας στη διενέργηση των δραματικών αγώνων ήταν ένα και το αυτό: το «σπονσοριλίκι» της αρχαιότητας;
Τέλος, ενώ ο Αριστοφάνης αφήνει ανοικτά τα ερωτήματα που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη, τον φόβο της φτωχοποίησης και τον τρόπο με τον οποίον αυτά τα δύο μπορούν να κινητοποιήσουν τον άνθρωπο στην κατεύθυνση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής, η κυρία Ευθυμίου επιχειρεί να «κλείσει» το ζήτημα και να συνταχθεί με την πλευρά της «ηθικοποίησης» του πλουτισμού. Και αυτή είναι μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση, που δεν μπορώ παρά να επισημάνω.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.