
Για την παράσταση «Ετυμολογίες» σε κείμενο του Ευθύμη Φιλίππου και σκηνοθεσία του Ευθύμη Φιλίππου και της Αγγελικής Παπούλια, η οποία θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, στο κτήριο της Παλαιάς Βουλής για 4 ακόμη παραστάσεις (20, 21 –δύο παραστάσεις–, 22 Ιουλίου).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, ο Ευθύμης Φιλίππου μαζί με την Αγγελική Παπούλια ανεβάζουν την παράσταση «Ετυμολογίες» στο κτήριο της Παλαιάς Βουλής. Πρωταγωνιστούν η Αγγελική Παπούλια και η Ρένη Πιττακή, ενώ σε μια σκηνή βιντεοσκοπημένη τραγουδά ο Χρήστος Στέργιογλου. Τα σκηνικά (ελαφρά αναδιαμορφωμένη με ανθοδέσμες η αίθουσα της πρώτης Βουλής των Ελλήνων) είναι της Κλειώς Μπομπότη, τα κοστούμια της Βασιλείας Ροζάνα, οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη, η μουσική του Παναγιώτη Μελίδη (Larry Gus) και το μακιγιάζ της Εύης Ζαφειροπούλου. Η συνολική αίσθηση που αποκόμισα από την παράσταση είναι απογοητευτική.
Γλωσσολογία-παρωδία για την παρωδία
Υποτίθεται πως στην αίθουσα του ιστορικού κοινοβουλίου (που σήμερα είναι Ιστορικό Μουσείο των Αθηνών) λαμβάνει χώρα ένα γλωσσολογικό συνέδριο, ενός επιστημονικού θεσμού που ερευνά την ετυμολογική ρίζα γνωστών ελληνικών λέξεων, ανατρέποντας τις ειθισμένες ετυμολογικές ερμηνείες. Ιδρυτές του δήθεν σοβαρού αυτού θεσμού φέρονται να είναι ο Jean-Jacques Tesson και η σύζυγός του (Κωνσταντίνα Κολοβού), αμφότεροι πολύ υπερήφανοι για τη συμβολή τους στην επανατοποθέτηση των ετυμολογικών ριζών κάποιων κοινών λέξεων της Ελληνικής. Ο χώρος, όπως δηλώνει ο ίδιος ο κύριος Φιλίππου, φέρει «τεράστιο βάρος, πολλαπλούς συμβολισμούς και μια ήδη υπάρχουσα, συγκεκριμένη ατμόσφαιρα». Έχουμε, λοιπόν, έναν χώρο γεμάτο συνυποδηλώσεις. Και λοιπόν; Ουδείς αντελήφθη γιατί η παράσταση στεγάζεται στην Παλιά Βουλή, εφόσον ουδεμία προσπάθεια γίνεται για μια καινοφανή ετυμολόγηση κάποιων «πολιτικότερων» λέξεων (π.χ. «λαός», «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», κ.τ.ό.). Όλο το οικοδόμημα της πολιτικότητας παραμένει κύμβαλον αλαλάζον.
Οι λέξεις αλλάζουν νόημα, το σημαίνον αντιδιαστέλλεται προς το σημαινόμενο, η επικοινωνία γίνεται ά-λογη, μη ρασιοναλιστική. Και το αποτέλεσμα λογικά θα πρέπει να είναι κωμικό: υπάρχει προφανές χάσμα ανάμεσα στο ψέμα και στην αλήθεια, με αποτέλεσμα το χιούμορ του κειμένου να εμφανίζεται ως οιονεί ακούσιο, ως μη ηθελημένο.
Μοναδικό όπλο του κειμένου είναι το ανατρεπτικό χιούμορ που αναβλύζει από τη μη ειθισμένη χρήση της γλώσσας, από την ανορθόδοξη εκφορά του λόγου, από την υπερρεαλιστική (άρα και «μυθικοποιητική», τρόπον τινά) σύνδεση του φωνήματος με το λέξημα. Οι λέξεις αλλάζουν νόημα, το σημαίνον αντιδιαστέλλεται προς το σημαινόμενο, η επικοινωνία γίνεται ά-λογη, μη ρασιοναλιστική. Και το αποτέλεσμα λογικά θα πρέπει να είναι κωμικό: υπάρχει προφανές χάσμα ανάμεσα στο ψέμα και στην αλήθεια, με αποτέλεσμα το χιούμορ του κειμένου να εμφανίζεται ως οιονεί ακούσιο, ως μη ηθελημένο. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις λέξεις που ετυμολογούνται στην παράσταση είναι η λέξη «άλογο» καθεαυτήν: οι «ίπποι» σοκάρονται τόσο πολύ από τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα του αφεντικού τους που «χάνουν τη φωνή τους», μένουν άλαλοι, δεν μπορούν να βγάλουν φωνή, δεν έχουν εκφωνούμενο λόγο, δηλαδή μετατρέπονται σε «ά-λογα». Εδώ το γέλιο του κοινού είναι ελαφρά συγκρατημένο. Αντίστοιχες ανορθόδοξες ετυμολογήσεις επιχειρούνται σε μια σειρά λέξεων, όπως «μάρμαρο», «κόρα», «ψίχα» και «Παρασκευή». Δυο κόρες δυο διαφορετικών φουρνάρηδων ενός νησιού προσφέρονται να «ψηθούν» στον φούρνο για ν’ αποκτήσει το ψωμί τη μυρωδιά και τη γεύση της σάρκας τους κι έτσι να τις αγαπήσει ένας εξηντάχρονος επισκέπτης αυτού του νησιού. Το ψωμί αποκτά την τέλεια γεύση – ιδιαίτερα όταν η «κόρα» του προκύπτει ετυμολογικά από την «κόρη», και η «ψύχα» του από την «ψυχή της κόρης», σε ανορθόγραφη γραφή. Το γέλιο του κοινού εκβιάζεται, σε σημείο να σβήνει τελείως από τα χείλη.
Σκιώδεις χαρακτήρες χωρίς προεκτάσεις
Διαβάζω πως οι «Ετυμολογίες» ξεκίνησαν ως σύλληψη πριν πολλά χρόνια, όταν ο Ευθύμης Φιλίππου έστειλε στην Αγγελική Παπούλια κάποιες σκόρπιες ετυμολογίες λέξεων που είχε γράψει και έπεσε, τότε για πρώτη φορά, από εκείνην η ιδέα για μια παράσταση. Υποτίθεται πως δύο ειδικές γλωσσολόγοι του Ιδρύματος Ετυμολογίας, μετά από χρόνια ερευνών, παρουσιάζουν για πρώτη φορά τις ετυμολογίες κάποιων από τις πολλές λέξεις με τις οποίες έχουν ασχοληθεί. Μια «καταξιωμένη» γλωσσολόγος δίνει σαχλές παρετυμολογήσεις, μια μεθυσμένη ειδήμων επίσης, κάποιοι «επίτιμοι» καλεσμένοι επικροτούν γοητευμένοι, ένα «μουσικό διάλειμμα» αναψυχής κάνει τεράστια «κοιλιά» με παλιά τραγούδια τύπου Τόνυ Μαρούδα και Βοσκόπουλου που ερμηνεύει στεντορείως ο Γιώργος Ντάβλας (σαν εκείνους που τραγουδούν τα βράδια στο υπαίθριο μπαράκι δίπλα στην Παλαιά Βουλή), τα πάντα συντείνουν στην υπόσκαψη της σοβαροφάνειας της ημερίδας. Στα πλαίσια του χιούμορ, μια «λαϊκή» μουσική σύνθεση κάθε άλλο παρά λαϊκή είναι, και αυτό αποδεικνύεται από την «αναμετάδοση» της ανδρικής χορωδίας (Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Νίκος Βλασσόπουλος, Αλέκος Κακαβούλης, Γιάννης Καλλέργης, Θέμης Κοτσιφάκης, Νικόλας Κουτρουμπάς, Γιώργος Κρενδιρόπουλος, Αχιλλέας Ρουσιάκης, Γιάννης Τίκωφ): οι χορωδοί παρωδούν, μέσα από εξωφρενικούς στίχους, τις κλασικές ανδρικές χορωδίες των συνοικιών.
Μα ο σουρρεαλισμός, το οξύμωρο και το Παράλογο είναι στοιχεία που διέπουν την καθημερινότητά μας σε τέτοιον βαθμό που μάλλον περιττεύει να μας το υπενθυμίζει η Τέχνη με τόσο εξώφθαλμη αναντιστοιχία σημαίνοντος και σημαινομένου.
Γιατί, όμως, παρωδούνται όλα; Μόνο και μόνο για να πεισθεί ο θεατής πως εύκολα «χάφτουμε» τις επιστημονικές ερμηνείες; Μόνο και μόνο για να αμφισβητηθεί η εννοιολογική δόμηση της ζωής μας βάσει του ορθού λόγου; Μα ο σουρρεαλισμός, το οξύμωρο και το Παράλογο είναι στοιχεία που διέπουν την καθημερινότητά μας σε τέτοιον βαθμό που μάλλον περιττεύει να μας το υπενθυμίζει η Τέχνη με τόσο εξώφθαλμη αναντιστοιχία σημαίνοντος και σημαινομένου. Θέλω να πω ότι αυτό το έχει ήδη κάνει το θέατρο έξι δεκαετιών (των τεσσάρων τελευταίων του εικοστού και των δύο πρώτων του εικοστού πρώτου αιώνα), οπότε η σύγχρονη δραματουργία χρειάζεται πολύ πιο γερούς «αρμούς» στη σύνθεση των μηνυμάτων της ώστε να καταστεί στοιχειωδώς ενδιαφέρουσα. Και, βέβαια, μιλώ απαξιωτικά μόνο για το συγκεκριμένο κείμενο, χωρίς να ξεχνώ ότι ο Ευθύμης Φιλίππου έχει δώσει πολύ ενδιαφέροντα κείμενα στο παρελθόν, δυναμιτίζοντας με επιτυχία την επίκληση στην αυθεντία.
Υπερρεαλιστικό κείμενο με καλές προθέσεις
Ο κύριος Φιλίππου δεν συνηθίζει να «απολογείται» ή να δίνει εξηγήσεις ως προς τα κίνητρα και τις συνθήκες της συγγραφής των κειμένων του. Εγκαθιστά άμεσα την κυρίαρχη ιδέα του σε ένα context σουρρεαλιστικό, επιστρατεύει κορυφαίους ηθοποιούς που έχουν τη διάθεση να μοιραστούν την «τρέλα» αυτής της ιδέας, είναι εφευρετικός και ανατρεπτικός, όλη του η κατασκευή οδεύει στην κατάδειξη του «διατεταραγμένου» ψυχισμού – τον οποίον αντιλαμβάνεται ως απόρροια του παρασαλευμένου αξιακού μας συστήματος και της σύγχισης που επικρατεί στο γλωσσικό πεδίο. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε νέα σύνθεσή του είναι ενδιαφέρουσα. Το επιμελώς τακτοποιημένο, συντηρητικό περιβάλλον ενός συνεδρίου (αντίστοιχα με την τακτοποιημένη, συντηρητική οικογένεια του «Κυνόδοντα»), το χαζοχαρούμενο μουσικό διάλειμμα και οι ειδυλλιακές σχέσεις των μεσήλικων συνέδρων, η υποτιθέμενη διάδραση με το κοινό, οι απανωτές σοβαροφανείς μπουρδολογίες που παραποιούν τις ρίζες των λέξεων και εμφανίζουν εξωφρενικές εξιστορήσεις ως μια νέα, μικρή «μυθολογία» της καταγωγής της γλώσσας, όλα αυτά είναι εξαιρετικά εφευρήματα.
Επίσης: η έξις (που είναι «δευτέρα φύσις»), η μόνωψ πεποίθηση, η ορθότητα κάποιων συμπερασμάτων και απόψεών μας, η περιχαράκωση στην κοινώς αποδεκτή «αλήθεια» είναι οι παράγοντες που δημιουργούν το αίσθημα της ασφάλειας, αποκλείοντας κάθε αμφισβήτηση ή επανατοποθέτηση πάνω στα πράγματα. Βεβαίως η γλώσσα λειτουργεί ως φορέας κανονικοποίησης και άσκησης Εξουσίας, η δε παραποίηση της σημασίας των λέξεων (όπως φαίνεται στον «Αστακό» και, κυρίως, στον «Κυνόδοντα» των Φιλίππου/Λάνθιμου) καταγγέλλεται σε όλα τα κείμενα του Ευθύμη Φιλίππου. Υπάρχει μια διάσταση αυθεντίας στη βάση κάθε ετυμολογίας που υποσκάπτεται και παράγει την αίσθηση πως «τελικά δεν είναι έτσι!»: σ’ αυτήν τη βάση ο Φιλίππου θα μπορούσε να λειτουργήσει ανατρεπτικά, τα νοήματα κάλλιστα θα μπορούσαν να ρευστοποιηθούν και τα περιγράμματα/βεβαιότητες να διασαλευθούν. Το παιγνιώδες του ύφους της παράστασης δικαιολογείται, καθώς θεσπίζεται ένα είδος απόλυτα «υποκειμενικού» ρεαλισμού, που κατά πάσαν πιθανότητα υποβάλλεται από την καθημερινότητα, τη διαπίστωση της ελλιποβαρούς πολιτικής ζωής, την εμπειρία της παραποίησης των νοημάτων και την επικράτηση παραπειστικών ιδεολογημάτων.
Αλληγορίες χωρίς απήχηση
Οι «Ετυμολογίες» επιχειρούν να καταδείξουν τη σημασία της αβεβαιότητας και της ασάφειας σε σχέση με τη γλώσσα. Εξ ορισμού αυτή η ασάφεια έχει να κάνει και με την έλλειψη επικοινωνίας, δηλαδή με την αλλαγή νοήματος, σκόπιμη ή συμπτωματική. Ίσως, με κάποιες προϋποθέσεις, θα αφορούσε και την ασάφεια ως προς την εθνική ταυτότητα (και θα δικαιολογούνταν, έτσι, η στέγαση της παράστασης στο συγκεκριμένο «φορτισμένο» κτήριο), αλλά αυτό ελάχιστα προκύπτει από τη συγκεκριμένη παράσταση, και μάλλον υπερκαλύπτεται από την ελαφρότητα της προσέγγισης. Στο στόχαστρο βρίσκεται, μου φαίνεται, η ανάγκη του ανθρώπου να ενστερνίζεται ανεπεξέργαστες, αναξιόπιστες πληροφορίες χωρίς να τις διηθεί με τη λογική, αλλ’ απλώς συνταιριάζοντάς τες με την προσωπική του «μυθολογία» για τα πράγματα. Δυστυχώς, όμως, παρά τον αντιφατικό χαρακτήρα των δηλώσεων των πρωταγωνιστριών και παρά τη συνεχή υπονόμευση που τους γίνεται από τις «παράλληλες» φωνές των δευτερευόντων χαρακτήρων, η κυριολεξία εμμένει, παραμένει αμετακίνητη! Κι αυτό οφείλεται στο ότι απουσιάζει τελείως το βαθύτερο σχόλιο σε σχέση με τη γλώσσα καθεαυτήν. Το κείμενο λειτουργεί αποκλειστικά σε επίπεδο περιγραφικό, ενώ τάχατες υφίσταται ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και οι σοβαρές προθέσεις του εξατμίζονται σε αερολογίες.
Δυστυχώς, όμως, παρά τον αντιφατικό χαρακτήρα των δηλώσεων των πρωταγωνιστριών και παρά τη συνεχή υπονόμευση που τους γίνεται από τις «παράλληλες» φωνές των δευτερευόντων χαρακτήρων, η κυριολεξία εμμένει, παραμένει αμετακίνητη! Κι αυτό οφείλεται στο ότι απουσιάζει τελείως το βαθύτερο σχόλιο σε σχέση με τη γλώσσα καθεαυτήν.
Ο πυρήνας των αλληγοριών του Ευθύμη Φιλίππου (στα θεατρικά του κείμενα, αλλά και στα σενάριά του) ήταν ανέκαθεν ένας πυρήνας συγκρουσιακός: κατάφερνε να καταδείξει ως ποιον βαθμό η νεωτερικότητα (το μοντέρνο ιδίωμα, που ανακλά τον μοντερνισμό στον τρόπο παραγωγής και ζωής του ύστερου καπιταλισμού) συγκρούεται με την παράδοση. Στην περίπτωση της Γλωσσολογίας (και δη της Ετυμολογίας) η σύγκρουση νεωτερικότητας και παράδοσης φαίνεται εξώφθαλμα στην αντίθεση της ορθολογικής ερμηνείας της Επιστήμης προς τη «μυθική» ερμηνεία της ανθρώπινης συνείδησης. Όλα όσα πρεσβεύει η κυρίαρχη Επιστήμη θα μπορούσαν ανά πάσαν στιγμή να ανατραπούν, με την προϋπόθεση ο «νέος μύθος» που θα δημιουργηθεί να καταχωρείται στην ανθρώπινη αντίληψη ως συνώνυμος με μια «κάποια» πραγματικότητα.
Αυτή η πορεία πλεύσης έχει μιαν ίσαλο γραμμή, το σημείο όπου διασταυρώνεται με την αίσθηση χιούμορ του κοινού. Η τελική παράσταση, εις πείσμα του θεατρικού συγγραφέα, παραμένει τυραννικά διαφοροποιημένη από την πρόθεση: όσο καλούς ηθοποιούς και να έχεις (η Ρένη Πιττακή δίνει, κυριολεκτικά, ρέστα, και το ίδιο και ο Στέργιογλου), όσο σημαντικούς συνεργάτες και αν επιστρατεύεις σε όλα τα επίπεδα, η δοκιμιακή γραφή (και η παρωδία της ακόμα) δεν οδηγεί εύκολα σε ρέον παραστασιακό γεγονός. Η παράσταση των Φιλίππου/Παπούλια παραμένει ατελέσφορη, το χιούμορ της σαχλό και το κοινό παγερά αδιάφορο.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.