
Για την παράσταση χορού «Zonder» της Ασελέν Παρολίν [Ayelen Parolin], η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260 (χώρος Η).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Φόρμες και κινήσεις σύγχρονου χορού, μνήμες από μπουφόνικη κωμωδία, παιδικότητα και αυθορμητισμός που υποτάσσεται σε αυστηρή χορογραφική μελέτη συνθέτουν την παράσταση «Zonder» της αργεντινής χορογράφου Ασελέν Παρολίν, που φιλοξενείται από το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Επιλεγμένο για την πρόσφατη μπιενάλε χορού Charleroi στο Βέλγιο, το «Zonder» («Xωρίς») είναι ένα pastiche από ξεκαρδιστικά ολισθήματα, υποτιθέμενη χορογραφική αταξία, απουσία ρυθμού και συνεχές μέτρημα, απουσία στοχοπροσήλωσης – και όλο αυτό ενταγμένο σε μια σταθερή δομή («μια σοβαρή διασκέδαση» είναι ο όρος που χρησιμοποιεί η δημιουργός για την παράστασή της).
Αποσυναρμολογώντας το σκηνικό
Η χορογράφος απονοηματοδοτεί κάθε ανάγκη να προσδώσουμε σώνει και καλά νόημα στα πράγματα. Ενάντια στον σπόρο μιας λογοκρατούμενης, καρτεσιανής κοινωνίας, οι ερμηνευτές της επιχειρούν να συντονιστούν καθώς το σκηνικό γύρω καταρρέει σταδιακά. Επίσης, οι ίδιοι καταστρέφουν με χαρά τα μέλη της σκηνικής κατασκευής, παίρνουν σφυριά και γκρεμίζουν τις αυλαίες, παίρνουν πριόνια και πριονίζουν τα ταμπλόιντ, γλιστρούν και πέφτουν μέσα σε ανοίγματα του εδάφους, γενικά παίζουν και διασκεδάζουν την ανεπάρκεια των χαρακτήρων που υποδύονται, βουτώντας κυριολεκτικά στην ατζαμοσύνη και το λάθος. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως προσπαθούν να φτάσουν σε έναν στόχο, να προσεγγίσουν ένα μήνυμα, να δώσουν αρχή και τέλος σε ένα σύνολο τυχαίων πραγμάτων, επιχειρώντας μιαν ωδή στο Μη Λογικό και στο Μη Χρήσιμο. Για παράδειγμα, πασχίζουν να χρονομετρήσουν με τον «γερμανικό» τρόπο (ίσως παραπομπή στις αυταρχικές δομές όπου επιστρέφει η σύγχρονη Ευρώπη, ίσως και ευθύ σχόλιο για την αυστηρότητα των σχολών χορού), ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε extravaganza, με φουσκωμένα μανίκια, με κόκκινα και ροζ σλιπ, με στρατιωτικές επωμίδες. Η σοβαροφάνειά τους προκαλεί το γέλιο, αλλά είναι και ένα σχόλιο για τη σοβαροφάνεια της Τέχνης.
Φλερτάροντας με την ιδέα πως η σκέψη και η θεωρητικοποίηση είναι περιττές, οι ερμηνευτές πασχίζουν να χειραφετηθούν από την ανάγκη συνοχής, ερμηνείας, και αντ’ αυτών να στραφούν στις αποτυχίες και στα απρόοπτα της ζωής μας, αποδεχόμενοι τα πράγματα ως έχουν.
«Πάντα τρέχουμε μακριά από την αποτυχία», δηλώνει η Παρολίν, «αλλά η αποτυχία μπορεί να είναι μια νέα αρχή, ένας νέος τρόπος σκέψης. Δίνει πολλές ευκαιρίες. Κι αν γελάμε με την αποτυχία, γινόμαστε πιο δυνατοί». Πηγή έμπνευσης για το «Zonder» ήταν η μελέτη του βιβλίου του Ρίτσαρντ Σένετ The Craftsman, που είναι ένας ύμνος στην πρωτοκαθεδρία του σώματος έναντι του πνεύματος. Φλερτάροντας με την ιδέα πως η σκέψη και η θεωρητικοποίηση είναι περιττές, οι ερμηνευτές πασχίζουν να χειραφετηθούν από την ανάγκη συνοχής, ερμηνείας, και αντ’ αυτών να στραφούν στις αποτυχίες και στα απρόοπτα της ζωής μας, αποδεχόμενοι τα πράγματα ως έχουν.
Η συναρπαστική ζωή του καλλιτέχνη επί σκηνής, η συνεργασία, η ψυχική και σωματική επαφή των χορευτών διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην πρωτότυπη αυτή παράσταση, όπου η μελωδία από τον «Γαλάζιο Δούναβη» του Στράους δημιουργεί έντονη αντίστιξη προς τη γενικευμένη ασυναρτησία και την κατεδάφιση των βεβαιοτήτων μας. «Πάντα με γοήτευε το ότι προσπαθούμε να αρνηθούμε την κατάσταση όπου είναι ξεκάθαρο ότι κάτι καταρρέει», λέει η Παρολίν. Βεβαίως, όλο αυτό παραπέμπει στο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, τα εξέχοντα γνωρίσματα του ύφους της Παρολίν.
Αντλώντας έμπνευση από τη γκάφα
Όλο αμφιθυμία και παλινδρομήσεις, η χορεύτρια εισάγει σ’ ένα έργο που δημιουργεί προσδοκίες για ολοκλήρωση. Παραπέμποντας σε μια κλοουνέσκ φιγούρα «ηλιθίου», ο πρώτος χορευτής παίρνει το ύφος και τη στάση κάποιου που διαρκώς εκπλήσσεται, εγείροντας σύννεφα γέλιου. Άλλωστε, οι αντιδράσεις του απλοϊκού ανθρώπου που προσκρούει στο τυχαίο πάντα προκαλούν θυμηδία. Ακόμη πιο «ανεπεξέργαστος», ο δεύτερος χορευτής, με σώμα πιο στιβαρό και κινήσεις πιο άκομψες, βυθίζει τη σκηνή σε έναν πολτό τυχαιότητας. Η αυτόματη ανασύνταξη του συνόλου των τριών σημαίνει πλήρη απορρύθμιση για τον «ηλίθιο» και προσωρινή «επικράτηση» του «στιβαρού», ενώ ο ρόλος της χορεύτριας παραμένει κυρίαρχος και ρυθμιστικός. Οι τρεις τους φαντάζουν απόλυτα αρμονικοί μέσα στη σκόπιμη δυσαρμονία της κίνησής τους. Τα πράγματα υπονομεύονται αλλά και διασώζονται, με μια άλλη ξεκαρδιστική σειρά συμπτώσεων, με αποτέλεσμα μιαν αίσθηση στιγμιαίας συνεκτικότητας. Αλλά και αυτή ανατρέπεται γρήγορα, καθώς εντείνεται η ανταγωνιστική διάθεση και ο ένας μιμείται τον άλλον, ενώ επικρατούν σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα ενός ενήλικου που παραμένει κατά βάθος παιδί. Με χλευασμό προς το αισθητικά Υψηλό που συνιστά το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, η τριάδα περνά σε μια περίεργη μορφή ανάτασης, στήνοντας έναν μηχανισμό υπονόμευσης του κομματιού που ερμηνεύουν «μετρώντας» το, με μια πληθωρικότητα και μιαν υπερβολή που ουσιαστικά ξεχαρβαλώνει την ίδια τη δομή της «ολοκληρωμένης» κίνησης.
Οι τρεις τους φαντάζουν απόλυτα αρμονικοί μέσα στη σκόπιμη δυσαρμονία της κίνησής τους. Τα πράγματα υπονομεύονται αλλά και διασώζονται, με μια άλλη ξεκαρδιστική σειρά συμπτώσεων, με αποτέλεσμα μιαν αίσθηση στιγμιαίας συνεκτικότητας. Αλλά και αυτή ανατρέπεται γρήγορα, καθώς εντείνεται η ανταγωνιστική διάθεση και ο ένας μιμείται τον άλλον, ενώ επικρατούν σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα ενός ενήλικου που παραμένει κατά βάθος παιδί.
Πρόκειται για μιαν αξιοπρόσεκτη και δύσκολη χορογραφία, που δεν κολακεύει το ανθρώπινο κορμί αλλά υμνεί τη «μεσότητα», την κίνηση την αντλημένη από την καθημερινότητα, τον επίμονο αγώνα να ολοκληρώσουμε αυτό που αρχίσαμε, έναν αγώνα που τις περισσότερες φορές πέφτει στο κενό. Ώρες ατελείωτες προβών και σύναψη προσωπικής σχέσης ανάμεσα στους καλλιτέχνες παράγει σειρά από αυτοσχεδιασμούς που, με την πάροδο των μηνών, αποκτούν υπόσταση και συνθέτουν ένα οργανωμένο θέαμα: αυτή ήταν η δήλωση των ερμηνευτών στη συζήτηση που ακολούθησε. Το κοινό χειροκρότησε με την καρδιά του τη γνησιότητα, την πηγαιότητα και την ειλικρίνεια αυτού του σπαρταριστού θεάματος. Τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν εστίασαν στον καθοριστικό ρόλο της αναπνοής στην αλληλοδιάδραση των ερμηνευτών, ενώ υπήρξε μια προσπάθεια απόδοσης πολιτικού νοήματος στην παράσταση (η δημιουργός φάνηκε δεκτική σε κάθε συνεπαγωγή ή προσωπική ερμηνεία, δηλώνοντας όμως απερίφραστα πως η πολιτική νοηματοδότηση δεν ενέπιπτε στις προθέσεις της).
And the show goes on
Η Ασελέν Παρολίν γεννήθηκε στην Αργεντινή, χόρεψε σε διάφορα τηλεοπτικά σόου, ήρθε στο Βέλγιο το 2000 και σπούδασε χορό στο Μονπελιέ. Μετά από επανειλημμένες αποτυχίες σε οντισιόν χορού, χορογράφησε με επιμονή ένα σόλο για τον εαυτό της και του έδωσε ως τίτλο την ημερομηνία γέννησής της: «25.06.76». Εκεί ξεκίνησε η πετυχημένη καριέρα της. Έχει συνεργαστεί με τη Ματίλντ Μονιέ, τον Ζαν-Φρανσουά Πεϊρέ και την Αλεξάνδρα Μπαχσετζή. Από το 2017 ως το 2021 συνεργάζεται με το Θέατρο της Λιέγης και το χορογραφικό κέντρο της Βαλλονίας των Βρυξελλών.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.