
Για την παράσταση «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι που άνοιξε με θριαμβευτικό τρόπο το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2024. Κεντρική εικόνα: © Χ. Ακριβιάδης.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το Σάββατο 1η Ιουνίου, άνοιξε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών με την «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι και με πρωταγωνιστές, σ’αυτήν την πρώτη διανομή, στον ρόλο της παθιασμένης Φλόρια Τόσκα τη ρωσίδα λυρική σοπράνο Γεβγκένια Μουραβιέβα (1), στον ρόλο του αγνού πατριώτη Μάριο Καβαραντόσσι τον τενόρο Ρικκάρντο Μάσσι (2), στον ρόλο του διεφθαρμένου, σαδιστή Σκάρπια τον βαρύτονο Τάσση Χριστογιαννόπουλο (3) και στον ρόλο του επαναστάτη ευγενούς Τσέζαρε Αντζελόττι τον μπάσο Τάσο Αποστόλου.
Στη διανομή τον ρόλο του Νεωκόρου είχε ο Πέτρος Μαγουλάς, του Σαρρόνε και του Δεσμοφύλακα ο Βαγγέλης Μανιάτης, του Σπολέττα ο Γιάννης Καλύβας και του Βοσκού η Εβίτα Χιώτη. Η παράσταση ανέβηκε σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού (4), και σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια Ούγκο ντε Άνα (5). Τη χορωδία της ΕΛΣ διηύθυνε ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.
Σπάνιο σκηνικό, κλασικής τεχνοτροπίας
Τρία εμβληματικά κτήρια της Ρώμης, ένας ναός (Basilica di Sant’ Andrea Della Vale), ένα μέγαρο (Palazzo Farneze) και ένα κάστρο (Castel Sant’ Angelo) αντιστοιχούν στις τρεις πράξεις της όπερας. Tα τρία διαδοχικά σκηνικά (με μετακίνηση του γιγάντιου Εσταυρωμένου από τον σταυρό σε πλάγια θέση στο φόντο και από την πλάγια θέση σε ύπτια θέση στο δεξί μέρος της σκηνής) πλαισιώνονταν από εξαιρετικές βιντεοπροβολές από αρχιτεκτονικά μέλη μπαρόκ ναών, αγάλματα και λεπτομέρειες της Capella Sixtina. Πρόκειται για την ευεργετική συμβολή του Σέρτζιο Μετάλλι – Ideogamma SRL, ενώ οι σπάνιοι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι και του Χρήστου Τζιόγκα αξιοποιούσαν και την παραμικρή κόγχη του ρωμαϊκού μνημείου.
Η ιδιαίτερα δραματική, νεοκλασική εκδοχή της «Τόσκα» του Ούγκο ντε Άνα είχε ανέβει το 2012 στο Ηρώδειο και ξανά το 2015, στο πρότυπο μιας βισκοντικής παραγωγής.
Η ιδιαίτερα δραματική, νεοκλασική εκδοχή της «Τόσκα» του Ούγκο ντε Άνα είχε ανέβει το 2012 στο Ηρώδειο και ξανά το 2015, στο πρότυπο μιας βισκοντικής παραγωγής: με έναν Εσταυρωμένο υπερμεγέθη, ακριβή αναπαράσταση της Αγίας Τράπεζας και του Εργαστηρίου Ζωγραφικής, με αναπαραγωγή πινάκων μπαρόκ με θρησκευτική θεματολογία. Η εφετινή αναβίωση της σκηνοθεσίας ήταν δουλειά της Κατερίνας Πετσατώδη, Διευθύντριας Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ερμηνείες στα πλαίσια μιας ιστορικότητας
Χρονικά το έργο τοποθετείται στο καζάνι της μετεπαναστατικής ζύμωσης, στον Ιούνιο του 1800, κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ναπολέοντα στην Ιταλία6. Μία σύντομη δημοκρατία διαλύεται και στη Ρώμη κυριαρχεί η βασίλισσα Μαρία Καρολίνα, που αναθέτει εν λευκώ στον αρχηγό της Αστυνομίας, τον δόλιο Σκάρπια, την εξολόθρευση των πολιτικών της αντιπάλων. Στην αιώνια πόλη διαδραματίζεται ο άτυχος έρωτας της λυρικής τραγουδίστριας Τόσκα και του ζωγράφου Μάριο, που πέφτουν θύματα της κακουργίας του Σκάρπια.
Το ιστορικό πλαίσιο είναι η εξέγερση των Ιταλών εθνικιστών στο άκουσμα της ψευδούς είδησης της επικράτησης των αυστριακών επί των βοναπαρτιστών στη μάχη του Μαρένγκο7. Εξηρμένα πατριωτικά ιδανικά, υπερτονισμός των ιδεωδών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας, καταγγελία της κακοποιητικής συμπεριφοράς της εξουσίας (κοσμικής και κληρικαλικής), έντονες αντιθέσεις στη διάπλαση των χαρακτήρων, μοιραία έκβαση της υπόθεσης. Στυλιστικά, αυτά αποδίδονται με επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, με αναζήτηση έντονων αποχρώσεων στα σκηνικά και τα κοστούμια, με libretti όπου κυριαρχούν ο έρωτας, το μίσος, το πνεύμα της αυτοθυσίας, η αγάπη για την πατρίδα).
Δραματική εξέλιξη
Όλη η δραματική εξέλιξη εκτυλίσσεται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Η «Τόσκα» δεν ξεκινά με Ouverture αλλά με μια ακολουθία τριών πολύ δυνατών συγχορδιών, του leitmotiv8 που χαρακτηρίζει τον βίαιο χαρακτήρα του Σκάρπια (μια άλλη εκδοχή του Ιάγου: μισογύνης, σαδιστής με αξιοθαύμαστη λίμπιντο, τρομερές ικανότητες στην ίντριγκα και στο βασανισμό). Ο συνθέτης παραχωρεί στους χαρακτήρες του μόνο σύντομα αλλά έντονα soli που δεν διακόπτουν τη μουσική συνοχή. Τα ρετσιτατιβι, που συνηθίζονταν σε παλαιότερες όπερες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο.
Η τρίπρακτη όπερα «Τόσκα» βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο Η Τόσκα (1887) του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού.
Με την γκαβότα στο Παλάτσο Φαρνέζε της Β' πράξης ή το τραγούδι του βοσκού, τις καμπάνες του όρθρου της Γ' πράξης και το Te Deum της παιδικής χορωδίας στο φόντο μιας ιδιαίτερα σκληρής σκηνής βασανιστηρίων, o Πουτσίνι αποδίδει ρεαλιστικά τη δραματικότητα της περίστασης, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό δείγμα βερισμού. Ενθουσιώδες ήταν το χειροκρότημα στην Γεβγκένια Μουραβιέβα όταν ερμήνευσε την άρια «Vissi d’arte» της Δεύτερης Πράξης και στον Ρικκάρντο Μάσσι όταν ερμήνευσε την άρια «Ε lucevan le stelle» της Τρίτης Πράξης. Αξέχαστη η θεατρική ερμηνεία του Τάσση Χριστογιαννόπουλου στο «Ha più forte sapore la conquista violenta che il mellifluo consenso».
Η δημιουργία του έργου
Η τρίπρακτη όπερα «Τόσκα» βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο Η Τόσκα (1887) του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ -επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι-, τον Καβαραντόσσι ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε.
Η Τόσκα παρουσιάστηκε από το Γ΄ Ελληνικό Μελόδραμα κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1916/17. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Τότε την ορχήστρα διηύθυνε ο Σώτος Βασιλειάδης. Τον ρόλο της Τόσκα, πέρα από την πρώτη διδάξασα, Νταρκλέ και την Κάλας, έχουν ερμηνεύσει, επίσης, οι υψίφωνοι Ζίνκα Μιλάνωφ, Μονσεράτ Καμπαγιέ, Μιρέλα Φρένι, Ράινα Καμπαϊβάνσκα, Ρενάτα Σκότο και Άντζελα Γκεοργκίου.
Ο Πουτσίνι επιθυμούσε να συνθέσει μια μελωδική όπερα: μια μουσική που να έρχεται από την καρδιά και να μιλάει στην καρδιά. Στη μουσική του διακρίνονται με σαφήνεια ο χαρακτήρας των σκηνικών προσώπων, τα χρώματα και οι χειρονομίες των ερμηνευτών. Ο ίδιος έλεγε: «Κάνω θέατρο, οπτικοποιώ τη σκηνική δράση». Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερο από άλλα έργα του, η Τόσκα σηματοδοτεί το πέρασμα στο πεδίο του βερισμού9, περιλαμβάνοντας ακόμα και σκληρές, νοσηρές όψεις της πραγματικότητας, καθώς επίσης αποσπασματικούς, συναισθηματικά φορτισμένους διαλόγους.
Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της βόρειας Ιταλίας στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Έως σήμερα παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα από τα έργα του περιλαμβάνονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική γλώσσα του διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη όπερά του, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Βέρντι.
Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στις απαιτήσεις της εποχής. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις Βρυξέλλες το 1924, έμεινε ανολοκλήρωτο το τελευταίο έργο του, η όπερα Τυραντό.
(1) Το ρεπερτόριο της Γεβγκένια Μουραβίεβα εκτείνεται από τον ιταλικό βερισμό μέχρι τη «Σαλώμη» του Στράους. Aπόφοιτη του Κρατικού Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης, έκανε το ντεμπούτο της ως Τατιάνα στον «Ευγένιο Ονέγκιν», στο Θέατρο Μαριίνσκι. Ερμήνευσε, επίσης, την «Ντάμα Πίκα» του Τσαϊκόφσκι στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, τη «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους, την Κατερίνα Ισμαήλοβα στη «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενκ» του Σοστακόβιτς, στο θέατρο Μπολσόι και την «Τουραντότ» στη Λίμα του Περού. Έχει πρωταγωνιστήσει, επίσης, στην Όπερα της Λυών, στην Όπερα της Τουλούζ, στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Θέατρο Σαν Κάρλο, στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου κ.α. ερμηνεύοντας με επιτυχία σημαντικούς ρόλους.
(2) Ο Ρικκάρντο Μάσσι είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από την πολύ επιτυχημένη του εμφάνιση στο Γκαλά Όπερας της ΕΛΣ στο Ηρώδειο το 2020. Ερμηνευτής του λυρικοδραματικού ρεπερτορίου, έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για τις ερμηνείες του σε ρόλους έργων Πουτσίνι και Βέρντι. Έχει εμφανιστεί σε κορυφαία λυρικά θέατρα όπως Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βερολίνου, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Όπερα Ρώμης, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Όπερα Ζυρίχης, Όπερα Όσλο, Βασιλική Όπερα Σουηδίας (Στοκχόλμη), Βαυαρική Κρατική Όπερα (Μόναχο), Βασιλικό Θέατρο Τορίνου, Όπερα Αυστραλίας και Φεστιβάλ Γκλάιντμπορν.
(3) O βαρύτονος (και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου Ολύμπια Μαρία Κάλλας) Τάσης Χριστογιαννόπουλος πρωταγωνιστεί από το 1989 σε παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ εμφανίζεται στα σημαντικότερα θέατρα παγκοσμίως όπως, μεταξύ άλλων, σε Οπερά Κομίκ, Εθνική Όπερα Παρισιού και Θέατρο Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βερολίνου, Όπερα Φρανκφούρτης, Βασιλική Όπερα Βερσαλλιών, Κρατική Όπερα Βιέννης, Φεστιβάλ Γκλάιντμπορν.
(4) Η πορεία του Λουκά Καρυτινού στην Εθνική Λυρική Σκηνή αρχίζει το 1985, το 1992 γίνεται μουσικός διευθυντής του Οργανισμού και καλλιτεχνικός διευθυντής από το 1999 μέχρι το 2005. Έχει διευθύνει σε διεθνή φεστιβάλ όπως της Βερόνας, της Ρώμης, της Λας Πάλμας, του Τόρρε ντελ Λάγκο, της Αβάνς και έχει συνεργαστεί με μεγάλα λυρικά θέατρα όπως του Βερολίνου, της Βαρκελώνης, της Κολωνίας, του Μόντε Κάρλο, του Ντητρόιτ, του Ζάλτσμπουργκ.
(5) Ο Ντε Άνα, ο οποίος είναι παγκοσμίως διάσημος για τα μνημειώδη σκηνικά του και την εντυπωσιακή χρήση φωτισμών και βίντεο, έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο όπως, μεταξύ άλλων, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα Μιλάνου, Αρένα Βερόνας, Όπερα του Τόκυο και Λισέου Βαρκελώνης.
(6) Το 1800 οι Γάλλοι και ο Ναπολέων εισήλθαν στην Ιταλία στη δεύτερη ιταλική εκστρατεία τους. Οι Αυστριακοί υπό τον διοικητή Michael von Melas, υπερασπίστηκαν τα εδάφη τους στη βόρεια Ιταλία. Σε αυτό το σκηνικό ήρθαν οι νέες επαναστατικές ιδέες από τη Γαλλία για την αδελφότητα, την ελευθερία και την ισότητα, να εμπνεύσουν την αντίσταση ενάντια στην παλιά τάξη των Ευγενών, τους Βασιλείς και το ιερατείο τους.
(7) Η Μάχη του Μαρένγκο (αγγλικά: Battle of Marengo) υπήρξε η πολεμική σύρραξη που έλαβε χώρα στις 14 Ιουνίου 1800 μεταξύ των γαλλικών δυνάμων υπό τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, και των αυστριακών δυνάμεων της Μοναρχίας των Αψβούργων, στην τοποθεσία του χωριού Μαρένγκο (ιταλ. Marengo) κοντά στην πόλη Αλεσσάντρια στο Πεδεμόντιο (ιταλ. Πιεμόντε) της Ιταλίας. Κοντά στο τέλος της μάχης, οι Γάλλοι ανέτρεψαν την αιφνίδια επίθεση των Αυστριακών υπό τον στρατηγό Μίκαελ φον Μέλας (γεννημένος στην Τρανσυλβανία), νικώντας τους και εκδιώκοντάς τους από την Ιταλία, ενισχύοντας έτσι τη θέση του Ναπολέοντος ως Πρώτου Υπάτου της Γαλλίας.
(8) Το leitmotiv (οδηγητικό μοτίβο) είναι ένα χαρακτηριστικό μουσικό σχήμα που υποδηλώνει ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ή ιδέα. Μπορεί να επαναλαμβάνεται αναλλοίωτο ή να αλλάζει ενορχηστρωτικά, ρυθμικά ή αρμονικά.
(9) Ο βερισμός (ιταλικά verismo) είναι καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο εκδηλώθηκε στην Ιταλία, στους τομείς της λογοτεχνίας, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών. Στη λογοτεχνία, παρουσιάστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα με βασικούς εισηγητές τους συγγραφείς Λουίτζι Καπουάνα, Τζοβάννι Βέργκα και την Γκράτσια Ντελέντα. Οι συγγραφείς του κινήματος του βερισμού επεδίωκαν την όσο το δυνατόν πιο πιστή και αντικειμενική περιγραφή της καθημερινότητας και της ψυχολογίας των κατώτερων τάξεων του ιταλικού νότου. Χρησιμοποιούσαν γλώσσα άμεση, λιτή στην αφήγησή τους και πρόσεχαν τις λεπτομέρειες, ενώ έφτιαχναν διαλόγους πολύ ρεαλιστικούς. Ο βερισμός έκανε θριαμβευτική επάνοδο στη λογοτεχνική και γενικότερα στην καλλιτεχνική ζωή της Ιταλίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω του νεορεαλισμού. Στη μουσική ο βερισμός εκπροσωπείται από συνθέτες όπως ο Πιέτρο Μασκάνι και ο Ρουτζέρο Λεονκαβάλο. Το πρώτο έργο, αντιπροσωπευτικό του κινήματος, ήταν η όπερα «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι, που παρουσιάστηκε το 1890. Ακολούθησαν οι «Παλιάτσοι» του Λεονκαβάλλο και η όπερα «Αντρέα Σενιέ» του Ουμπέρτο Τζιορντάνο. Ο Πουτσίνι, παρότι δεν υπήρξε αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος του βερισμού, κατατάσσεται στους βεριστές με την «Τόσκα» του.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.