Για την παράσταση «Τάξη» των Ιζόλντ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν που ανεβαίνει στο Θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η «Τάξη» (Class) των Ιζόλντ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν ανέβηκε στο Φεστιβάλ Θεάτρου του Δουβλίνου το 2017 με μεγάλη επιτυχία, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο θέατρο Abbey του Δουβλίνου (Ιανουάριος 2018) και στο Traverse Theatre στα πλαίσια του Φεστιβάλ Φριντζ του Εδιμβούργου, όπου απέσπασε το βραβείο Scotsman’s Fringe First και το βραβείο ZeBBie καλύτερης συγγραφής από την Ένωση Συγγραφέων της Ιρλανδίας.
Tο θέατρο «Κυδωνία» του Μιχάλη Βιρβιδάκη μετέφρασε και παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την «Τάξη» τον Δεκέμβριο του 2023 σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση και τώρα ανεβαίνει από την εταιρεία θεάτρου «Μνήμη» για τρεις παραστάσεις (Μ. Δευτέρα έως και Μ. Τετάρτη) στο θέατρο «Σταθμός», στο Μεταξουργείο. Εξαιρετική μουσική επένδυση της παράστασης από τον Δημήτρη Ιατρόπουλο.
Μια τάξη σαν όλες τις σχολικές τάξεις του κόσμου
Η ραγδαία υπόθεση διαδραματίζεται σε μια τάξη σχολείου και φέρνει στο προσκήνιο την οδυνηρή καθημερινότητα κάθε δασκάλου που θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά του, βλέποντας μπροστά του να διανοίγεται ένα υπαρξιακό δράμα.
Ο κύριος ΜακΚάφερτι καλεί τους (διαζευγμένους) γονείς του νεαρού Τζέιντεν, που παρουσιάζει προβλήματα γραμματισμού (literacy) και αποκλίνουσα συμπεριφορά, ώστε να τους ενημερώσει για την ανάγκη συνδρομής σχολικού ψυχολόγου. Εκείνοι εξανίστανται και θυμώνουν, είτε γιατί το παρελθόν και το πολιτιστικό τους υπόβαθρο δεν τους επιτρέπει να είναι δεκτικοί στην παραίνεση, είτε διότι στ’αυτιά τους ο επιστημονικός όρος «μαθησιακός γραμματισμός» ανακαλεί τον ατιμωτικό χαρακτηρισμό «μαθησιακή δυσλεξία» και θίγει τον εγωϊσμό τους.
Ο Αιμίλιος Καλογερής στον ρόλο του κύριου ΜακΚάφερτι διατηρεί μιαν ευαίσθητη ερμηνευτική γραμμή, ενώ εξασφαλίζει την επιθυμητή σταθερότητα στην απόδοση του ψυχισμού ενός νουνεχούς αλλά απηυδισμένου εκπαιδευτικού.
Αρνούμενοι ν’αναγνωρίσουν τις ευγενείς προθέσεις του κύριου ΜακΚάφερτι, ο Μπράιαν και η Ντόνα, αποξενωμένοι ήδη μεταξύ τους, αρνούνται, εξοργίζονται κι επιτίθενται αρχικά αιτιώμενοι ο ένας στον άλλο και στο τέλος χυμούν να κατηγορήσουν τον δάσκαλο. Προσωπικά τους απωθημένα, αποτυχίες που έχουν καταγραφεί στη συνείδησή τους, το έντονο σύμπλεγμα ταξικής κατωτερότητας του πατέρα και η αυστηρή, επιστημονική ορολογία που επιστρατεύει ο δάσκαλος, συνδυασμένα με την προκατάληψη και έντονο βαθμό επιφύλαξης, τους οδηγούν σε εχθρική αντιμετώπιση της πρωτοβουλίας του δασκάλου, που φτάνει έως τη λεκτική επίθεση και την απειλή της σωματικής του ακεραιότητας.
«Teacher, leave the kids alone!»
Ο Αιμίλιος Καλογερής στον ρόλο του κύριου ΜακΚάφερτι διατηρεί μιαν ευαίσθητη ερμηνευτική γραμμή, ενώ εξασφαλίζει την επιθυμητή σταθερότητα στην απόδοση του ψυχισμού ενός νουνεχούς αλλά απηυδισμένου εκπαιδευτικού που μάταια επιχειρεί να προστατεύσει τα παιδιά από τους γονείς τους χωρίς να επιστρατεύει την εξουσία του ειδικού επιστήμονα, αλλά με απόλυτη ενσυναίσθηση, που όμως προσκρούει στο τείχος της ανεπάρκειας των γονέων.
Στις σκηνές της ενισχυτικής διδασκαλίας ο τόνος και οι νουθεσίες του είναι αξιοπρόσεκτες κατά τη θέσπιση μιας αγαστής επικοινωνίας με τα παιδιά (σε αντίθεση με την προβληματική επικοινωνία του με τους γονείς), συνυπολογιζομένης της παρατήρησης ότι διαδραματίζει, επιπλέον, τον ρόλο του ρυθμιστή της ροής της παράστασης.
Ο Παναγιώτης Νικολιδάκης, ηθοποιός με μεγάλο δυναμικό και αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία, διαχειρίζεται παρορμητικά τον ρόλο του ευάλωτου πατέρα Μπράιαν και μπαίνει στο πετσί των ιδιαιτεροτήτων του, των μεταπτώσεών του και της επιθετικότητας που ο χαρακτήρας αυτός ορθώνει ως ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας.
Η Ρίτα Μαρτσάκη ενσαρκώνει τη μητέρα Ντόνα με δυναμισμό: μια μητέρα λαϊκής καταγωγής που έχει μεν την ικανότητα να αναγνωρίσει το πρόβλημα του παιδιού της, όμως στις προτεραιότητές της κεντρική θέση παίρνει η άμεση εξεύρεση ενός ικανού διαδόχου στον ρόλο του πατέρα και δικού της συντρόφου.
Αλληλοπεριχωρούμενα θέματα του έργου είναι η μαθησιακή αδυναμία, η δυστοκία/απροθυμία του οικογενειακού ιστού σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο απ’όπου αντλείται μεγάλος αριθμός μαθητών των σημερινών σχολείων.
Και οι δύο ηθοποιοί, ενσαρκώνοντας παράλληλα και τα παιδιά Τζέιντεν και Κάλεϊ, αποκαλύπτουν το μαθησιακό κενό και τη δυσκολία που οι ίδιοι αντιμετώπισαν ως παιδιά, στα πλαίσια του παλαιού τύπου σχολείου, που επεδείκνυε πολύ μικρότερη κατανόηση και μηδενική διάθεση συμπερίληψης. Αυτή η μετάβαση από τον ρόλο των ενηλίκων στην κίνηση και την αθωότητα των ανηλίκων είναι ένα ερμηνευτικό επίτευγμα και μια σκηνοθετική πρόκληση που επιβραβεύεται από το αποτέλεσμα.
«Another brick in the wall»
Αλληλοπεριχωρούμενα θέματα του έργου είναι η μαθησιακή αδυναμία, η δυστοκία/απροθυμία του οικογενειακού ιστού σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο απ’όπου αντλείται μεγάλος αριθμός μαθητών των σημερινών σχολείων, η βία που σιγοβράζει στους κόλπους της εκπαίδευσης, η εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ στις οικογένειες της μεσοαστικής και της εργατικής τάξης, η εξοργιστική περιφρόνηση και κοινωνική απαξίωση των δασκάλων και καθηγητών, η πρόταξη του εγώ των γονέων εις βάρος του συμφέροντος των παιδιών και ένα σωρό άλλα. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο, δυναμικό έργο, που συνδέει όλα αυτά τα ανεπίλυτα ζητήματα με σχέσεις αιτίου και αιτιατού, χωρίς να συγκαλύπτει την αλήθεια ή να εξιδανικεύει τις προθέσεις κανενός.
Πρώτο πρώτο, το πρόβλημα της μαθησιακής αδυναμίας (που οξύνεται τα τελευταία χρόνια, με την επισώρευση αιτημάτων «ενισχυτικής διδασκαλίας» και «παράλληλης στήριξης» στα ελληνικά σχολεία) είναι φλέγον, τόσο για τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας όσο και για το ευρύτερο φάσμα των θεσμών: βάζει κάτω από το μικροσκόπιο τον αποτυχημένο θεσμό της οικογένειας, ως κύριο υπαίτιο των μαθησιακών δυσκολιών και αδιεξόδων που οι δάσκαλοι καλούνται να διαχειρισθούν, τη στιγμή όπου το κοινωνικό σώμα αμφισβητεί την ακεραιότητά τους και ζητά επίμονα την αξιολόγηση και το «ξεσκαρτάρισμά» τους.
Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης έχει διαχειρισθεί το ίδιο καλά τη διδασκαλία της καλής μετάφρασης (επιμέλεια έκδοσης: Λίλας Τρουλινού), όσο και τις «μεταβάσεις» από σκηνή σε σκηνή.
Το ποιες διαστάσεις μπορεί να προσλάβει αυτό το αιχμηρό θέμα φαίνεται από τη γόνιμη αντιπαραβολή γονέων και παιδιών που επιχειρεί το έργο, μάλιστα με τους ίδιους ηθοποιούς να υποδύονται και τους μεν και τα δε σε διαδοχικές σκηνές υπόδυσης ενηλίκων/ανηλίκων: αυτό αφενός αποτελεί πρόκληση για κάθε ηθοποιό και σκηνοθέτη, αφετέρου προδίδει την πρόθεση των συγγραφέων να χαρακτηρίσουν ανώριμους τους γονείς. Τόσο ανώριμους όσο τα παιδιά τους, ή και πιο ανώριμους ακόμη: μεγαλωμένα, ακόμη τρωτά ως προς τον ψυχισμό παιδιά που κουβαλούν τα κόμπλεξ, τις ανασφάλειες και το θυμικό ανολοκλήρωτων προσωπικοτήτων.
Το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον
Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης έχει διαχειρισθεί το ίδιο καλά τη διδασκαλία της καλής μετάφρασης (επιμέλεια έκδοσης: Λίλας Τρουλινού), όσο και τις «μεταβάσεις» από σκηνή σε σκηνή, που είναι γραμμένες έτσι ώστε ο θεατής να παρακολουθεί την εξέλιξη των δρωμένων εκ του παραλλήλου και να βγάζει τα συμπεράσματά του- ενώ η αλλαγή φωτιστικών συνθηκών εξασφαλίζει και τη μετάβαση στις διαφορετικές χρονικές στιγμές. Με στιβαρή σκηνοθετική μπαγκέτα, έχει αξιοποιήσει σκηνοθετικά τον ραγδαίο ρυθμό αποκαλύψεων που προτείνει το συγκεκριμένο κείμενο, επιφυλάσσοντας στο κοινό συνεχείς εκπλήξεις και διαρκώς αναφυόμενους προβληματισμούς. Για μένα η πιο εντυπωσιακή σκηνή ήταν η απώλεια ελέγχου του δασκάλου μπροστά στο απειλητικό φάσμα της αμάθειας και της βίας που ασκείται εις βάρος του.
Η καχυποψία των γονέων δεν αποδίδεται, στην προσέγγιση του Βιρβιδάκη, ως μονοσήμαντο κατηγορώ που εξαπολύεται από ανεπίδεκτους γονείς εναντίον ενός οιονεί παντογνώστη διδασκάλου, αλλά ως ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα με ένα σωρό επισυνάψεις σε κύτταρα ανεπαρκούς ενηλικίωσης, συνδρόμου απόρριψης και αντίστοιχου συμπλέγματος ανελευθερίας αμφοτέρων. Η παράμετρος του ατελέσφορου έρωτα των δύο γονέων αξιοποιείται με σκηνές ευαίσθητης ψυχικής επαφής και δυναμιτίζεται με σκηνές ενστικτώδους αντεκδίκησης: όλα συγκλίνουν στο να «πληρώσει τη νύφη» το παιδί τους και να αποκαρδιωθεί τελείως ο πρόθυμος δάσκαλος.
Πάνω του θα επιρριφθεί συλλήβδην η ευθύνη για την ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος, αυτόν θα κατηγορήσουν όλοι για την πλημμελή φοίτηση και τα μαθησιακά αδιέξοδα αμέτρητων παιδιών που δεν βρίσκουν την οικογενειακή ενίσχυση που χρειάζονται. Αυτός θα αναλάβει τα ηνία για τη διάσωση ενός άρματος που τρέχει με ξεκαπίστρωτα άλογα και ραγισμένους άξονες στις ρόδες του: μοιραίο είναι να επιφορτισθεί το ανάθεμα όλων όσοι αποποιούνται των ευθυνών τους, φέρνοντας στον κόσμο παιδιά τα οποία είναι ανέτοιμοι (και τελικά ανίκανοι) να μεγαλώσουν.
Οι συγγραφείς
Ο Ντέιβιντ Χόραν είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Bewley’s Café Theatre και εργάζεται ως ελεύθερος θεατρικός σκηνοθέτης. Διδάσκει στην Lir National Academy του Trinity College στο Δουβλίνο. Σπούδασε στο Samuel Beckett Centre του Trinity College, καθώς και στο Ecole Jacques Lecoq στο Παρίσι. Έχει εργαστεί στο Θέατρο Abbey και έχει κερδίσει βραβεία καινούριας δουλειάς στο Φριντζ του Φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Έχει σκηνοθετήσει επίσης συγγραφείς όπως ο Σαίξπηρ και ο Φρίελ.
Η Ιζόλτ Γκόλντεν είναι καλλιτεχνική συνδιευθύντρια του θεάτρου Iris και έχει παίξει σε όλες τις παραγωγές του. Έχει σπουδάσει στη δραματική σχολή Gaiety του Δουβλίνου στην Ιρλανδία. Έχει πάρει μέρος σε πολλές περιοδείες με διάφορες θεατρικές ομάδες, όπως οι Barabbas, Macnas, Blue Raincoat Theatre Company και Storytellers Theatre Company.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.