Για την παράσταση «Καύσωνας» που ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία του Γιάννη Παναγόπουλου και στηρίζεται στις συλλογές διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου «Δέρμα» (εκδ. Πόλις) και «Μπλε υγρό» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: © Πηνελόπη Γερασίμου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Γιάννης Παναγόπουλος σκηνοθετεί μιαν αφήγηση αποσπασματική ως ανθρωπολογία του ελληνικού καλοκαιριού και τιτλοφορεί την περφόρμανς «Καύσωνα», συνθέτοντας κάποια αποσπάσματα από τα βιβλία Δέρμα (εκδ. Πόλις) και Μπλε υγρό (εκδ. Πόλις) της Βίβιαν Στεργίου.
Από το Δέρμα διαλέγει το σκηνικό της Αθήνας για να παρουσιάσει την τσιμεντένια κόλαση της Ομόνοιας, ένα αστικό τοπίο που φλέγεται, σαν αυγό που βράζει στη λαμαρίνα ενός αυτοκινήτου.
Επιλέγει, επίσης, την απαισιόδοξη όψη του καταστροφικού καλοκαιριού, όπου συντελούνται όλες οι σημαντικές απώλειες, όπου σημειώνονται οι θάνατοι των μεγάλων προσωπικοτήτων, όπου τα πράγματα φτάνουν σε μιαν οριακή κατάσταση και όπου κρίνεται η έκβασή τους.
To σκηνικό του καύσωνα
Τον σκηνοθέτη τον απασχολεί πώς ήταν η μεταβατική φάση από τα ’90s ως το 2020, πώς ωρίμασε η σχέση της γενιάς των millennials με την οικογένεια, τι ενοχές και τι φροντίδες κληρονόμησε αυτή η γενιά και πώς αντιλαμβάνεται την προσωπική επιτυχία.
Η μιζέρια και η φτήνεια περνούν σε δεύτερο επίπεδο, γιατί αυτό που πρέπει να αναδειχθεί είναι «ό,τι πουλάει».
Το βίντεο super 8 προβάλλει το καλοκαίρι ενός μικρού κοριτσιού και το χάδι της οικογένειάς του. «Ο τόπος είναι φωτεινός και ευλογημένος», δηλώνεται επιγραμματικά. Η μιζέρια και η φτήνεια περνούν σε δεύτερο επίπεδο, γιατί αυτό που πρέπει να αναδειχθεί είναι «ό,τι πουλάει». Η κακή χρήση των ξένων γλωσσών και η προσφορά υπηρεσιών έχει ένα όριο, δεν φτάνει ως τη δουλοπρέπεια.
Σεμεδάκια είναι στολισμένα στο παχύσαρκο κορμί της αντιπροσωπευτικής Ελληνίδας/ αυτής που κατοικεί στην παράγκα (ένα σαββοπουλικό σύμβολο που παίρνει, βεβαίως, εθνικές διαστάσεις, ήδη από τις απαρχές του Καραγκιόζη και του θεάτρου σκιών). Το σπίτι είναι διάφανο, peeping through ενός ματάκια, τα κορμιά είναι ημίγυμνα και αισθησιακά.
Το σπίτι στην ουσία είναι ένα παράπηγμα, ένα θεατρικό καραγκιόζ μπερντέ με λατέρνα και τη φωτογραφία της ρεμπέτισσας (της Μαρίκας Νίνου;), ένα τραπέζι που θα μετατραπεί σε Επιτάφιο και φέρετρο σε αισθητική που θυμίζει έντονα τις παραστάσεις των bijoux de kant, με μουσκεμένα σεντόνια, ιδρωμένους έρωτες που άρχισαν και γρήγορα τέλειωσαν, τάβλι ανοιχτό και πλαστικό τραπεζομάντιλο εκτεθειμένα, λάμπες σε τέσσερα χρώματα γλόμπου: κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πράσινο καφενείου, σημαιούλες κακόγουστες και άλλα στοιχεία περφόρμανς μιας λιτανείας που φαίνεται να μην ολοκληρώνεται.
Οι πρωταγωνιστές του καύσωνα
Οι ανθρωπότυποι είναι ο «hot» μποντιμπιλντεράς εραστής με το τριχωτό στήθος και το «ανοιχτό» λιμπιντινικό κάλεσμα στη στάση του σώματος και στο βλέμμα, το ερωτικό φετίχ της ξανθιάς βόρειας γκόμενας με το deux pièces μαγιό, η γριά με το τσεμπέρι που διασχίζει τη σκηνή σιωπηρά και κάθεται για να οδηγηθεί μετά στην κηδεία της, ο επηρμένος μαλάκας που πιστεύει στις άμεσες καπιταλιστικές λύσεις και προτείνει να ξεπουληθούν όλα (εμπνευσμένος από το διήγημα της Στεργίου “Ο Μέγας Αλέξανδρος στο Λονδίνο”).
Όλα αυτά δοσμένα με πολύ έξυπνη κινησιολογία, ελαφρώς σπασμωδική –σαν να πρόκειται για ανδρείκελα που επαναλαμβάνουν προσυμφωνημένες πόζες και κινούνται αυτιστικά γύρω από το ίδιο μοτίβο.
Όλα αυτά δοσμένα με πολύ έξυπνη κινησιολογία, ελαφρώς σπασμωδική- σαν να πρόκειται για ανδρείκελα που επαναλαμβάνουν προσυμφωνημένες πόζες και κινούνται αυτιστικά γύρω από το ίδιο μοτίβο.
Αντίστοιχα, οι εκπατρισμένοι εργαζόμενοι και οι τουρίστες παρουσιάζονται ως άνετοι, ως σέξυ, ως «cool». Αυτοί απολαμβάνουν τον καύσωνα, εφόσον έχουν τα χρήματα για να αγοράσουν τα πάντα: το σπίτι μας, τις μνήμες μας. Ωραίο θεματικό ερέθισμα, εξαιρετικές ερμηνείες και σιωπές, κυρίως από τη Νατάσα Σφενδυλάκη και τη Ζωή Μυλωνά (που, ειρήσθω εν παρόδω, μιλά εξαιρετικά Αγγλικά).
Ο μύθος των Κυκλάδων πλανάται ολόγυρα, στην υπαίθρια εκδοχή του: μια κονίστρα από άμμο, με φυτεμένα τουριστικά κιτς αγαλματίδια και μικρούς ιωνικούς κίονες που παραπέμπουν στην ευτέλεια και στην εκποίηση των πολιτιστικών αξιών. Γύρω-γύρω, καλαμιές ξεραμένες που θυμίζουν την παράσταση της «Ηλέκτρας» του Στούρουα, τα αγροτικά σκηνικά του Λούκα Ρονκόνι με του τριγμούς των σταχυών στην Επίδαυρο και τα «Θερμά θαλάσσια λουτρά» του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου.
Ενδιαφέρουσες carte-postales
Greek summer: αναμονή, νοσταλγία, λήθη, νάρκη, ραστώνη, αλμύρα, γυμνισμός και παράλυση σωμάτων και ηθών, νιάτα που τα αναπολείς και έντονος παγανισμός κατά τη διάρκεια των υψηλών θερμοκρασιών του ελληνικού θέρους. Κουκούτσια από φρούτα καλοκαιρινά.
Ασπρόρουχα απλωμένα με μανταλάκια σαν παραβάν που κρύβουν ένοχα μυστικά, παγωμένο ντους, θολός ορίζοντας, μια κουρτίνα ζέστης και νέφους. Κίτρινο, «ζεστό» φως του προβολέα και αφανισμός των περιγραμμάτων. Αντιηλιακά, ηδυπάθεια, κουνούπια και καμμένα ζώα, διάψευση προσδοκιών και ονειροπολήσεων, κλιματιστικά που καταστρέφουν το περιβάλλον.
Όλα θραύσματα μιας πραγματικότητας που όλους μάς αφορά και σε όλους μας κάποια παιδική ανάμνηση ανακαλεί, κατά κανόνα τραυματική: σαν τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο με τους γονείς να φλυαρούν δίπλα, να καπνίζουν και να ανέχονται τις μύγες πάνω απ’τις φλούδες του φαγωμένου καρπουζιού. Και να συμβιβάζονται με αυτήν την αέναη αναμονή.
Αναμονή και εκκρεμότητα: συμπτωματικά να είναι κύρια γνωρίσματα τόσο του καλοκαιριού, όσο και των ζωτικών θεμάτων της νεοελληνικής κοινωνίας; Μια περφόρμανς εντυπωσιακή ως σημαίνον. Μια παράσταση, όμως, θραυσματική, ημιτελής, υπαινικτική, ένα κείμενο infinito, που θα ήταν αριστουργηματικό εάν προκαλούσε συμμετρική διέγερση συναισθήματος και κρίσης, θυμικού και λογικής.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα ευρήματα του σκηνοθέτη παραμένουν κρυπτικά, μη αποκρυπτογραφήσιμα, με κορυφαίο αίνιγμα τις ασπρόμαυρες στολές των υποβλητικών μορφών που στολίζουν το φέρετρο και χορεύουν βακχικά στο τέλος.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα ευρήματα του σκηνοθέτη παραμένουν κρυπτικά, μη αποκρυπτογραφήσιμα, με κορυφαίο αίνιγμα τις ασπρόμαυρες στολές των υποβλητικών μορφών που στολίζουν το φέρετρο και χορεύουν βακχικά στο τέλος. Η παράσταση παραμένει (σκόπιμα, άραγε;) ασαφής ως προς τα σημαινόμενά της, παρά το γεγονός ότι δίνει το έναυσμα για πολλές δημιουργικές συζητήσεις.
Ο σκηνοθέτης
Ο Γιάννης Παναγόπουλος είναι απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Θεατρικών Σπουδών (Σχολή Καλών Τεχνών) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ήταν ο καλλιτεχνικός επιμελητής των Τελετών Έναρξης και Λήξης των Special Olympics που έγιναν στην Αθήνα το 2011. Έκανε το υποκριτικό του ντεμπούτο στο θέατρο το 2009, ενώ το 2019 προκάλεσε αίσθηση ως σκηνοθέτης με την παράστασή του, «Μπλε υγρό ή ο ουρανός δεν φαίνεται καλά από τη Σόλωνος», στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών.
Στοιχεία παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Παναγόπουλος
Δραματουργία: Νοvus
Σκηνικά-Κοστούμια: Δήμος Κλιμενώφ, Ναυσικά Κεκέ, Ευδοκία Λαμπροπούλου
Μουσική & Σχεδιασμός Ήχου: Jeph Vanger
Σχεδιασμός Φωτισμών: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη
Αρχειακό Υλικό Βίντεο: Ελένη Μυλωνά
Video Art / Μοντάζ: Αλεξάνδρα Ρίμπα
Συνεργάτις Σκηνοθέτη: Μαριάνθη Παντελοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αριστοτέλης Λιάτσης
Παίζουν: Αναστασία Δέλτα, Γιάννης Καράμπαμπας, Ιωάννης Μπάστας, Ζωή Μυλωνά, Γιάννης Παναγόπουλος, Νατάσα Σφενδυλάκη
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.