
Της Βίκυς Βασιλάτου
Του είπε, της είπε, είπαν, δεν είπαν, υπονόησαν, σώπασαν, το είπαν αλλιώς, το εννόησαν αλλιώς, το ακούσαμε έτσι, αλλιώς, τραγούδησαν, χόρεψαν, έπαιξαν μια έτσι και μια αλλιώς. Και όλα αυτά σε μία και μόνο παράσταση διάρκειας μόλις μιας ώρας. Και αν κάποιοι από τους θεατές είχαν χαμηλώσει τον ήχο του αναπόφευκτου γέλιου τους, δεν σας κρύβω ότι τα δικά μου ντεσιμπέλ τα άφησα να εκφραστούν ανεμπόδιστα. Δεν σας κρύβω επίσης ότι είχα καιρό να περάσω τόσο όμορφα και απελευθερωτικά σε μια παράσταση.
Ο λόγος για το ..σου ΄πα... μου ΄πες. Ένα αμάλγαμα κειμένων του γάλλου ποιητή και θεατράνθρωπου, Ζαν Ταρντιέ (1903-1995). Μια παράσταση που με καθήλωσε από την αρχή μέχρι το τέλος γιατί όχι μόνο έφεραν εις πέρας τη θεατρική αποστολή τους, μα η Ομάδα Όριο ξεπέρασε τα όρια του υποκριτικού, σκηνοθετικού και μεταφραστικού της ταλέντου. Ούτε ένα ψεγάδι. Ούτε ένα παραστράτημα του Στέφανου Κοσμίδη και Λεονάρδου Μπατή. Όσο για την Ινώ Μενεγάκη και τη Βιολέττα Γύρα, μου έκλεψαν πραγματικά την καρδιά. Τις ένιωσα να έχουν διεισδύσει βαθιά σ’ ό,τι υποδύονταν, παρούσες σκηνικά, επιβλητικές, παιχνιδιάρικες, σαγηνευτικές. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, σκάει ένα χαμόγελο στα χείλη μου όταν αναπλάθω στο μυαλό μου τις τσαχπινιές τους, τις ατάκες τους, τις διάφορες σκηνές με τα έτερα ήμισύ τους, σκηνές που με τόση μαεστρία κατεύθυνε η σκηνοθέτιδα, Δήμητρα Αράπογλου.
Με το τέλος της παράστασης, τη συνάντησα και αφού της έδωσα τα θερμά μου συγχαρητήρια, κλείσαμε ένα ραντεβού για την μεθεπομένη ώστε να απαντήσει στις ερωτήσεις που ήθελα διακαώς να της θέσω…
-Συστήστε μας εν τάχει τον Ζαν Ταρντιέ και το θεατρικό του έργο…
Εμφανίζεται στο θέατρο το 1949 με το έργο Ποιος είναι, με το οποίο προσπαθεί να ξεκόψει από τη συμβατική θεατρική γραφή, που σε αντίθεση με την μουσική και τη ζωγραφική, δεν τολμά να ξανοιχτεί στην αναζήτηση νέων δομών και ν’ αναγεννηθεί. Γράφει τότε μια σειρά από θεατρικά μονόπρακτα που ονομάζει «Θέατρο Δωματίου», περιγράφοντάς το ως εξής: «Με μια αέναη εμμονή στη γλώσσα της μουσικής γραφής συνέθεσα τα θεατρικά αυτά ξεκινώντας όχι από μια ιστορία ή έναν μύθο, αλλά από ένα θέμα συχνά συνδεδεμένο είτε με τις θεατρικές πρακτικές και μανιέρες (π.χ. παρωδία θεατρικών μονολόγων ή χρήση του «κατ’ ιδίαν» κλπ.) είτε με την αποδόμηση της γλώσσας (με την αλλαγή των λέξεων, χρήση άλλων λέξεων αντί άλλων...) είτε ακόμα και με τη μίμηση μιας μουσικής φόρμας (όπου τρεις κύριοι «αφηγούνται» μια σονάτα με μικρές επαναλαμβανόμενες και αφηρημένες ατάκες, στον ρυθμό και τη φόρμα με την οποία «συνομιλούν» τα όργανα σε ένα μουσικό τρίο)».
-Προς τι η επιλογή του συγκεκριμένου ποτ πουρί κειμένων;
Ο Ταρντιέ ανακάτεψε τη θεατρική φόρμα και την ποίηση εφευρίσκοντας αυτό που ονόμασε «Ποιήματα για να παιχτούν». Πλησίασε ακόμα περισσότερο τη μουσική και τη ζωγραφική, παίζοντας με ήχους, λέξεις, ρυθμό, κινήσεις. Με αυτή την έννοια δεν μπορούν όλα τα έργα του να μεταφραστούν, αλλιώς θα έπρεπε κανείς να τα ξαναγράψει στην κυριολεξία.
Διαλέξαμε και μεταφράσαμε αυτά που προσφέρονται περισσότερο σε μια ελληνική απόδοση με την πρόθεση να ενώσουμε σε μια παράσταση μερικά από αυτά τα μονόπρακτα συνδέοντάς τα με την ποίησή του. Το αποτέλεσμα είναι ένα μοντάζ από θεατρικά κείμενα και ποιήματα που μας ξεναγούν μέσα στον ιδιόμορφο κόσμο του. Τι κρύβεται πίσω από την υπερβολική ευγένεια, τη χαρά, το χιούμορ και τις λέξεις; Χωρίς χρονικό προσδιορισμό, χαρούμενα, ποιητικά και σπινθηροβόλα, αυτά τα κείμενα είναι ένα αφιέρωμα στη γλώσσα και τη ζωή. Το .. σου ΄πα... μου ΄πες είναι μια θεατρική παράσταση γκροτέσκα, ποιητική, μουσική, πολύχρωμη.
-Και τι αντιπροσωπεύουν τα πρόσωπα που συναντάμε σ’ αυτό το θεατρικό μοντάζ;
Είναι γεμάτα από τις χαρές, τις αγωνίες, τις υπαρξιακές μας ερωτήσεις, την επιτακτική ανάγκη μας να τις εκφράσουμε. Πρόσωπα που μιλάνε χωρίς να ακούγονται ή βυθίζονται μέσα σ’ ένα συναίσθημα που τους υπερβαίνει και δεν μπορούν να τελειώσουν τις φράσεις τους. Με άλλα λόγια, τα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν την αναπηρία της γλώσσας να εκφράσει την ουσία του «είναι» μας.
-Ποια στοιχεία σας κέντρισαν για ν’ ανεβάστε αυτόν τον συγγραφέα και όχι κάποιον άλλο;
Το γεγονός ότι ο ποιητής ψάχνει πάνω απ’ όλα ν’ αναδείξει το μυστήριο του νοήματος. Θέλει να κάνει εμφανή μία πραγματικότητα που δεν την βλέπουμε εάν δεν φωτιστεί με ένα άλλο βλέμμα από αυτό της καθημερινής πραγματικότητας, της ρεαλιστικής ζωής. Σπάει τις θεατρικές συμβάσεις και τους κώδικες. Η διερεύνηση των διαφόρων θεατρικών καταστάσεων τον οδηγούν να αδειάσει τον επεξηγηματικό λόγο για να επικεντρωθεί στους τρόπους να λες κάτι, τρόποι που μπορούν να διαμορφωθούν στο άπειρο με κινήσεις, κόντρα κινήσεις, χορό, ενώ δίνει πολλούς ρόλους στον ίδιο ηθοποιό. Οι ηθοποιοί δεν παίζουν την ουσία αυτού που λένε, αλλά τον ήχο σαν οργανοπαίχτες σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός συνολικού θεάματος που δεν έχει τόσο σκοπό να αναπαραστήσει τον κόσμο όσο να τον ανασυνθέσει. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά. Οι ασήμαντες πλοκές και οι επαναληπτικοί ή χωρίς νόημα διάλογοι δημιουργούν μια άλλη εικόνα της πραγματικότητας άλλοτε ποιητικά άλλοτε μουσικά, αλλά πάντα κωμικά.
-Και όσο για τις σκηνοθετικές δυσκολίες που συναντήσατε…;
Η δυσκολία και η ομορφιά αυτού του θεάτρου εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν μένει τίποτα που δεν έχει το βάρος της πυκνότητας. Μια δυσκολία που προκαλεί κι εμείς αποδεχτήκαμε αυτή την πρόκληση. Προσπαθήσαμε να ξυπνήσουμε την ευχαρίστηση του παιχνιδιού, με την αθωότητα ενός παιδιού που παίζει. Στην συνέχεια ψάξαμε τι κρύβεται πίσω από αυτές τις συμπεριφορές, προσπαθώντας ν’ αγγίξουμε το ανθρώπινο μέσα στην ευαισθησία του. Μετά ασχοληθήκαμε με τη γλώσσα: Πώς επικοινωνούμε; Πώς εκφραζόμαστε όταν η ανάγκη να εκφραστούμε βράζει σαν ηφαίστειο. Πώς ξέρουμε ότι εμείς διαλέγουμε τις λέξεις κι όχι το αντίστροφο; Γνωρίζουμε τι λέμε όταν τα χείλη και τα χέρια γελούν ή τρέμουν; Ποιος μιλάει διαμέσου μας και εν αγνοία μας; Η γλώσσα κρύβει μια άβυσσο μυστηρίου από όπου ξεπροβάλλουν τα συναισθήματα μας. Στον Ταρντιέ το παράλογο των συμπεριφορών φτάνει μέχρι τον σουρεαλισμό για να φανερώσει καλύτερα τις δυσκολίες τις ύπαρξης και συνύπαρξής μας. Και μήπως όλα αυτά δεν είναι κάτι σαν όνειρο, που μας κάνει να πλησιάζουμε εμάς τους ίδιους, ενώ μας μεταφέρει στην παιδική ηλικία, εκεί όπου οι συνθήκες δεν έχουν ακόμη καθοριστεί; Και όλα αυτά τα όνειρα που γαντζώνονται πάνω μας σαν μπάλες γεμάτες ελπίδες, λύπες, φόβους, γέλια, λήθη δημιουργούν τα πρωτογενή υλικά πάνω στα οποία πατάει αυτή η παράσταση, όπου η γλώσσα είναι μουσική, με τις σιωπές και τις αντιστίξεις της, και όπου οι θόρυβοι της πόλης είναι σαν οικογενειακοί ψίθυροι.
-Τι σας δίδαξαν τα κείμενα του Ταρντιέ;
Τα κείμενά του είναι υπαρξιακά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ξορκίσουν με αδεξιότητα τον θάνατο, τον φόβο του άγνωστου που μας περιβάλει και για το οποίο ψάχνουμε την επουσιώδη γνώση. Διαπίστωσε ότι το να γράφεις ξεκινώντας από σκίτσα, σου επιτρέπει να υπονοείς κάτι που δεν είναι ακόμη ορατό, προστατευμένος από κάθε κίνδυνο να παραφράσεις και να γίνεις πραγματικά συν-δημιουργός του σημαίνοντος. Ξεφεύγεις έτσι από την ουσία χρησιμοποιώντας γραμμές και χρώματα (φόρμες) όχι λέξεις και καταστάσεις. Χρησιμοποιεί τις φόρμες των διαλόγων χωρίς να έχουν ουσία. Τα βλέπεις, τα καταλαβαίνεις, αλλά μένουν ανεξιχνίαστα. Αυτό αποδομεί τη λογική όλου του πράγματος και του αρκεί να καταδεικνύει τα μεγάλα ανεξιχνίαστα θέματα του κόσμου του αυθαίρετου.
-Και για να κλείσουμε, μετά το αίσιο τέλος της «μάχης» με τον Ταρντιέ, ποια θα είναι η επόμενη θεατρική σας πρόκληση;
Η πρόθεση μας είναι να αναμετρηθούμε αυτή την φορά με ένα ελληνικό κείμενο, τις Κακούργες, που βασίζεται σε πραγματικές ιστορίες και είναι μεταφορά από το ομώνυμο βιβλίο της Μ. Σφακιανάκη-Μανωλίδου (εκδ. Κέδρος), αλλά είμαστε ακόμα σε στάδιο αναζήτησης χρηματοδότησης...
Την παράσταση «.. σου ΄πα... μου ΄πες» της Θεατρικής Ομάδας Όριο μπορείτε να την απολαύσετε μέχρι την τελευταία της ατάκα στο BIOS (Πειραιώς 84, www.bios.gr) έως τις 20 Νοεμβρίου.