
Για την παράσταση «Δωδέκατη νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία του Γιάννη Κακλέα, η οποία παρουσιάζεται στο «Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Υπόγειο». Φωτογραφίες © Πάτροκλος Σκαφίδας.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ έδωσε στη «Δωδέκατη Νύχτα» του τον υπότιτλο «Ό,τι επιθυμείτε», αναφερόμενος σαφώς στις αγγλοσαξονικές παραδόσεις του Feast of Fools, που αντιστοιχούν στις δικές μας παραδόσεις για τους καλικαντζάρους και τα υπόλοιπα στοιχειά και τελώνια των παραμονών των Χριστουγέννων, και μ' αυτό ο κορυφαίος δραματουργός βρήκε την ευκαιρία να υμνήσει τη ρευστότητα του φύλου και της ερωτικής επιθυμίας, ανεβάζοντας το έργο του στο Middle Temple, το 1602. Για την εορταστική περίσταση ο Σαίξπηρ έδωσε στο έργο του τη δομή μιας φάρσας όπου, όπως και στα ρωμαϊκά Saturnalia, η κανονικότητα ανατρέπεται και η σοβαροφάνεια της Αυλής της Ελισάβετ καταρρέει, για να υποδεχτεί την αποκάλυψη κρυφών βλαστικών θεοτήτων και την έλευση του misrule και του unreason (ήδη από την εποχή του Ερρίκου του 8ου υπήρχαν αντίστοιχες αναθέσεις σε entertainers της Αυλής).
Είδαμε μια παράσταση μεταμοντέρνα, αυτο-παρωδούμενη, που προκρίνει το μοτίβο της μεταμφίεσης/αλλαγής φύλου ώστε να εντάξει αβίαστα το ζήτημα της ρευστότητας, όχι μόνο του έρωτα, αλλά και των έμφυλων ταυτοτήτων.
Εκτός των ρόλων του φύλου, στη «Δωδέκατη Νύχτα» καταρρίπτονται και οι κοινωνικοί ρόλοι: μασκοφόροι ηθοποιοί μπορούν να υποδυθούν τον βασιλιά, τη βασίλισσα, τους ευγενείς. Επίσης, στην ελισαβετιανή εποχή οι γυναικείοι ρόλοι παίζονταν από νεαρούς άνδρες ηθοποιούς. Με αυτά τα δεδομένα, ο Σαίξπηρ βρίσκει αφορμή για τη διαγραφή του σπάνιου θεατρικού χαρακτήρα του Μαλβόλιο. Στην ιδιαίτερα εφευρετική σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα, με τη διασκευασμένη μετάφραση της «Δωδέκατης Νύχτας» από τον Ερρίκο Μπελιέ, είδαμε μια παράσταση μεταμοντέρνα, αυτο-παρωδούμενη, που προκρίνει το μοτίβο της μεταμφίεσης/αλλαγής φύλου ώστε να εντάξει αβίαστα το ζήτημα της ρευστότητας, όχι μόνο του έρωτα, αλλά και των έμφυλων ταυτοτήτων.
Οι αποκλίνοντες νόμοι της επιθυμίας
Η μεταμφίεση (transvestissement) επιτρέπει σε μια γυναίκα που έχει ντυθεί άντρας να κρύψει τον έρωτά της για έναν άλλον άντρα, ενώ παράλληλα την εκθέτει στην επιθυμία μιας άλλης γυναίκας: αυτή η διπλή μετατόπιση δεν παράγει μόνο το στοιχείο της παρεξήγησης και του κωμικού (τελικά κανείς δεν επιθυμεί αυτόν που τον επιθυμεί, αλλά κάποιον άλλον), επιπλέον δίνει δίοδο στη σεξουαλική επιθυμία, υπό οποιαδήποτε μορφή της. Η παρεξήγηση, δε, είναι φαινομενική στο έργο αυτό, καθώς είναι προφανές ότι οι θεατές διακρίνουν το πραγματικό φύλο και μπαίνουν εθελούσια στη σύμβαση να εθελοτυφλούν σ’ αυτό, συμμεριζόμενοι τη δραματουργική συνθήκη που τους επιτρέπει να εναντιωθούν στις συμβάσεις.
Το ότι ο εμμονικά ερωτοχτυπημένος δούκας Ορσίνο προσεγγίζει με αισθησιασμό τα χείλη του Σεζάριο είναι, στο έργο, μια επιτρεπτή ομοφυλόφιλη προσέγγιση συγκεκαλυμμένη υπό το πρόσχημα της «ομοιότητας» του Σεζάριο προς μια γυναίκα: όμως το δέμας του άνδρα είναι ρόλος θεατρικός που τον υποδύεται η Βιόλα επί σκηνής, καταρρίπτοντας τους μύθους περί «φυσικότητας» του φύλου, κατ’ ουσίαν δηλαδή υπερβαίνοντάς τους. Και η σύμβαση των δεσμών του γάμου υπερκαλύπτεται από την ερωτική φαντασίωση, καθώς στο τέλος του έργου συντελείται το «ταίριασμα» μιας γυναίκας με έναν άντρα που μοιάζει τόσο έντονα με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε (έστω κι αν την ερωτεύτηκε υπό τον ρόλο ενός αρσενικού).
Η μεταμφίεση (transvestissement) επιτρέπει σε μια γυναίκα που έχει ντυθεί άντρας να κρύψει τον έρωτά της για έναν άλλον άντρα, ενώ παράλληλα την εκθέτει στην επιθυμία μιας άλλης γυναίκας...
Όλο αυτό το παιχνίδι στον άβακα της εκτροπής της κανονικότητας έχει τον χαρακτήρα μιας εξωφρενικής φάρσας, που διεγείρει τον ερωτισμό μέσω της παρενδυσίας (cross-dressing), της «ντραγκ» εμφάνισης και της αλληλοπεριχώρησης/ρευστότητας των ρόλων των φύλων: ο κύριος Κακλέας στήνει τη δική του «Δωδέκατη Νύχτα» σε μιαν Ιλλυρία αφαιρετική, όπου η σκοτεινή, κενή από αντικείμενα σκηνογραφία δίνει τον χώρο στους ηθοποιούς του να εκδιπλώσουν το ταλέντο τους στο μουσικοχορευτικό θέατρο, στον αυτοσχεδιασμό, στη σάτιρα. Με σπάνιες εξαιρέσεις (κάποια σημεία όπου ο λόγος εκτρέπεται προς τον καθημερινό, σύγχρονο λόγο), το πείραμα αυτό πετυχαίνει, ενώ δεν παραξενεύει διόλου το γεγονός ότι οι μουσικές επιλογές του Γρηγόρη Ελευθερίου είναι απόλυτα σύγχρονες και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, οι περούκες του Κωνσταντίνου Σαββάκη και το μέικ απ της Όλγας Φαλέι συγκρατούν θραύσματα μόνο του παλαιού, ώστε να στήσουν μια νέα αισθητική.
Διαρκής μεταμφίεση, παρερμηνεία ταυτοτήτων
Η Αμαλία Καβάλη δίνει μια Βιόλα που, παρά τη μεταμφίεσή της σε Σεζάριο, διατηρεί έκτυπη ευαισθησία και θηλυκότητα. Ο Ορσίνο του Κωνσταντίνου Μπιμπή συνιστά ένα πολύπλευρο σκηνικό φαινόμενο: παίζει πιάνο, τραγουδά και διατρανώνει τον έρωτά του παντοιοτρόπως. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη ως Ολίβια είναι αισθησιακή και εμποτίζει τον ρόλο της με έντονο χιούμορ. Η Μαρία της Ελευθερίας Παγκάλου είναι λιγότερο δαιμόνια από τη σαιξπηρική Μαρία, ενώ η Αγγελική Τρομπούκη ως Φοίβη συνθέτει μαζί της ένα καλό χορευτικό δίδυμο, που αξιοποιεί τις υπέροχες μάσκες της παράστασης. Πολύ καλή αξιοποίηση της μάσκας γίνεται και από τον Feste (fool), τον θείο της Ολίβια Sir Toby Belch (πολύ καλός στον ρόλο ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου) και τον μπεκρή Sir Andrew Aguecheek (εξαιρετικός ο Πωλ Ζαχαριάδης), αυτό το παράλληλο σύμπαν από πρόσωπα που διάγουν βίο πολυτελή, παρασιτικό και ακόλαστο και παγιδεύουν τον Μαλβόλιο σε μια σκηνή κωμικού εξορκισμού.
Ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης διακωμωδεί τον πουριτανισμό του ψευδολόγιου, μωροφιλόδοξου και ναρκισσευόμενου Μαλβόλιο, ενώ η ερμηνεία αυτού του σημαντικού ρόλου κορυφώνεται στη σκηνή του διασυρμού του. Ο Μαλβόλιο λειτουργεί ως ηλίθιος (fool) και μόνο στην προοπτική επίδειξης εύνοιας εκ μέρους της ποθητής Ολίβια: μέσω της έκθεσής του στη γελοιότητα, επιτυγχάνει τη συνειδητοποίησή του – άλλωστε σε αυτό το έργο η επίτευξη της συνειδητότητας είναι αποτέλεσμα της προβολής της ανεπεξέργαστης επιθυμίας.
Μια πρωτοποριακή και τολμηρή παράσταση.
Θα σταθώ ιδιαίτερα στην επιλογή της αμφίφυλης, προκλητικής εκδοχής του Φέστε (μιας «επιμολυντικής», σατυρικής persona που ανακλά το εορταστικό πνεύμα και είναι, ταυτόχρονα, πειραχτήρι όπως ο Puck), που ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος υποδύεται, συνθέτοντας τον ρόλο του «Τρελού» και τον ρόλο του κομπέρ, χορεύοντας και αξιοποιώντας ένα μοναδικό βήμα αυτοσχεδιασμού: στην επιτυχία του ρόλου του συμβάλλουν πολύ τα εντυπωσιακά κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, η κίνηση της Αγγελικής Τρομπούκη και οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου.
Όλοι οι χαρακτήρες θεωρούν πως ο Σεζάριο είναι ο «πνιγμένος» Σεμπάστιαν και του συμπεριφέρονται ανάλογα, ενώ ο κανονικός (δίδυμος) Σεμπάστιαν δεν αντιλαμβάνεται γιατί του φέρονται έτσι. Το κοινό, βεβαίως, γνωρίζει όλη τη γκάμα των συμβάσεων, ώστε να βιώσει την τελική κάθαρση: η εμφάνιση επί σκηνής του Σεμπάστιαν που έχει σωθεί (Αμαλία Καβάλη) και του αφοσιωμένου συντρόφου του Αντόνιο (Αλέξανδρος Σκουρλέτης) επιτρέπει στον σκηνοθέτη να αναδείξει τον αμιγώς ομοφυλόφιλο έρωτα δύο ανδρών. Μια πρωτοποριακή και τολμηρή παράσταση.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.