Για την παράσταση των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη «Romáland – Mια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν», η οποία θα παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης μέχρι και τις 26 Νοεμβρίου. Φωτογραφίες © Ανδρέας Σιμόπουλος.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Αν στους πρωταρχικούς στόχους του «θεάτρου-ντοκουμέντου» είναι να υπονομεύσει την κατασκευασμένη πραγματικότητα των Μ.Μ.Ε. και της κοινής αντίληψης προτείνοντας, στη θέση της, μια πολιτική παρέμβαση, τότε η παράσταση «Romáland» των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης ρίχνει φως σε μια κορυφαία υποπερίπτωση ρατσισμού στη σύγχρονη Ελλάδα, στα στερεότυπα που παράγουν αυτόν τον ρατσισμό και στις «στρογγυλεμένες», ρομαντικοποιημένες εκδοχές του ίδιου θέματος που συνήθως προβάλλονται.
Χρειάστηκε ενδελεχής έρευνα προκειμένου να ανασυρθούν συγκεκριμένες πληροφορίες που επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο, πέραν των συνεντεύξεων, μαρτυριών, δημοσιευμάτων και εικασιών που προηγήθηκαν και που, τηρουμένων των αναλογιών, προσλαμβάνουν στην παράσταση αυτή προσωπικό χαρακτήρα και περιβάλλονται μια ποιητική αχλύ. Είναι αποκαλυπτικά τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από την έρευνα των δύο σκηνοθετών – που η δουλειά τους στον χώρο είναι φυσική συνέχεια των προηγούμενων σκηνοθεσιών τους: της παράστασης «Τηλέμαχος – Should I Stay or Should I Go?» και της «Καθαρής Πόλης». Η έρευνα προέβλεπε επίσκεψη στη δομή κοινωνικής ένταξης παιδιών Ρομά του «Φάρου του Κόσμου» στον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, και σε καταυλισμούς στον Ασπρόπυργο και την ευρύτερη Δυτική Αττική (σε συνεργασία με τη ΜΚΟ Κλίμακα στο Ζεφύρι).
«Πού πας ρε γύφτο;»: τα απίστευτα πορίσματα της επιτόπιας έρευνας
Εκτός, λοιπόν, από τις τρέχουσες περιπτώσεις αδικιών εις βάρος τσιγγάνων που είναι άφθονες, η παράσταση ξεμπροστιάζει μια σειρά από ξεριζωμούς, γενοκτονίες, δικαστικές πλάνες και εμφανείς αδικίες, παραγκωνισμούς και πράξεις βίας που εκπορεύτηκαν γενικότερα από το κοινωνικό σώμα και ειδικότερα από την Αστυνομία, συνθέτοντας λεκτικά ένα αποτρόπαιο ιστορικό δίωξης των τσιγγάνων στην Ελλάδα. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, οι Ρομά πυροβολούνταν αδιακρίτως και σκοτώνονταν και η δικαιοσύνη ήταν επιεικής, είτε οι δράστες ήταν σκληροί πολίτες είτε σκληρή αστυνομία σε ρόλο «τιμωρού»: 716 περιπτώσεις αστυνομικής και κρατικής βίας και ρατσισμού κατά των Ρομά στην Ελλάδα μέσα σε 18 μήνες. Τον Δεκέμβριο του 2022, ο 16χρονος Κώστας Φραγκούλης πέφτει σε κώμα και τελικά πεθαίνει, όταν αστυνομικός τον πυροβολεί στο κεφάλι κατά τη διάρκεια καταδίωξής του στη Θεσσαλονίκη. Έναν χρόνο νωρίτερα, στο Πέραμα, ένας ακόμα νεαρός Ρομά, ο 18χρονος Νίκος Σαμπάνης, δολοφονείται μετά από καταδίωξή του από επταμελή ομάδα ΔΙΑΣ, με έναν καταιγισμό 36 πυροβολισμών.
Αν συνυπολογισθεί πως το 20% των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές είναι Ρομά σε μια χώρα όπου κατοικούν έως και διακόσιες χιλιάδες Ρομά, διαγράφεται η έκταση του ρατσισμού στις σωστές της διαστάσεις. Εάν, τέλος, σ’ αυτήν προστεθεί η ιστορική προσέγγιση, διαπιστώνει κανείς ότι η κοινότητα των Ελλήνων Ρομά χρονολογείται από τον 15ο αιώνα και διατηρεί τον χαρακτήρα της χωροταξικής προσωρινότητας. Υφίσταται, δε, καθεστώς ανιθαγένειας μέχρι και το 1979, όταν τύποις μεν πολιτογραφείται, παραμένει όμως τρωτή, πολλαπλώς βαλλόμενη, εκτιθέμενη στην ανέχεια, τη γκετοποίηση και τον στιγματισμό, κατά το ιστορικά ειθισμένο ανά την Ευρασία. Ό,τι υφίστατο η εβραϊκή κοινότητα σε αστικό επίπεδο σε όλες τις ιστορικές περιόδους, το υφίστατο και ο αθίγγανος, είτε ανήκε σε κεντροευρωπαϊκό φύλο, είτε προερχόταν από τις Ινδίες ή τη Ρουμανία: στρατόπεδα συγκέντρωσης χιτλερικά ή σταλινικά, μαζικές εκκαθαρίσεις/γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις, τεράστια φρίκη και όνειδος για τον δυτικό άνθρωπο που αμβλύνεται διαρκώς και αποκρύπτεται συστηματικά.
Ό,τι υφίστατο η εβραϊκή κοινότητα σε αστικό επίπεδο σε όλες τις ιστορικές περιόδους, το υφίστατο και ο αθίγγανος, είτε ανήκε σε κεντροευρωπαϊκό φύλο, είτε προερχόταν από τις Ινδίες ή τη Ρουμανία: στρατόπεδα συγκέντρωσης χιτλερικά ή σταλινικά, μαζικές εκκαθαρίσεις/γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις...
Στο πλαίσιο της εξοικείωσης του κοινού μέσα από ένα «ανάλαφρο» πρίσμα χιούμορ και διασποράς των αιχμηρών εντυπώσεων, η αφήγηση των πρωταγωνιστών επιστρατεύει τη «ρομανί» γλώσσα για να αρθρώσει μετωπική αφήγηση. Ξεκινά, δε, με τη σύντομη αυτοβιογραφία του Ρομά καταγωγής Αβραάμ Γκουτζελούδη, ενός επαγγελματία ηθοποιού που ξεκίνησε από τη βόρεια Ελλάδα και τώρα σπουδάζει στο Εθνικό Θέατρο. Ανάμεσα στους ερασιτέχνες μάρτυρες, κυρίαρχη (μητριαρχική) persona είναι η εξηντάχρονη Αγγελική Ευαγγελοπούλου, μικροπαντρεμένη, αγράμματη και πολύτεκνη, που συνεχίζει να περιφέρεται ως ανέστια ανά την Ελλάδα. Ακολουθεί η σαραντάχρονη Μέλπω Σαΐνη, γοητευτική και ταλαιπωρημένη από ένα οικοδόμημα επιμέρους ρατσιστικών συμπεριφορών που επίσης ζει νομαδικά, εμπορευόμενη ό,τι μπορεί (εν προκειμένω τις πενιχρές ερμηνευτικές της δυνατότητες) και παραμένοντας επαγγελματικά ανασφαλής. Η νεαρότερη εκ των τριών γυναικείων μαρτυριών προέρχεται από τη Θεοδοσία Γεωργοπούλου, κατά το ήμισυ Ρομά, που διενεργεί μια ταυτοτική αναζήτηση. Η πιο χαρακτηριστική, τέλος, μαρτυρία προέρχεται από τον Γιώργο Βιλανάκη, που μεγάλωσε σε έναν καταυλισμό Ρομά στη Γιάννουλη, Λάρισας. Το «μπουλούκι» των ερμηνευτών πλαισιώνει μουσικά επί σκηνής ο Γιώργος Δούσος, που δεν είναι τσιγγάνος, αλλά «μπαλαμός».
Τα αναμφίβολα πολλά θετικά της παράστασης
Δεν πρέπει κανείς να κρίνει το «Romáland» ούτε ως ιστορικός ούτε ως δημοσιογράφος, εφόσον η παράσταση δεν τοποθετείται αφοριστικά επί του θέματος, αποφεύγοντας να λειτουργήσει ως ιδεολογικός μοχλός (νομίζω αυτή είναι η εκπεφρασμένη άποψη του κου Τσινικόρη, που δεν ευθυγραμμίζεται απαραίτητα με τη θέση του κου Αζά). Επιχειρείται μια ελεύθερη, ποιητική παράθεση κάποιων πτυχών της δύσκολης ζωής που διάγουν οι Έλληνες Ρομά, σε συνεχή αντιπαραβολή προς τη στερεοτυπική θέασή τους από τον μέσο Νεοέλληνα «μπαλαμό»: ο όρος από μόνος του –σε συνδυασμό με τον εύχρηστο, υποτιμητικό χαρακτηρισμό «γύφτος» για τους τσιγγάνους– ορίζει τον διαχωρισμό (discrimination), μιαν αμιγώς φυλετιστική διάκριση που θα την κατέτασσα πολύ υψηλά σε μια προσωπική μου εκτίμηση για την κλιμάκωση των μορφών ρατσισμού στον τόπο μας: χωρίς να μπορώ εδώ να προσκομίσω στατιστικά τεκμήρια, κρίνω ότι, μετά από τον φόβο για τη σωματική αναπηρία και την ψυχική νόσο και μετά από τον μικροαστικό τρόμο απέναντι στην κοινωνική κι επαγγελματική αποτυχία, η απέχθεια προς τους Ρομά έρχεται τρίτη κατά σειράν, για να ακολουθήσουν ο σεξισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, η περιθωριοποίηση της τρίτης ηλικίας και η φρίκη απέναντι στους πρόσφυγες, τους αναρχικούς και τους ομοφυλόφιλους, καθώς και όλες οι άλλες μορφές κοινωνικών διακρίσεων. Είναι χαρακτηριστικά χιουμοριστική, αλλά και ακριβής ως προς τη στόχευση, η φράση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα: «Οι μισοί με αποκαλούσαν “βλάχο”, οι άλλοι μισοί “γύφτο” και όλοι μαζί με φώναζαν “αδερφή!”».
Στην αποτίμηση της παράστασης πρέπει κανείς να συνεκτιμήσει τον βαθμό δυσκολίας στη σύναψη μιας ομάδας εργασίας από Ρομά και από «μπαλαμούς» ταυτόχρονα.
Στην αποτίμηση της παράστασης πρέπει κανείς να συνεκτιμήσει τον βαθμό δυσκολίας στη σύναψη μιας ομάδας εργασίας από Ρομά και από «μπαλαμούς» ταυτόχρονα. Η διαρκής επιφύλαξη που είναι απόλυτα φυσιολογική, η αμοιβαία υπέρβαση της επιφύλαξης αυτής, η διασφάλιση κλίματος εμπιστοσύνης και η ευθυγράμμιση προς έναν κοινό στόχο: την εναλλακτική αφήγηση της νεοελληνικής Ιστορίας υπό το πρίσμα του τσιγγάνου, είναι οι επιτυχίες των Αζά/Τσινικόρη. Επιπλέον, η υπογράμμιση της διαπίστωσης πως ο ρατσισμός είναι δυσδιάκριτος και συχνά συσκοτίζεται από τη στερεότυπη εικόνα του «ανέμελου», «αδέσμευτου», «αενάως περιφερόμενου», «μποέμ», «αναλφάβητου μεταπράτη», «μυστικιστή», «μικροαπατεώνα» τσιγγάνου, που δεν αποδέχεται τα ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά, αστικά και σεξουαλικά στερεότυπα «ημών των υπολοίπων», ωστόσο επιβιώνει (τάχατες) με ευκολία χάρη στο φυσικό του ταλέντο να διαφεύγει της λαβίδας του Νόμου – όλα αυτά υπονομεύονται από τη μαρτυρία και τη ζωντανή τεκμηρίωση της παράστασης, πράγμα που ανεβάζει πολύ τον πήχυ του εγχειρήματος.
Επιφυλάξεις σχετικά με τη δραστικότητα του θεάτρου-ντοκουμέντου
Από την άλλη, το σκηνικό της «καλύβας-στούντιο», η χρήση της κάμερας/συνέντευξης, της οθόνης προβολής (ένα αντεστραμμένο διαφημιστικό πλακάτ κάποιας εθνικής οδού), ο αυτοσχεδιαστικός τόνος που έχει μια γραμμική παράθεση μαρτυριών, η απουσία «αυστηρής» σεναριακής δομής, το ύφος «πρόβας» εντός στούντιο τύπου Κάρλος Σάουρα και η σκηνοθετημένη αγαστή συνύπαρξη τσιγγάνων και «μπαλαμών» επί σκηνής συνιστούν αντίφαση προς την έξω πραγματικότητα. Η σκηνική συνθήκη στο πλαίσιο της οποίας αναδεικνύεται το πρότυπο μιας γυναίκας Ρομά καταγωγής που «πήρε στα χέρια της τη μοίρα της» και εναντιώθηκε στον ματσισμό, στον σεξισμό, στην καταπίεση, στον προδιαγεγραμμένο κοινωνικό της ρόλο είναι άκρως συγκινητική.
Αντίθετα, το ότι κάποιοι άντρες Ρομά περνούν σε μια νέα διάσταση «ένταξης» στο κοινωνικό σώμα υιοθετώντας αστικές συνήθειες κι επαγγελματικούς στόχους, παραμένει ένα συμβαντολογικό, «επιλεγμένο» τεκμήριο: ο μέσος Έλληνας ακούει «τσιγγάνος» και σκέφτεται το Ντάτσουν με τις πατάτες και τους πλανόδιους οργανοπαίκτες, στην καλύτερη δε περίπτωση τον Κώστα Χατζή και τον Μανώλη Αγγελόπουλο ως βάρδους μιας «αποστασιοποιημένης» Ρομά ταυτότητας.
Επιπλέον (και δυστυχώς) το σύστημα αξιών των Ρομά εξακολουθεί να πρωθιεραρχεί την πρόωρη τεκνοποίηση και να θεοποιεί την οικογένεια παρά τον ευάλωτο χαρακτήρα του θεσμού, η φτώχεια και η απουσία συνθηκών υγιεινής παραμένει το κύριο γνώρισμα των κοινοτήτων αυτών, ενώ θρησκόληπτοι και προληπτικοί είναι και η συντριπτική πλειονότητα των Ρομά. Κι ενώ έχουν γίνει προσπάθειες για την ένταξη των Ρομά στις τοπικές κοινωνίες, δεν έχουν εξαλειφθεί οι εξώσεις και η γκετοποίηση, με αποτέλεσμα οι Ρομά να συνεχίζουν να κατοικούν σε καταυλισμούς έξω από τις πόλεις ή σε μη-διεκδικούμενα οικόπεδα, στον Ασπρόπυργο, στην Ελευσίνα, στο Μενίδι, στα Νέα Λιόσια και στην Αγία Βαρβάρα.
Επιπλέον (και δυστυχώς) το σύστημα αξιών των Ρομά εξακολουθεί να πρωθιεραρχεί την πρόωρη τεκνοποίηση και να θεοποιεί την οικογένεια παρά τον ευάλωτο χαρακτήρα του θεσμού, η φτώχεια και η απουσία συνθηκών υγιεινής παραμένει το κύριο γνώρισμα των κοινοτήτων αυτών...
Η φυλετική διάκριση διαιωνίζεται και οι τσιγγανόπαιδες (παρά τις αποσπασματικές, κατ’ ουσίαν αδιάφορες απόπειρες του Υπουργείου Παιδείας να τους εντάξει κατά καιρούς) συνεχίζουν να εγκαταλείπουν το σχολείο. Τα σχετικά ρατσιστικά ανέκδοτα συνεχίζουν να λέγονται στην εποχή του #metoo, χωρίς αυτό να εξοργίζει κανέναν. Οι σημερινοί Ρομά συνεχίζουν να ζουν όπως ζούσε ο Έλληνας αγρότης των δεκαετιών ‘60 και ’70, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν έχουν αποδεχθεί (ευτυχώς, ίσως, γι’ αυτούς) την αστικοποίηση και, ως εικός, παραμένουν για την αντίληψη του μέσου Νεοέλληνα «βρόμικοι, αγράμματοι, παράσιτα, επικίνδυνοι».
Η παράσταση των Αζά-Τσινικόρη είναι, μεν, αφορμή για συζήτηση και αυτοκριτική, καλύπτει αρκετό ποσοστό τεκμηρίωσης για τις «φυλές» των Ρομά και τα ήθη τους, αφήνει ωστόσο απ’ έξω μια σειρά περιπτώσεων που αφορούν κυρίως τους διεσπαρμένους Ρομά, παραμένοντας εγκλωβισμένη στο πρίσμα ενός «μπαλαμού» που πασχίζει να υπερβεί τα στερεότυπα. Αυτό είναι μια ευγενής πρόθεση, σίγουρα έχει θετικά αποτελέσματα εις βάρος των στερεοτύπων, όμως δεν επιφέρει κάποιο ριζικό πλήγμα στη διαιώνισή τους. Εκ των πραγμάτων η ζωή του μέσου Τσιγγάνου παραμένει terra incognita για την αντίληψή μας και το στερεότυπο τέλος κάθε τσιγγάνικου παραμυθιού, με τη φράση: «ο Ρομά είναι και δεν είναι» συνεχίζει αδιαλείπτως να απεικονίζει την κατάσταση.
Συντελεστές
Έρευνα, Κείμενο & Σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης
Σκηνικά & Κοστούμια: Διδώ Γκόγκου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Μουσική & Ηχητικός Σχεδιασμός: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Βίντεο: Oliwia Twardowska
Επιστημονικός Σύμβουλος: Γιώργος Τσιτιρίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αβραάμ Γκουτζελούδης
Συνεργάτης για τη Δραματουργία: Μιχάλης Πητίδης
Σύμβουλος Δραματουργίας: Camille Louis
Training ερμηνευτών: Λιάνα Ταουσιάνη
Βοηθός σκηνογράφου - ενδυματολόγου : Μαργαρίτα Τζαννέτου
Εκτέλεση Παραγωγής: Ζωή Μουσχή – Ρένα Ανδρεαδάκη
Παίζουν: Γιώργος Βιλανάκης, Θεοδοσία Γεωργοπούλου, Αβραάμ Γκουτζελούδης, Αγγελική Ευαγγελοπούλου, Μέλπω Σαΐνη
Μουσικός επί σκηνής: Γιώργος Δούσος
Μετάφραση υπερτίτλων στα αγγλικά: Μέμη Κατσώνη
Ταυτόχρονος υπερτιτλισμός: Γιάννης Παπαδάκης
Παραγωγή: Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
- Η έρευνα για την παράσταση πραγματοποιήθηκε με την αρωγή και την υποστήριξη της ΜΚΟ «Κλίμακα» και της «Ελλάν Πασσέ».
- Υποστηρίζεται από το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια» της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.