
Το έργο «Στην Εθνική με τα μεγάλα» παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη. Φωτογραφίες: © Αλέξα Α.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, στα πλαίσια της εκδήλωσης «Η Δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο», είδα το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη «Στην Εθνική με τα μεγάλα», σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη. Το Στην Εθνική με τα Μεγάλα (εκδ. Το Ροδακιό) ανέβηκε στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων του Λευτέρη Βογιατζή το 1997, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη και επιλέχτηκε από την BONNER BIENNALE 1998 για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα. Ο Κοραής Δαμάτης ανεβάζει μια παράσταση υψηλών αξιώσεων με τέσσερις εξαιρετικές ερμηνείες σε ένα κείμενο που ρίχνει τον φακό στην ποιητική απόδραση: κάπου δίπλα στην Εθνική Οδό, ο Λάκης και ο αδερφός του ο Λόλης περιμένουν την έξωση από το σπίτι τους, ενώ η φρίκη ενός συντελεσμένου εγκλήματος βαρύνει την ατμόσφαιρα.
Μεταστοιχειώσεις μπεκετικών ηρώων
Ως ευθείες μεταστοιχειώσεις μπεκετικών ηρώων, τα δυο αδέρφια βρίσκονται σε συνεχή αναμονή «Εκείνης», δηλαδή της απούσας, αλλά και κατά χίλιους τρόπους παρούσας Μάνας, που ο σκηνοθέτης την τοποθετεί δίπλα, πάνω και κάτω απ’το διπλό κρεβάτι, «κλείνοντας το μάτι» στον θεατή για την ανομολόγητη πράξη που έχει συντελεστεί στον χώρο. Με αναπάντητα ερωτήματα, έωλα ως προς την οικογενειακή ταυτότητα και κοινωνικά περιθωριοποιημένα, τα δυο αδέρφια πασχίζουν να συσφίξουν τους δεσμούς αίματος ώστε να επιβιώσουν του οδοστρωτήρα της Εθνικής Οδού που μέλλει να περάσει μέσα από το σπίτι τους.
Ο ένας έρχεται, ο άλλος αναβάλλει την απόδραση υπεκφεύγοντας, η Μάνα έχει ήδη αναχωρήσει, ο πατέρας έχει πεθάνει, ενώ αναμένεται εντός ενός εικοσιτετραώρου η τήρηση του συμβολαίου κατεδάφισης. Ωστόσο και αυτή αναβάλλεται κατά το δοκούν, μια και το έγγραφο που την επισημοποιεί έχει χαθεί μέσα στο αχούρι.
Ο μεγάλος αδερφός ανασύρει δραματικές μνήμες ψυχικής εκτροπής και ψυχιατρικής νοσηλείας: ο Λάκης είναι βίαιος και απότομα προσγειωμένος, παραμένει όμως ποιητικός και αγνός.
Γιατί δεν πρόκειται ακριβώς για σπίτι, αλλά για ένα παράπηγμα, ένα οριακό (liminal) φυλάκιο μετασχηματισμού και μετάβασης: μια παράγκα γεμάτη σαμπρέλες, εργαλεία και παλιοσίδερα η οποία, δίκην κατοικίας, περιορίζει τις ερειπωμένες ζωές τους σε μια χρονική προθεσμία άμεσης εκτέλεσης. Ο μεγάλος αδερφός ανασύρει δραματικές μνήμες ψυχικής εκτροπής και ψυχιατρικής νοσηλείας: ο Λάκης είναι βίαιος και απότομα προσγειωμένος, παραμένει όμως ποιητικός και αγνός, με αναλαμπές επαρχιώτικης κουτοπονηριάς που θα του επιτρέψουν να πλαστογραφήσει μιαν οιονεί ζωντανή μητέρα, σε μια τελετή οικογενειακής συνωμοσίας που, πέραν της χιουμοριστικής της διάστασης, φέρει και τα χαρακτηριστικά του αλλοτριωμένου αξιακού συστήματος.
Ο Ανδρέας Γιαννακούλας (γνωστός μας ήδη από την απίθανη ερμηνεία του στο «Μούρη γεμάτη μούρα» του Laurence Wilson, μια σκηνοθεσία της Αθηνάς Δελιάδη στο θέατρο «Σταθμός») προσεγγίζει τον αντιφατικό αυτόν χαρακτήρα με μεγάλη ευαισθησία, εμβαθύνοντας σε παραμέτρους που κρύβονται πίσω από τις λέξεις: άλλωστε σ’ αυτήν την κατεύθυνση έχει γίνει και το πιο κοπιώδες μέρος της συνεργασίας με τον σκηνοθέτη, που αναζητά στο προσεγμένο λεξιλόγιο του Μιχάλη Βιρβιδάκη όλες τις πιθανές παραδηλώσεις, προβάλλοντας τη γλώσσα ως όχημα μεταφοράς πολλαπλών νοημάτων.
Η απόκρυψη των οικογενειακών φωτογραφιών και των συμβολαίων ιδιοκτησίας μέσα σε πλίνθους ατάκτως ερριμμένους είναι μια κειμενική επιλογή που υπογραμμίζει την αιώρηση μεταξύ του τραυματικού παρελθόντος και του αβέβαιου μέλλοντος. Στειρότητα, αδιέξοδο, πολυδιάσπαση, έλλειμμα τρυφερότητας είναι τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα των προσώπων της επαρχίας, προϊόντα απομόνωσης και στέρησης.
Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά τη δραστική μείωση της έκτασης του έργου (ώστε ν’ανταποκρίνεται στον παιδευτικό χαρακτήρα της διοργάνωσης), το αποτέλεσμα -διάρκειας περίπου μίας ώρας- είναι εξίσου δραστικό και πολυσήμαντο, ενώ παράλληλα ζωγραφίζει το στερητικό σύνδρομο και τον καθημαγμένο βίο που διακρίνει την επαρχία, καθώς και την κατεπείγουσα ανάγκη απόδρασης απ’αυτήν.
Επαρχιώτικη είναι και η περίπτωση του «χαζούλη» μικρού αδερφού, του Λόλη, που έχει συνάψει σχέση με μια αισθαντική κοπέλα, τη Λέλα. Το πορτραίτο της Λέλας είναι σαρκικό, γήινο, η δε ομοιότητά της (στα μάτια τους) με Εκείνη (τη Μάνα) είναι προφανής. Ο Θάνος Σκόπας εκπλήσσει με την αυτοαναιρούμενη, αυτοσαρκαζόμενη και τρυφερή περσόνα που φιλοτεχνεί. Τα δύο αδέρφια αξιοποιούν την εμβρυακή στάση στις ερμηνείες τους και κραυγάζουν την ανάγκη τους για προστασία, ασφάλεια, ρίζωμα, κατά περίπτωσιν επιστρατεύοντας το παιχνίδι, το τραύλισμα, τη σωματική βία, έως και την υπόδυση του θανάτου.
Η προοπτική της επιχείρησης με τα γευστικά καρπούζια υλοποιεί τους ατελέσφορους πόθους τους για μια θετική κάρπωση της ζωής και μιαν ανάγκη εντοπιότητας που διαρκώς υπονομεύεται από την αδιόρατη ενοχή, τη μνησίκακη παράταση του χρόνου στο διηνεκές, την αναβλητική και -εν κατακλείδι- αυτοκαταστροφική αναστροφή στον ομφάλιο λώρο: σε αυτό το σημείο το κείμενο του Βιρβιδάκη γίνεται νατουραλιστικό, καθώς η μαυρίλα, η καταχνιά και η βουή των διερχόμενων οχημάτων γίνονται ο καμβάς διαγραφής του νοσηρού ψυχικού τοπίου των ηρώων.
Η ανάκληση σκηνών της παιδικής τους ηλικίας, το μίσος του μεγάλου αδερφού προς τον βίαιο, κακοποιητικό πατέρα και η εκκρεμούσα εξαφάνιση της μητέρας, σε συνδυασμό με την επινόηση ενός σιωπηρού, τέταρτου προσώπου στη θέση τη δική της, ενισχύουν το μεταφυσικό στοιχείο της παράστασης.
Η ανάκληση σκηνών της παιδικής τους ηλικίας, το μίσος του μεγάλου αδερφού προς τον βίαιο, κακοποιητικό πατέρα και η εκκρεμούσα εξαφάνιση της μητέρας, σε συνδυασμό με την επινόηση ενός σιωπηρού, τέταρτου προσώπου στη θέση τη δική της, ενισχύουν το μεταφυσικό στοιχείο της παράστασης: η Δανάη Παπουτσή λέει πολλά με την εύγλωττη σιωπή της, θεσπίζοντας ένα γλαφυρό αντιθετικό δίπολο προς τον λαλίστατο χαρακτήρα της Λέλας, που τον υποδύεται θαυμάσια η Ελένη Μιχαηλίδου.
Οι υποψίες που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, ο μικροαστικός υπαινιγμός, η καχυποψία, αλλά και η ιδιοτέλεια που χαρακτηρίζουν τη νεαρή Λέλα έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση προς την επιπολής χαρούμενη φυσική της παρουσία στη ζωή των δυο αδερφών.
Ηχοι σαν χτύποι καρδιάς
Ο ήχος των φορτηγών που περνούν σε υψηλές ταχύτητες στην Εθνική είναι μια άλλη εκδοχή του χτύπου της καρδιάς του εμβρύου: ψηλαφώντας την κοιλιά της γυναίκας, το ασθενές αρσενικό αφουγκράζεται τον κόσμο με τους γνώριμους ήχους που θα τον επανασυνδέσουν με τη φάση της κύησής του.
Στη σκηνοθετική προσέγγιση του Κοραή Δαμάτη, το γριφώδες κείμενο του Βιρβιδάκη αναδεικνύεται με εξίσου υπαινικτικές φωτιστικές συνθήκες: οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου αναδεικνύουν τις γωνίες εκείνες της πραγματικότητας που το κείμενο τις αποκαλύπτει με το σταγονόμετρο, παραμένοντας γοητευτικό μες στην ελλειπτικότητά του: ο θεατής αναχωρεί με μιαν έντονη αίσθηση εκκρεμότητας, έχοντας καταγράψει τα κατηγορήματα της νεοελληνικής πραγματικότητας ως συστατικά μαύρης κωμωδίας.
Καθώς λοιπόν συνιστά αλληγορία της σύγχρονης Ελλάδας, το «Στην Εθνική με τα μεγάλα» συγκεντρώνει όλα τα ποιοτικά γνωρίσματα ενός άρτιου έργου της δραματουργίας του Παραλόγου, υποδειγματικού ως προς τις αναλογίες των μερών του και φειδωλού ως προς τις αποκαλύψεις του.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελική Παπασταθοπούλου
Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική Επιμέλεια: Δημήτρης Μπέλλος
Σχεδιασμός Φώτων: Νίκος Σωτηρόπουλος
Ερμηνεύουν:
Αντρέας Γιαννακούλας
Θάνος Σκόπας
Ελένη Μιχαηλίδου
Δανάη Παπουτσή