Η παράσταση σύγχρονου χορού «Carte Blanche στον Κωνσταντίνο Ρήγο» παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Takis.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος και ο γλύπτης Takis
Είδα την εξαιρετική παράσταση σύγχρονου χορού «Ίδρυμα Takis: Carte Blanche στον Κωνσταντίνο Ρήγο», μια χορογραφική δουλειά σε τρεις πράξεις που πραγματοποίησε ο Ρήγος με τη βοήθεια της Μαρκέλλας Μανωλιάδη και τέσσερα μέλη του χοροθεάτρου «Οκτάνα». Καθεμία από τις τρεις πράξεις συνάπτει μια αυτόνομη σχέση ανάμεσα στα σώματα των χορευτών και το εικαστικό περιβάλλον του μουσείου – μιαν ευρύτερη αναφορά που επεκτείνεται και στο γύρω τοπίο.
[...] ο χορογράφος δανείστηκε υλικό μαγνητοσκοπημένο και δούλεψε πάνω σ’ αυτήν την πρώτη ύλη, δημιουργώντας το δικό του σύμπαν στην ίδια κατεύθυνση.
Ο γλύπτης ΤΑΚΙS το 1964 είχε αγοράσει αυτή την έκταση περίπου 10 στρεμμάτων στο λόφο Γεροβουνό, στους πρόποδες της Πάρνηθας, ορμώμενος από τα ισχυρά μαγνητικά πεδία της περιοχής. Το 1993 είχε εγκαινιάσει, εκεί, το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (Κ.Ε.Τ.Ε.), όπου προσπάθησε να γεφυρώσει την τέχνη με τον ηλεκτρομαγνητισμό δημιουργώντας «κινητικά» έργα τέχνης διεθνούς αναγνώρισης. Το Ίδρυμα Takis στο Καματερό έδωσε «Λευκή Κάρτα» στον χορογράφο Κωνσταντίνο Ρήγο να αποκαταστήσει τη σχέση του ανθρώπινου σώματος με τα Ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά, στο πλαίσιο μιας ενότητας δράσεων που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Takis – Διάλογοι»: ο χορογράφος δανείστηκε υλικό μαγνητοσκοπημένο και δούλεψε πάνω σ’ αυτήν την πρώτη ύλη, δημιουργώντας το δικό του σύμπαν στην ίδια κατεύθυνση.
Η πρώτη πράξη διαδραματίζεται στη σύνθεση από σφαίρες που είναι εγκατεστημένες στο άνω αριστερά μέρος του υπαίθριου χώρου που περιβάλλει το μουσείο και ονομάζεται «Σφαίρες – Αιολικό» ή, αλλιώς «Πλανήτες»: ο εξαιρετικός χορευτής Σπύρος Ντόγκας ενοποιείται με τη λευκή, τη μεγαλύτερη από τις «ουράνιες» αυτές σφαίρες, σε μιαν ισορροπία τρόμου που ισοδυναμεί με αναρρίχηση και απογείωση, παραπέμπει δε στη Γένεση, τόσο λόγω της γυμνότητας του χορευτή, όσο και λόγω της εμφανούς προσπάθειάς του να «αποκολλήσει» το σώμα του από την επιφάνεια αυτού του σφαιρικού (πλανητικού) σώματος και να πετάξει. Η κατάληξη είναι μια εκ νέου «απορρόφηση» του χορευτή στο βάθος (στο πίσω μέρος, για την ακρίβεια) της σφαιρικής αυτής μάζας, που αποκαθιστά πυθαγόρεια αρμονία και γαλήνη στο τοπίο υπό τον ήχο της υποβλητικής μουσικής σύνθεσης του Θοδωρή Ρέγκλη που περιλαμβάνει προηχογραφημένο υλικό, ήχους από τα μουσικά γλυπτά του Takis και έναν αυτοσχεδιασμό στο πιάνο από τον ίδιο τον συνθέτη.
Στη δεύτερη πράξη οι θεατές βαδίζουν στον υπαίθριο χώρο και στέκονται δίπλα στα «Ηλεκτρικά Βαρέλια» και τα «Φουγάρα»: η Μαρκέλλα Μανωλιάδη βρίσκεται σε φάση ερμηνευτικής ωριμότητας και ελέγχει τα εκφραστικά της μέσα, ο Σπύρος Ντόγκας ερμηνεύει έντονα και δραματικά, ο Σταύρος Ίκμπαλ διακρίνεται για την αρμονία των κινήσεών του, η Αναστασία Γαλάτη για τον δυναμισμό και τη στιβαρότητά της και ο Θάνος Ραγκούσης για την ιδιαίτερη ευαισθησία του. Οι χορευτές συναντώνται στο βάθρο και πλαισιώνουν τα γλυπτά, ενοποιώντας τη δική τους, χορογραφημένη σύνθεση σωμάτων με μια γενικότερη σύλληψη του Κωνσταντίνου Ρήγου για την ένταξη του ανθρώπινου κορμιού στον υπαίθριο χώρο. Η σύνθεση παραπέμπει στην παράσταση «Elkesis» που ο Takis είχε παρουσιάσει μαζί με τον χορογράφο Γιάπ Φλίερ του Nederlands Dans Theater το 1973. Λιτή και μαύρου χρώματος είναι η ενδυματολογική του προσέγγιση, με τις χαρακτηριστικές κοντές μαύρες κάλτσες και τον τονισμένο ερωτισμό του ημίγυμνου κορμιού. Έλξη και απώθηση, άηχη δόνηση και κοσμικός ήχος που υπαινικτικά αναδίδεται από το μέταλλο, μελωδία και αρμονικές τοποθετήσεις του ensemble των χορευτών, σε μιαν αλληλοδιαδοχή που θα μπορούσε άνετα κανείς να την αποκαλέσει «κινούμενο γλυπτό», χωρίς να προδίδει την αρχική σύλληψη του εικαστικού καλλιτέχνη.
Στην τρίτη πράξη μεταφερόμαστε μαζί με τους ερμηνευτές στο ανοιχτό θέατρο όπου βρίσκονται τα μεγάλα «Σινιάλα» και το «Gong», μια σύνθεση εντονότερης δόνησης, άρα και μεγαλύτερης διαδραστικότητας. Ο αφηρημένος χαρακτήρας της χορευτικής σύνθεσης συνάπτει αντιθετική σχέση προς τη γεωμετρική δομή των γλυπτών. Η εγγύτητα με τους χορευτές μετατρέπεται σε δομική συνθήκη της performance, καθώς τα ξαπλωμένα σώματά τους μπαινοβγαίνουν στον οριζόντιο χώρο που ορίζει μια τεντωμένη χορδή, πασχίζοντας να μην την αγγίξουν. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Κωνσταντίνος Ρήγος: «το σώμα συνομιλεί με τη δημιουργία του γλύπτη, τόσο σε εννοιολογικό όσο και σε αρχιτεκτονικό και κινητικό επίπεδο». Αυτό υλοποιείται θαυμάσια ως σύλληψη στη συγκεκριμένη χορογραφική σύνθεση, όπου τα κορμιά κινούνται ανάμεσα σε τεντωμένες χορδές και κινούμενες σφαίρες, κυριολεκτικά «μοχθώντας» να συνταιριάσουν την καμπυλότητά τους με τη γεωμετρική φόρμα που τα περιβάλλει και, παράλληλα, να μην θίξουν την αυτονομία της. Προπάντων, όμως, να εκτελέσουν τη δύσκολη χορογραφία συντονιζόμενα με τη «δόνηση» που προκύπτει από τη σκηνοθετημένη συνθήκη και από τη συνύπαρξη/γειτνίαση προς το κοινό.
Η επίγευση της παράστασης είναι ένα συναίσθημα απογείωσης, μια κατάσταση σχεδόν υπερβατική, πολύ συγγενής προς τους οραματισμούς του γλύπτη Takis. Θεωρώ (αν και δεν είχα την τιμή να τη δω) πως κάποιο τέτοιο συναίσθημα θα πρέπει να ανέδιδε και η περφόρμανς που είχε πραγματοποιήσει ο Takis το 1960 σε συνεργασία με το φίλο του ποιητή Sinclair Beiles με τίτλο: L’Impossible – Homme dans l’Espace (Το Αδύνατον – Ο Άνθρωπος στο Διάστημα). Tότε ο Sinclair Beiles είχε διαβάσει το παρακάτω απόσπασμα από το περίφημο μαγνητικό του μανιφέστο: «Είμαι γλυπτό…Υπάρχουν κι άλλα γλυπτά σαν εμένα. Η κύρια διαφορά είναι ότι δεν μπορούν να μιλήσουν…Θα ήθελα να δω όλες τις πυρηνικές βόμβες στη Γη να μετατρέπονται σε γλυπτά …».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).