Η παράσταση «Μυστήριο 76 – Don't Look Back» παρουσιάστηκε στις αποθήκες του Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας, σε σύλληψη και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η νέα δημιουργία του Γιάννη Χουβαρδά «Μυστήριο 76: Don’t Look Back» κομίζει την έκπληξη, τον παραξενισμό, την ανανέωση στις παραστατικές τέχνες. Έχοντας μετατρέψει τις αποθήκες του Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας σ’ ένα είδος «πύλης-διόδου» προς τον Κάτω Κόσμο, ο κύριος Χουβαρδάς μεταφέρει ένα προσωπικό του όραμα και το υλοποιεί, χορογραφώντας –με τη βοήθεια της Μαρκέλλας Μανωλιάδη και της Έρης Κύργια– ένα σύνολο από εξαιρετικούς ηθοποιούς σε πολλαπλούς ρόλους/variations ενός κεντρικού μοτίβου: του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης.
Τηρώντας τις αναλογίες σκοτεινότητας των ορφικών μυστηρίων (ποτέ δεν θα μάθουμε επακριβώς τι τεκταινόταν κατά τη διάρκειά τους), ο σκηνοθέτης της «Ελευσίνας-Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2023» μετατρέπει ένα ενδιαφέρον, υποβλητικό μνημείο βιομηχανικής αρχαιολογίας σε «πέρασμα» προς τον Άδη, με χιούμορ και αυτοσχεδιαστική ελευθεριότητα ώστε το πέρασμα αυτό να γίνει η είσοδος των θεατών σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο της δεκαετίας του ’30 που φέρει τον τίτλο «Hôtel Spectre» (Ξενοδοχείον «Το φάσμα»). Και πράγματι, η παράσταση απευθύνεται σε κλειστές ολιγάριθμες ομάδες θεατών που, φορώντας μάσκες για να μην αποπροσανατολίσουν τους ηθοποιούς, έρχονται σε μεγάλη εγγύτητα σε ένα είδος διαδραστικής πορείας στα έγκατα της γης, στον μύθο τον συλλογικό και στον μύθο τον προσωπικό.
Ορφέας και Ευριδίκη: ένας από τους αρχετυπικούς μύθους
Η περιπλάνησή θα γίνει σ’ ένα είδος πολλαπλής εγκατάστασης (installation) που τη διακρίνουν υψηλές θεατρικές ποιότητες. Ο τίτλος «Μην κοιτάξεις πίσω» θέτει τον σεναριακό ορίζοντα σ’αυτόν τον αυτοσχεδιαστικό συνειρμό, γιατί οι ηθοποιοί ερμηνεύουν, μακιγιαρισμένοι σε νεκρούς, τους ενοίκους ενός «ξενοδοχείου/φαντάσματος» ανάλογου με αυτό της «Λάμψης» του Κιούμπρικ: μόνο που εδώ δεν είναι η νοσηρή φαντασία που γεννά τις εικόνες, αλλά μια φιλοσοφική ενατένιση των στιγμών που χάθηκαν, των ευκαιριών που δεν αξιοποιήθηκαν, των ερώτων που δεν τελεσφόρησαν, των δεσμών που λύθηκαν αιφνίδια, των διεξόδων που δεν βρέθηκαν, της επαναληπτικής επιστροφής σε παλαιότερες, παγιωμένες μορφές συμπεριφοράς ανάμεσα στους εραστές. Πάντως, όπως και να έχει, τα επεισόδια αυτής της σπονδυλωτής εμπειρίας μιάμισης ώρας είναι πολυδιάστατα, αμφιλεγόμενα και πολλαπλώς ερμηνευόμενα, και αυτή είναι και η γοητεία της συγκεκριμένης performance.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς επικαιροποιεί τον μύθο του Ορφέα και ψηλαφεί τις προσωπικές του καταγραφές, ενώ αφήνει περιθώριο στους ηθοποιούς του και στο ολιγάριθμο κοινό να μοιραστούν κάποιες απρόσμενες πτυχές αυτής της «εις Άδου καθόδου», χωρίς να συλλέγει τις μαρτυρίες και χωρίς να επιδιώκει το χειροκρότημα στο τέλος. Τα στάδια απ’όπου περνά η κάπως εξατομικευμένη αυτή διαδρομή είναι μεν παγιωμένα (τα υποδεικνύουν, με σιωπές και με κινήσεις των χεριών, κάποιοι εθελοντές ηθοποιοί που ανοίγουν δρόμο, κλείνουν πόρτες, ορίζουν το τέλος κάθε σκηνής, εισάγουν στην αμέσως επόμενη, ως εφιαλτικοί παραστάτες των θεατών), ωστόσο οι ονειρικές μορφές που ενοικούν στα σκοτεινά αυτά ενδιαιτήματα μπορούν να προσλάβουν πολλές διαφορετικές διαστάσεις: θα μπορούσαν να είναι όλοι αλληγορίες του μύθου του Ορφέα, παραλλαγές του ίδιου μοτίβου, εφόσον η έννοια της ερωτικής μόνωσης, της απογοήτευσης, της αποκοπής των δεσμών που συνδέουν τους εραστές, της ερωτικής αποκαρδίωσης, είναι έννοια γνωστή και βιωμένη από όλους σχεδόν τους ενήλικες.
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Η αισθητική της «οπτασίας» που επιδιώκει ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης υπηρετείται τόσο από τις εξαιρετικές συνθήκες ημίφωτος της Χριστίνας Θανασούλα, όσο και από τους χορευτικούς ρυθμούς που έχει διδάξει η Μαρκέλλα Μανωλιάδη. Η όλη σκηνογραφική αντίληψη είναι πολύ υψηλής αισθητικής, επιτρέπει δε τη μετάβαση από τη μιαν εποχή στην άλλη: οι χρόνοι ποικίλλουν, τα επεισόδια είναι ένα συνεχές πήγαιν-έλα στον χρόνο, το προσδοκώμενο είναι ο χρόνος να «παγώνει» κατά σημεία και να επανέρχονται οι εικόνες, τα θεάματα της ζωής, τα «φαντάσματα» του παρελθόντος και οι προοπτικές του μέλλοντος σε μιαν άτακτη λούπα επαναληπτικότητας.
Η κυρίαρχη αίσθηση είναι πως και ο «επάνω» κόσμος δεν είναι παρά απατηλή αντανάκλαση της αλήθειας. Αυτή η πλατωνική σύλληψη διατρέχει όλη την παράσταση, που διεξάγεται, θαρρείς, σε μια μεταβατική διάσταση: και είναι, πράγματι, μια τελετή «μετάβασης» (rite of passage), εάν αντικρυσθεί υπό ανθρωπολογική σκοπιά. Το μισοπαρατημένο ξενοδοχείο φιλοξενεί «περαστικούς» ζωντανούς που έχει προαποφασιστεί πως θα συναντήσουν ανακλάσεις της δικής τους ζωής: όλο και κάποιον εξιδανικευμένο έρωτα με κακή απόληξη θα’χει καθένας να ανακαλέσει, έναν έρωτα που καθένας θα ’θελε να τον κλείσει έξω από τη ζωή του και ποτέ να μην ξαναστρέψει το βλέμμα σ’ αυτόν, ούτε σε επίπεδο φαντασιακού. Η παραβίαση όμως του taboo «Μην κοιτάξεις πίσω» τεκμηριώνει την ανθρωπινότητα καθενός μας: αυτό το ρίσκο, δηλαδή, που όλοι μας παίρνουμε ξέροντας τις συνέπειες.
«Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε»
Ο ερμηνευτής και χορευτής Σπύρος Ντόγκας και η παρτεναίρ του Κωνσταντίνα Βέρρου υποδύονται ένα νεανικό, σύγχρονο ζευγάρι Ορφέα και Ευριδίκης, παίζοντας το μακάβριο σκετς του θανάτου και εισάγοντας την ομάδα των «περιπατητών» θεατών στη διαδικασία συμπόρευσης στον μύθο: «Ορφέα, στάσου! Πλάκα έκανα!» Το πράγμα σοβαρεύει όμως όταν ο Χάροντας (Δημήτρης Παπανικολάου) συνοδευόμενος από τον εριστικό σκύλο του Κέρβι (υποκοριστικό του Κέρβερου) ανοίγει μπροστά στα μάτια μας την πύλη αυτού του «μεταφυσικού» ξενοδοχείου οραματισμού που λέγεται Spectre.
Δύο αιμοβόροι ρεσεψιονίστ (ο Αποστόλης Τότσικας και η Ιωάννα Κολλιοπούλου) καταγράφουν τα αρχικά των νεήλυδων και οι θεατές ανατριχιάζουν στην αίσθηση ότι αποτελούν, πλέον, και οι ίδιοι τους καινούργιους ενοίκους του μακάβριου θερέτρου του Επέκεινα. Όπως χαρακτηριστικά λέει η έξοχη Καριοφυλλιά Καραμπέτη υποδυόμενη τη μεσήλικα καταπιεσμένη σύζυγο του Κώστα Κορωναίου: το λόμπι και η αίθουσα χορού αυτού του βυθισμένου στη λήθη ξενοδοχείου είναι «ένα θέρετρο που έγινε φέρετρο». Ο πολυέλαιος έχει γίνει συντρίμμια, οι πολυθρόνες και τα αμπαζούρ είναι εγκαταλελειμμένα, οι έρωτες που βιώθηκαν ήταν τυφλοί, χωρίς ανταπόκριση, η καταδίκη τους είναι η αέναη περιφορά στην πίστα του χορού χωρίς τη δυνατότητα συνάντησής τους, η συνεχής προσωρινότητα...
Και επιχειρούν να δουν ο ένας τον άλλον μέσα στο ημίφως, ψηλαφώντας ίχνη, αχνές μνήμες, χορεύοντας το αδιέξοδο, διστακτικό και μοναχικό tango «μη συνάντησης [...]
«Les feuilles mortes» είναι το τραγούδι που σιγοψιθυρίζουν οι δυο πρωταγωνιστές, μαζί με το πιο ηλικιωμένο ζευγάρι της Ράνιας Οικονομίδου και του Παντελή Παπαδόπουλου: «η θάλασσα σβήνει, πάνω στην άμμο, τα ίχνη των εραστών που έχουν χαθεί». Και επιχειρούν να δουν ο ένας τον άλλον μέσα στο ημίφως, ψηλαφώντας ίχνη, αχνές μνήμες, χορεύοντας το αδιέξοδο, διστακτικό και μοναχικό tango «μη συνάντησης» που έστησε η Μαρκέλλα Μανωλιάδη για να υλοποιήσει το όραμα του Χουβαρδά, αφουγκραζόμενοι μιαν «υπεραστική» γραμμή επικοινωνίας με τον πάνω κόσμο που, όμως, παρεμποδίζεται από παράσιτα, βιώνοντας μόνωση, απελπισία, την πιο εφιαλτική εκδοχή του Hôtel Spectre. Τα υπέροχα κοστούμια της Ιωάννας Τσιάμη τοποθετούν τη σκηνή σε χολιγουντιανό ξενοδοχείο της δεκαετίας του ’30, ενώ οι υπόλοιπες ενδυματολογικές επιλογές μάς μεταφέρουν σε διαφορετικές δεκαετίες.
Στο μπαρ του Hôtel Spectre, άυλα ποτά και σφηνάκια
Η σκηνογράφος Εύα Μανιδάκη πετυχαίνει τη μεταφορά πινάκων της αμερικανικής ζωγραφικής του εικοστού αιώνα, όταν, σαν φιγούρα του Χόπερ, μια μπαργούμαν ετοιμάζει το σέικερ με το αόρατο σφηνάκι και το σερβίρει σε άδεια ποτήρια. Αυτοαποκαλείται «άνθρωπος-ζευγάρι», γιατί οι συγκυρίες την έχουν παγιώσει, δύστροπη και μόνη, στον ρόλο του ανδρόγυνου, συνοψισμένου πλατωνικού αρχετύπου των δύο φύλων σ’ ένα κορμί. Είναι μια ρομαντικά απελπισμένη γυναίκα που αποκαρδιώθηκε από την υπερβολική πίστη της στην ερωτική σχέση και βρέθηκε ματαιωμένη στην απόπειρά της να αποδράσει από το εγώ και να βιώσει τη ζωή του ζευγαριού. Στον ρόλο της ροκ μπαρ-γούμαν του κάτω κόσμου, το «πολυεργαλείο-ηθοποιός» που λέγεται Στεφανία Γουλιώτη κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση: τόσο η υπέροχη κίνησή της, όσο και το μακιγιάζ και το πορφυρό της ανσάμπλ από παντελόνι και σακάκι, η τοποθέτησή της μέσα σ’ένα μπαρ όπου τα ποτά είναι κι αυτά σκιώδη κι έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στα ράφια, η απεύθυνσή της στις απρόσωπες μασκοφορεμένες φιγούρες των θεατών, η απότομη μεταστροφή της σε ροκ ερμηνεύτρια που επί σκηνής τραγουδά τη ματαιότητα του έρωτα, όλα αναδεικνύουν τη σπουδαία ηθοποιό και την καταξιώνουν για μιαν ακόμη φορά.
Έπειτα, περνάμε σε δωμάτια που παραπέμπουν σε πανσιόν των αμερικανικών highways, με τα απαραίτητα: ένα κρεβάτι στρωμένο, δυο κομοδίνα, ένα μικρό παλιό ραδιόφωνο, μια συσκευή τηλεφώνου, μια ντουλάπα και δυο κουρτίνες σε νυχτερινό παράθυρο που βλέπει στο άγνωστο: η Καλλιόπη Σίμου βιώνει ανήκουστη μόνωση γιατί ο εραστής της έχει αποκοπεί στη Γη όντας ήδη νεκρός, ο Έκτορας Λυγίζος συναντιέται με το ερωτικό του απωθημένο πίνοντας υδροκυάνειο και απαγγέλλοντας ένα εκτενές λυρικό απόσπασμα από τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, ο Γιάννης Βογιατζής φαντασιώνεται την πρόσφατα χαμένη σύζυγό του ως Βασιλική μετά Τρούλου (πολύ ατυχής σεναριακή επιλογή, κατά την άποψή μου), η Πηνελόπη Τσιλίκα υποδύεται μιαν αμερικανίδα φωτογράφο που αυτοκτονεί από το παράθυρο ενός δωματίου.
«Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν· θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν»
Τέλος, η εξόδια τελετή σ’ ένα σκηνικό γάμου που ξεπηδά από τον Αγγελόπουλο, τον Κουστουρίτσα και την τελική σκηνή της «Εβδόμης Σφραγίδας» του Μπέργκμαν: όλος ο θίασος, ακινητοποιημένος σε φιγούρα ηπειρώτικου δημοτικού χορού, ενός τσάμικου του Θοδωρή Οικονόμου που «πάει» να σχηματιστεί αλλά μένει έωλο στην εκπληκτική χορογραφική εκδοχή της Μαρκέλλας Μανωλιάδη: όλες αυτές οι ποιητικές φιγούρες έχουν, αίφνης, μεταστραφεί σε μιαν εκχυδαϊσμένη εκδοχή τους που συμμετέχει στο τραπέζι του γάμου με τον θάνατο. Γλεντούν κι απολαμβάνουν με αθυρόστομη ελευθεριότητα τις λεκτικές αποκαλύψεις ευτέλειας που «προσγειώνουν» σε μια γήινη διάσταση συμβιβασμού και αποδοχής της πραγματικότητας. Περιβάλλονται και υποδύονται φτηνά υφάσματα, παγιέτες, λαμέ φορέματα σκυλάδικου. Αναπτύσσουν όλη τη γκάμα ανταγωνισμών και ευτέλειας που περιγράφουν τον αισθητικό συγκερασμό των αντιθέτων που βιώνουμε καθημερινά στη σύγχρονη Αττική. Πράγματι, η τελευταία σκηνή του τραπεζιού του γάμου, ενός νεκρόδειπνου με χώμα μέσα στα πιάτα και τα πλαστικά ποτήρια, «Κάτι το Ωραίον – μια περιήγηση στη νεοελληνική κακογουστιά» και στην αγοραία Ελευσίνα του τώρα. Πρόκειται για μια θρασεία αποδόμηση που οδηγεί σε χειροδικίες, λεκτικές και κινησιολογικές ακρότητες, σε μαχαιρώματα με τις ευλογίες ενός λευκοντυμένου «Θεού» που ψάλλει τον εθνικό ύμνο ενώ το νεανικό ζευγάρι του Ορφέα και της Ευριδίκης αναχωρεί πάνω σ’ ένα αγροτικό αυτοκίνητο ρίχνοντας μαύρη πέτρα.
Το «Don’t Look Back», αυτό το πρωτότυπο συμβάν «καταβύθισης» και «περιπάτου» σε εικαστικά άρτιες συνθήκες, βασίζεται σ’ ένα σύνολο κειμένων του Γιάννη Χουβαρδά που, αν αντικρυστούν με γνώμονα τη λογοτεχνική τους αξία, είναι μάλλον περιορισμένης εμβέλειας: αυτό όμως δεν μειώνει στο παραμικρό την αρτιότητα της επιτέλεσης, αντιθέτως δίνει στους θεατές μεγαλύτερο περιθώριο ερμηνειών και στους ηθοποιούς μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων: το εξαιρετικό καστ αποτελούν ο Γιάννης Βογιατζής, η Στεφανία Γουλιώτη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Ιωάννα Κολλιοπούλου, ο Κώστας Κορωναίος, ο Έκτορας Λυγίζος, η Ράνια Οικονομίδου, ο Παντελής Παπαδόπουλος, ο Δημήτρης Παπανικολάου, η Καλλιόπη Σίμου, ο Αποστόλης Τότσικας, η Πηνελόπη Τσιλίκα, ο Σπύρος Ντόγκας και η Κωνσταντίνα Βέρρου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).