
Στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση είδαμε τη μεγαλειώδη παράσταση «ROHTKO» του Πολωνού σκηνοθέτη Λούκα Τβαρκόφσκι [Lukasz Twarkowski], αποτέλεσμα συνεργασίας του με τον Κρίστιαν Λούπα.
Γράφει ο Νϊκος Ξένιος
Ο Λούκας Τβαρκόφσκι σκηνοθέτησε το 2013 το «Akropolis», το 2017 το «Lokis» και το 2020 το «Respublika» (2020), παραστάσεις εξίσου εικονοκλαστικές, που τον καθιέρωσαν στη σύγχρονη πολωνική και διεθνή σκηνή και του χάρισαν το λετονικό θεατρικό βραβείο Spēlmaņu. Πηγή έμπνευσής του για το «ROHTKO» ήταν το βιβλίο “Shanzhai: Deconstruction in Chinese” του κορεάτη καθηγητή φιλοσοφίας Μπγιουνγκ Τσουλ Χαν, που θίγει την ιδέα της πρωτοτυπίας (ιδιαίτερα σημαντική για τη δυτική κουλτούρα) και καταγράφει διαφορετικές οπτικές για τη σχέση μεταξύ του πρωτοτύπου, του πλαστού και του αντιγράφου.
Ποιο είναι το real και ποιο το fake;
Η παράσταση ξεκινά την πραγμάτευση των όρων της γνησιότητας του έργου τέχνης, αντλώντας τον τίτλο της από έναν σκόπιμο αναγραμματισμό του ονόματος του Rothko: ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος Μαρκ Ρόθκο (1903-1970) υπήρξε, μεταξύ άλλων, θύμα της αγοράς των απομιμήσεων έργων τέχνης: στο επίκεντρο της επικαιρότητας ήρθε, στη δεκαετία του ’70, ο Πίνακας Νο 6 «τύπου Ρόθκο», που πουλήθηκε για 8,5 εκατομμύρια δολάρια, εξαπατώντας γκαλερίστες, ιστορικούς της τέχνης και συλλέκτες. Στο «πίσω μέρος» της παράστασης βρίσκεται η αληθινή περίπτωση της διευθύντριας της γκαλερί Knoedler της Νέας Υόρκης Άνν Φρίντμαν, η οποία σε διάστημα δεκαπέντε χρόνων είχε λανσάρει στην αγορά της τέχνης ένα σωρό αντίτυπα πινάκων εξπρεσιονιστών όπως ο Πόλοκ και ο Ρόθκο, αγοράζοντάς τα από μιαν άλλη γκαλερίστα, που με τη σειρά της τα είχε προμηθευτεί από έναν Κινέζο ζωγράφο και αντιγραφέα της Νέας Υόρκης ονόματι Πέι Σεν Κιαν.
Υπάρχει πράγματι κάτι που να είναι αυθεντικό, σε μιαν εποχή όπου τα «μη ανταλλάξιμα διακριτικά» (NFT s) αρκούν για να προσλαμβάνει ένα καλλιτεχνικό ή άλλο αγαθό τη μοναδικότητα του «μη ανταλλάξιμου», άρα υψηλή συλλεκτική αξία και τεράστιο κόστος;
Τα ερωτήματα που θέτει το έργο του Τβαρκόφσκι, ορμώμενο από όλα αυτά, είναι τα εξής: υπάρχει πράγματι κάτι που να είναι αυθεντικό, σε μιαν εποχή όπου τα «μη ανταλλάξιμα διακριτικά» (NFT s) αρκούν για να προσλαμβάνει ένα καλλιτεχνικό ή άλλο αγαθό τη μοναδικότητα του «μη ανταλλάξιμου», άρα υψηλή συλλεκτική αξία και τεράστιο κόστος; Πώς αποτιμάται η αξία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και είναι όντως ποιοτική αυτή η αποτίμηση, τη στιγμή που σήμερα υπάρχουν ψηφιακοί καλλιτέχνες που εμπορεύονται διαδικτυακά τα έργα τους (memes, gifs, tweets και άλλα ψηφιακά έργα) αποκτώντας το copyright ή την πιστοποίηση της γνησιότητας μέσω ψηφιακών αρχείων συναλλαγής (blockchains); Είναι, άραγε, ο καπιταλισμός ο αντίποδας της πνευματικότητας στην τέχνη;
Πού βρίσκεται ο ίδιος ο Μαρκ Ρόθκο σε όλα αυτά;
Η εμπορευματοποίηση της τέχνης φαίνεται πως είχε προβληματίσει και αηδιάσει τον ίδιο τον Ρόθκο, παρά το γεγονός ότι οι πίνακές του υπήρξαν από τους πιο μοσχοπουλημένους στην Ιστορία της Τέχνης. Μια σειρά έργων του που φέρει τον τίτλο “Seagram Murals” επρόκειτο να πουληθεί στο εστιατόριο Four Seasons αντί υψηλής αμοιβής, όμως ο Ρόθκο προτίμησε να δωρίσει τα έργα του στην Tate Modern του Λονδίνου και μετά να αυτοκτονήσει θεαματικά αρνούμενος την «κεφαλαιοποίηση» του έργου του. Έτσι, ο Τβαρκόφσκι αποφασίζει να αντικρίσει το θέμα του υπό την οπτική γωνία του ασιατικού πολιτισμού, επινοώντας ως χαρακτήρα τον ιδιοκτήτη και σεφ ενός πανάκριβου κινέζικου εστιατορίου της Νέας Υόρκης. Το πρώτο συμπέρασμα που απορρέει από αυτήν την οπτική είναι πως οι δύο κουλτούρες αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά το ζήτημα της γνησιότητας, του πρωτοτύπου και του αντιγράφου.
Πρώτος χαρακτήρας είναι ο απογοητευμένος συλλέκτης, που εμφανίζεται μπροστά στο κοινό σε φυσική και σε ψηφιακή μορφή, όπως θα τον ήθελε ο Tadeusz Kantor: χωρισμένος από το αδιάβατο σύνορο της σκηνικής σύμβασης.
Η δραματουργία ξεκινά από το παρελθόν, από τη θέση του Ρόθκο στη δεκαετία του εξήντα, περνάει στις μέρες μας και στη συνέχεια σχεδιάζει τη μυθοπλασία της, που στοχεύει προς το μέλλον. Σταδιακά γεννιούνται και οι χαρακτήρες του έργου: Πρώτος χαρακτήρας είναι ο απογοητευμένος συλλέκτης, που εμφανίζεται μπροστά στο κοινό σε φυσική και σε ψηφιακή μορφή, όπως θα τον ήθελε ο Tadeusz Kantor: χωρισμένος από το αδιάβατο σύνορο της σκηνικής σύμβασης. Ακολουθούν, ως αυτόνομοι χαρακτήρες, ο ίδιος ο Ρόθκο με τη σύζυγό του (τον ερμηνεύει ο Juris Bartkevičs), μια νέα καλλιτέχνις που προγραμματίζει μια performance «συλλογής δακρύων», μαζεύοντας σε μικρά φιαλίδια τα δάκρυα που της προκαλεί ένας πίνακας του Ρόθκο, ένας έμπορος έργων τέχνης (ένας νέος γκαλερίστας, από τους πιο γοητευτικούς χαρακτήρες του έργου) που προσπαθεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον μιας ευαίσθητης καλλιτέχνιδας για την γκαλερί του, προπαγανδίζοντάς της μια σαθρή ιδεολογία που φέρει την επωνυμία Radical Care (στόχος μιας ομαδικής έκθεσης που διοργανώνει υποτίθεται πως είναι η εδραίωση ειλικρινούς σχέσης και επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων και ρομπότ: το κωμικό στην επιχειρηματολογία του είναι το ότι εξιδανικεύει ως «ευαισθητοποίηση» την απόλυτα τεχνοκρατική και κερδοσκοπική του επένδυση, πράγμα που αποτρέπει την καλλιτέχνιδα και την οδηγεί στην αυτοκτονία. Η ευαίσθητη καλλιτέχνις ουδέποτε πραγματοποιεί την «performance των δακρύων» της, αφήνοντάς μας απλώς ένα ρομαντικό θέμα συζήτησης). Tέλος, αυτόνομος χαρακτήρας στην παράσταση ήταν ο χαρακτήρας της γκαλερίστα Ανν Φρίντμαν.
Συνολική αποτίμηση της παράστασης
Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες επιδίδονται σε έναν πραγματικό «χορό» μεταξύ της πραγματικότητας και της θεατρικής σύμβασης, παίζοντας με τα αισθητήρια του θεατή και με τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Πρόκειται για ένα οπτικό ποίημα, έναν έξοχο συνδυασμό θεματικής και αισθητικής υλοποίησης των επιμέρους οραμάτων της ομάδας: είναι προφανές πως η παράσταση έφτασε στο συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα μέσα από μια ιδιαίτερα επώδυνη, χρονοβόρα και δημιουργική διεργασία, στα πλαίσια της οποίας δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις ερμηνείες των ηθοποιών. Απολαύσαμε ερμηνευτικές στιγμές εξαιρετικές, ακριβώς επειδή η διαρκής επιστράτευση της κάμερας και το gros plan μάς επέτρεψε να παρακολουθήσουμε όλες τις λεπτομέρειες της κάθε ξεχωριστής ερμηνείας. Η απίθανη λετονική και πολωνική ομάδα του Lukasz Twarkowski αποτελείται από τους Anka Herbut (δραματουργία), Fabien Lédé (σκηνογραφία), Svenja Gassen (ενδυματολογία), Pawel Sakowicz (χορογραφία), Lubomir Grzelak (μουσική), Jakub Lech (βίντεο αρτ), Eugenijus Sabaliauskas (φωτισμοί), Mārtiņš Gūtmanis (βοηθός σκηνοθέτη), ενώ ο θίασος περιλαμβάνει τους εκπληκτικούς ηθοποιούς Juris Bartkevičs, Kaspars Dumburs, Ērika Eglija-Grāvele, Yan Huang, Andrzej Jakubczyk, Rēzija Kalniņa, Katarzyna Osipuk, Artūrs Skrastiņš, Mārtiņš Upenieks, Vita Vārpiņa, Toms Veličko και Xiaochen Wang.
Παραμένοντας στα όρια μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, η παράσταση του Τβαρκόφσκι αισθητοποιεί το εντυπωσιακό συμβάν της πλαστογράφησης και παραπλάνησης των αισθητικών και εμπορικών κριτηρίων μιας ολόκληρης κερδοφόρου αγοράς, που θέτει υπό αίρεσιν τις βεβαιότητές μας για την ποιότητα (και τη γνησιότητα, προπάντων) των έργων τέχνης...
Κινούμενη μεταξύ καθαρού θεάτρου, αμιγούς κινηματογράφου και video art, και παραμένοντας στα όρια μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, η παράσταση του Τβαρκόφσκι αισθητοποιεί το εντυπωσιακό συμβάν της πλαστογράφησης και παραπλάνησης των αισθητικών και εμπορικών κριτηρίων μιας ολόκληρης κερδοφόρου αγοράς, που θέτει υπό αίρεσιν τις βεβαιότητές μας για την ποιότητα (και τη γνησιότητα, προπάντων) των έργων τέχνης, έρμαια του κυκλώματος διανομής και αγοράς τους, απολύτως εμπορευματοποιημένα από την εποχή του Άντυ Γουόρχολ και μετά. Αξιομνημόνευτη είναι η υπέροχη μουσική του Λουμπομίρ Γκρέλακ, που έδενε όλες τις σκηνές με τελετουργικά crescendi απόλυτα αρμοστά στη θεματική της παράστασης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).