
Η παράσταση «Mαρία Skłodowska Κιουρί» παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
H παράσταση «Mαρία Skłodowska Κιουρί» που ανεβάζει στο Σύγχρονο Θέατρο ο Θέμης Μουμουλίδης είναι βασισμένη σε έρευνα που έκανε μαζί με την Παναγιώτα Πανταζή σχετικά με τη σπουδαία πολωνή νομπελίστα φυσικό και χημικό που, σε συνεργασία με τον σύζυγό της Πιερ Κιουρί, ανακάλυψε το ράδιο, το πολώνιο και τα φαινόμενα της ραδιενέργειας. Η Μαρία Κιουρί υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έγινε καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου είχε σπουδάσει φυσική, μαθηματικά και χημεία εργαζόμενη σκληρά για να επιβιώσει. Η αντισυμβατική της σχέση με τον Κιουρί και η επιστημονική συνεισφορά της στην ανθρωπότητα συνάντησε ως πρόσκομμα τη χαμηλή κοινωνική θέση των γυναικών, ενώ η ανιδιοτέλεια και η επιστημονική της αφοσίωση έγινε αντικείμενο χλευασμού των εφημερίδων της εποχής (τέλη 19ου και αρχές εικοστού αιώνα).
Τα φοιτητικά της χρόνια ήταν δύσκολα και η πείνα και το κρύο την ανάγκασαν να περάσει μεγάλο διάστημα ως φιλοξενούμενη στο σπίτι της αδελφής της.
Στις δυσκολίες αυτές επικεντρώνεται και το καλογραμμένο κείμενο του κύριου Μουμουλίδη, που εξελίσσεται γραμμικά μέσα από την αφήγηση της κόρης της Κιουρί, που αποτελεί χαρακτήρα που, στην κατάλληλη χρονική στιγμή, εντάσσεται στην παράσταση. Το 1891, σε ηλικία 24 ετών, η Μαρία Sklodowska μετακόμισε στο σπίτι τής μεγαλύτερης αδελφής της, της Μπόνια, στο Παρίσι για να παρακολουθήσει μαθήματα στη σχολή Θετικών επιστημών του πανεπιστημίου της Σορβόνης. Τα φοιτητικά της χρόνια ήταν δύσκολα και η πείνα και το κρύο την ανάγκασαν να περάσει μεγάλο διάστημα ως φιλοξενούμενη στο σπίτι της αδελφής της.
Στον γάμο του, το ζεύγος Κιουρί δεν πέρασε καν δαχτυλίδια, επειδή ο Πιερ Κιουρί δήλωνε άθεος. Ο μήνας του μέλιτος που είχε ακολουθήσει συνίστατο στον γύρο της Γαλλίας με ποδήλατα. Επρόκειτο, προφανώς, για μιαν αντικομφορμιστική σχέση απόλυτης επικοινωνίας και κοινών οραματισμών για τη ζωή και την ηθική. Η γαλλική κοινωνία δεν έπαψε ούτε στιγμή να αντιμετωπίζει με καχυποψία και «μάτσο» σύνδρομα την επιστημονική πραγμάτωση αυτής της νεαρής πείσμονος ερευνήτριας, που τους έβαλε κυριολεκτικά τα γυαλιά και (μετά τον θάνατο του συζύγου της από δυστύχημα) κατέλαβε δικαιωματικά και την πρώτη θέση γυναίκας καθηγήτριας στη Σορβόννη.
Φεμινιστική στάση και αυταπάρνηση
Ένας επιπλέον λόγος κατάκρισης και χρονοτριβής στην απονομή του δεύτερου Νόμπελ (Χημείας, 1903) ήταν η όψιμη ερωτική σχέση της χήρας Κιουρί με τον νεώτερό της, εν διαστάσει Πολ Λανζεβάν. Η πηγαία φεμινιστική της στάση πραγματικά εντυπωσιάζει και σήμερα ακόμη, ενώ αξιοθαύμαστη είναι η αυταπάρνησή της όταν, με προχωρημένα πια συμπτώματα λευχαιμίας (λόγω της συνεχούς έκθεσής της στη ραδιενέργεια) εφοδίασε με δικά της έξοδα σειρά πολεμικών νοσοκομείων με συσκευές ακτίνων Χ, έτσι ώστε να εντοπίζονται τα θραύσματα και οι σφαίρες που ήταν καρφωμένες στα σώματα των στρατιωτών. Υπολογίζεται ότι με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τα δύο βραβεία Νομπέλ έστησε περίπου 250 ακτινολογικούς θαλάμους στα πολεμικά μέτωπα γλιτώνοντας από τον ακρωτηριασμό εκατοντάδες νέους στρατιώτες. Η Μαρία Κιουρί πέθανε από απλαστική αναιμία το 1934.
Συνηθισμένος σε διαφορετικού τύπου (κυρίως φεστιβαλικές) παραγωγές, βρέθηκα μπροστά σε ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη. Εντυπωσιάστηκα αφενός από το κείμενο, κι αφετέρου από το θεατρικό «μοντάζ» που πετυχαίνει ο κύριος Μουμουλίδης: δεν αφήνει κανένα στοιχείο αναξιοποίητο, εντάσσει τη χορογραφία στην υψηλή αισθητική της κίνησης, τα κοστούμια που χρησιμοποιεί έχουν συγκεκριμένη σημειολογία, ο χώρος της σκηνής μετατρέπεται σε άβακα καταγραφής μιας εμπειρίας πολλών χρόνων χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος της δραματουργικής οικονομίας. Το περιστροφικό σκηνικό της Παναγιώτας Κοκκορού αξιοποιεί τα δύο στοιχεία επίπλωσης που κυριαρχούν: ένα ενδεικτικό κάθισμα της εισόδου αριστερά και ένα πλήρες εργαστήριο χημείας με φιαλίδια στα δεξιά της σκηνής, που φωτίζονται εκπληκτικά από τις μοναδικές φωτιστικές συνθήκες που δημιούργησε ο Νίκος Σωτηρόπουλος: αυτές, σε συνδυασμό με μιαν αχλύ ομιχλώδη, με τη μουσική της Αλεξάνδρας Μικρούτσικου και με τη συνεχή προβολή του φιλμ του Θωμά Παλυβού στο βάθος, εξασφαλίζουν το απαραίτητο ονειρικό κλίμα σε μια παράσταση που βασίζεται σε ιστορικούς όρους και στην αφήγηση.
Όμως τα σκήπτρα κρατά η μοναδική, πρωτοποριακή ερμηνεία της Κωνσταντίας Τάκαλου: η Τάκαλου φιλοτεχνεί μια Κιουρί που μεταμορφώνεται κυριολεκτικά, περνά από την εφηβική ηλικία στην πλήρη ενηλικίωση, από τον γάμο στη μητρότητα, από το πορτραίτο της επιστήμονος στο πορτραίτο της ερωμένης, από τη νεότητα στο γήρας, με μοναδική επιστράτευση λιτών εκφραστικών μέσων. Στην παράσταση του κύριου Μουμουλίδη η ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου στην κυρία Τάκαλου προσδίδει διαστάσεις τραγωδίας, εφόσον οι συναισθηματικές καταστάσεις από τις οποίες περνά το πρόσωπο της Κιουρί διαδέχονται η μια την άλλη σε ρυθμούς καταιγιστικούς. Δεν υπάρχουν ακαλαίσθητα, υπερβολικά, παρατραβηγμένα σημεία, αλλά μια αξιοποίηση δυνάμεων αξιοθαύμαστη, που μεταπλάθει αυτό το (κατά βάσιν πληροφοριακό) κείμενο σε ενδιαφέρον θεατρικό κείμενο, και μάλιστα με βεληνεκές προς το μέλλον.
Η Κατερίνα Λυπηρίδου στον ρόλο της Μπόνια Σκλοντόφσκα, της αδελφής της, στέκει ισάξια και παραπληρωματικά στο πορτραίτο που φιλοτεχνεί η κα. Τάκαλου.
Δίπλα της, ο Γιάννης Παπαδόπουλος είναι πειστικός ως Πιέρ Κιουρί, χωρίς ιδιαίτερες ερμηνευτικές εξάρσεις. Η Κατερίνα Λυπηρίδου στον ρόλο της Μπόνια Σκλοντόφσκα, της αδελφής της, στέκει ισάξια και παραπληρωματικά στο πορτραίτο που φιλοτεχνεί η κα. Τάκαλου. Το ίδιο ισχύει για τον μακροσκελή ρόλο αφηγήτριας της Ιφιγένειας Καραμήτρου, που υποδύεται την κόρη της, Ιρέν Κιουρί. Η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ακούγονται σε voice off ως φωνές των γονέων της Κιουρί.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).