Του Παναγιώτη Γούτα
Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, είναι, μαζί με τον Μιχάλη Κατσαρό και τον Μίλτο Σαχτούρη, από τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις ποιητών στη σκιά. Ποιητών δηλαδή που, για διάφορους λόγους και όχι κατ’ ανάγκη εξ αιτίας κάποιας ανεπάρκειας του συνολικού τους έργου, έρχονται σε δεύτερη μοίρα, στη δεύτερη γραμμή των δημιουργών που χάραξαν ή διαμόρφωσαν, ποιητικά, την εποχή μας.
Ωστόσο το έργο του είναι σημαντικότατο και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Ντίνος Χριστιανόπουλος τον συμπεριέλαβε στην περιβόητη τριάδα των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης (Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος, Ιωάννου), οι οποίοι, όπως σχολιάζει ο Περικλής Σφυρίδης στη δική του μελέτη για τον Ασλάνογλου (Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Μελέτη, Μπιλιέτο, Παιανία, 2009), «αποτέλεσαν τον αρχικό και βασικό ποιητικό πυρήνα του λογοτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983), που είχε εκδότη και διευθυντή τον Χριστιανόπουλο» (σελ. 1)
Ο Θανάσης Μαρκόπουλος (ποιητής, φιλόλογος και κριτικός, Κρανίδια Κοζάνης, 1951), κάνοντας ένα μοντάζ σε παλιότερες μελέτες και δοκίμιά του, συνέθεσε ένα αξιοπρόσεχτο και κατατοπιστικό κριτικό πόνημα, τυπωμένο με καλή αισθητική και λιτότητα από τις ποιοτικές εκδόσεις Μελάνι, αναφορικά με τον Ν.-Α. Α. Ο τίτλος του πάρθηκε από στίχο του ποιητή: Ένα πουλί στην άσφαλτο, και ο υπότιτλος: ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Κείμενο συνολικής δουλειάς αρκετών χρόνων, που αποτελεί ένα άρτιο και ολοκληρωμένο φιλολογικό και ποιητικό πορτρέτο του μεγάλου ερωτικού ποιητή της Θεσσαλονίκης.
Το βιβλίο ξεκινά με τα ποιήματα Εκκοκκιστήρια Α΄ και Β΄ του Ασλάνογλου, με τα οποία η Βέροια (ο τόπος διαμονής του Μαρκόπουλου) περνά οριστικά στην ελληνική ποίηση χάρη στο καίριο σύμβολο που προσφέρει στην ευαισθησία του ποιητή (σελ. 23).
Στο δεύτερο μέρος, ο Μαρκόπουλος σχολιάζει και επισημαίνει πώς αδυνατίζει –ίσως και ακυρώνεται– ένα ποίημα με την αντικατάσταση μιας μόνο λέξης, από φοβία και πρόθεση απόκρυψης του δημιουργού, που, όμως, μπορεί να σταθεί μειωτική ακόμη και για το συνολικό του έργο. Χειροπιαστή απόδειξη των παραπάνω, το ποίημα του Ασλάνογλου Οι κερασιές ανθίζουν, που με την αντικατάσταση της αρχικής λέξης μελανιές με το κερασιές, το ποίημα έχασε σε ευθύτητα και δραστικότητα, σχεδόν απονευρώθηκε. Σ’ αυτήν την ενότητα ο Μαρκόπουλος κάνει και μια αντιπαράθεση της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας των Χριστιανόπουλου και Ασλάνογλου, καταλήγοντας πως ο μεν πρώτος μιλά απροκάλυπτα στα ποιήματά του, λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και έτσι κερδίζει σε ευθύτητα και αμεσότητα, ενώ ο δεύτερος συχνά διστάζει, σκεφτόμενος τις αντιδράσεις του περίγυρού του, με όσα γράφει, κι αυτό αδυνατίζει τη συνολική του προσπάθεια.
Η μοίρα του Μύρωνα
Ακολουθούν Τα ποιήματα του Μύρωνα. Εδώ ο συγγραφέας μελετά διεξοδικά τις αλλαγές των στίχων του Ασλάνογλου αναφορικά με το πρόσωπο του Μύρωνα, ενώ προσπαθεί να εξηγήσει και να ερμηνεύσει την παρουσία του. Καταλήγει πως η έμμονη παρουσία του Μύρωνα (που κατά τον Σφυρίδη είναι υπαρκτό πρόσωπο, μια ματαιωμένη εφηβική αγάπη του Ασλάνογλου) τον ανάγει σε ποιητικό σύμβολο. Επιπλέον κρίνει πως οι αλλεπάλληλες αλλαγές στους στίχους και στα ποιήματα που αναφέρονται στον Μύρωνα, οφείλονται στη λαχτάρα του ποιητή να αγγίξει τα όρια της αισθητικής τελείωσης. Ο Μύρωνας παρουσιάζεται σε όλες τις περιπτώσεις ως «τέλος». Λέει χαρακτηριστικά ο Μαρκόπουλος. «Είτε πρόκειται για θάνατο βιολογικό είτε για τη λήξη μιας σχέσης ερωτικής, η μοίρα του Μύρωνα σημαδεύει τον ποιητή, γίνεται έμμονη ιδέα, αδειάζει ολόκληρο τον κόσμο από τα μάτια του» (σελ. 52)
Η τέταρτη ενότητα του βιβλίου αφορά τα πρωτόλεια ποιήματα του Ασλάνογλου. Η ύπαρξή τους βασίζεται σε 2 τεφτέρια που χάρισε στον Μαρκόπουλο ο Χριστιανόπουλος. Ο συγγραφέας, σχολαστικά και με μεγάλη λεπτομέρεια στις παρατηρήσεις του, διακρίνει τις αλλαγές των στίχων των πρωτολείων (20 ποιήματα τον αριθμό) και σ’ αυτούς που διασώθηκαν στον Δύσκολο Θάνατο. Οι αλλαγές αυτές, κατά τον Μαρκόπουλο, πιστοποιούν το υψηλό επίπεδο γραφής του Ασλάνογλου, εφόσον στα 47 του χρόνια επιστρέφει σε κατακτήσεις της εφηβείας (15 έως 18 χρονών).
Στο Το ζήτημα των επεξεργασιών, ο Ασλάνογλου χαρακτηρίζεται αναθεωρητικός, αφού αντιμετώπισε το έργο του συνολικά σαν ένα ποίημα εν προόδω, κάτι που κατά τον Μαρκόπουλο δεν απασχόλησε όσο θα έπρεπε την κριτική (σελ. 102). Διάφοροι κριτικοί, πάντως, στάθηκαν σ’ αυτήν την παράμετρο του έργου του Ασλάνογλου άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά.
Στην υποενότητα Η περιπέτεια της γραφής, ο Μαρκόπουλος επισημαίνει πως ο Ασλάνογλου προτιμά την ποίηση της «προσωπικής εξομολόγησης» επειδή ήταν επιφυλακτικός στον ρητορισμό των «κοινωνικών ποιητών». Εντούτοις, διαπιστώνει πως ο Ασλάνογλου δεν γλίτωσε σε κάποιους στίχους του τη «φθαρμένη λέξη της αγοράς, την τραχύτητα της έκφρασης και τον κραυγαλέο τόνο», ό,τι δηλαδή γνώριζε πως είναι μειωτικό για το έργο του και προσπαθούσε ν’ αποφύγει. Ο σαρκασμός και η επιθετικότητα, κρίνει ο Μαρόπουλος, που θα ταίριαζε στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. δεν ταιριάζουν στον Ασλάνογλου «ο οποίος, μόνο όταν μιλά πίσω από το φύλλωμα, βρίσκει τη φωνή του» (σελ. 123).
Τέλος, αναφορικά με το πώς δούλευε ο ποιητής τους τίτλους και τους στίχους των ποιημάτων του, ο Μαρκόπουλος μας λέει πως αυτό γινόταν άλλοτε με γνώμονα την πύκνωση, άλλοτε την πρόθεση απόκρυψης στοιχείων, την απάλειψη κακόηχων φράσεων αλλά και τη μεγαλύτερη παραστατικότητα και τελειότητα των στίχων του.
Ακολουθεί Κριτικό υπόμνημα, οι ενότητες Παραλειπόμενα Α΄ και Β΄ με αναλυτικές και διαφωτιστικές σημειώσεις, το Επίμετρο, οι πρώτες δημοσιεύσεις των δοκιμίων-ενοτήτων του βιβλίου και Ευρετήριο ονομάτων.
Μερικές σκέψεις...
Καταθέτω κάποιες τελευταίες προσωπικές –ίσως αυθαίρετες– σκέψεις διαβάζοντας το σύνολο των ποιημάτων της ενότητας Παραλειπόμενα Β΄ του βιβλίου. Με μια πρόχειρη ματιά πολλοί τίτλοι ή στίχοι ή και θέματα ολόκληρα των ποιημάτων του Ασλάνογλου σ’ αυτήν τους τη μορφή θυμίζουν έντονα Ντίνο Χριστιανόπουλο. Είναι γνωστή η επιρροή του Χριστιανόπουλου στον Ασλάνογλου την περίοδο της φιλίας τους και της συνεργασίας τους στη Διαγώνιο. Επίσης είναι πάλι γνωστή η καθοδήγηση που υπέστη (όχι απαραίτητα με την κακή έννοια της λέξης, αλλά πάντως με τον περιορισμό και το φορτίο που αυτή υποδηλώνει) ο Ασλάνογλου από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, σε βαθμό που, ο πρώτος, να τη θεωρήσει υπέρ το δέον φορτική και να αποσχιστεί μελλοντικά από τον δεύτερο, καταφεύγοντας στην Αθήνα. Αν και το όλο θέμα στα χέρια ενός ερευνητή-μελετητή μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα (ζώντος και του Χριστιανόπουλου), θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον ένας όχι εμπαθής, δίκαιος και αποστασιοποιημένος μελετητής να ερευνήσει μέχρι ποιου βαθμού φτάνει αυτή η ώσμωση ή η επίδραση ή η επιρροή, αντιπαραβάλλοντας ποιήματα και χρονολογίες, και πώς φτάνουν σε σημείο οι δύο μεγάλοι μας ποιητές να χρησιμοποιούν μέχρι και ίδιες φράσεις ή λέξεις στους στίχους τους: μουτράκι και Μουτράκια, Πώς την κατάντησαν την πόλη μας και Κατατρέχουν τη γραφικότητα, Αδειούχος και Αποστρατευμένος, η μουσική δε ζαχαρώνει και είναι πολύ ζαχαρωμένα τα τραγούδια σας, και τόσα πολλά άλλα. Αυτή μου η παρατήρηση, φυσικά, και η ιδέα για μελλοντική μελέτη (που, λόγω ακεραιότητας χαρακτήρα αλλά και ικανοτήτων θα μπορούσε να την αναλάβει πάλι ο Μαρκόπουλος ή ο Περικλής Σφυρίδης, που είναι γνώστης αυτής της αλληλεπίδρασης και μελέτησε διεξοδικά το έργο και των δύο) δεν μειώνει ούτε ακυρώνει στο ελάχιστο το έργο των δύο σπουδαίων ερωτικών ποιητών της πόλης μας. Απλώς θα μπορούσε να φωτίσει νέες πτυχές τόσο της προσωπικής σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους όσο και των διακειμενικών αλληλεπιδράσεων του έργου τους.
Συμπερασματικά: O Θανάσης Μαρκόπουλος εκμεταλλευόμενος την τριπλή του ιδιότητα (προσεχτικός και αναλυτικός φιλόλογος, ευαίσθητος και οξύνους κριτικός και αξιόλογος ποιητής) φώτισε με αυτό του το βιβλίο έναν κάπως ξεχασμένο στις μέρες μας ποιητή, που για πολλούς όμως, μέρα με την ημέρα, αρχίζει να βαραίνει μέσα μας όλο και περισσότερο.
ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου
Θανάσης Μαρκόπουλος
Εκδόσεις Μελάνι, 2013
Τιμή: € 14,50, σελ. 244
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ