
Για την παράσταση «Σπιρτόκουτο: The Musical – Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους», βασισμένη στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Νιάρρου, η οποία παρουσιάζεται στη Στέγη έως τις 30 Δεκεμβρίου 2022.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση από προχθές ξεκίνησε ένα δίμηνο κυριαρχίας της πολυέξοδης και πολυπρισματικής μουσικής εκδοχής του σεναρίου «Σπιρτόκουτο» που πριν από είκοσι χρόνια παρήγαγε την ομώνυμη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Η συνεργασία, μουσική και συγγραφική, του Γιάννη Νιάρρου με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο αξιοποιεί το προϋπάρχον σενάριο, ενώ ο Γιάννης Οικονομίδης συνεργάζεται στο λιμπρέτο με τον Δώρη Αυγερινόπουλο και τον κύριο Νιάρρο, παράγοντας ένα κείμενο που συμβαδίζει απόλυτα με τις ποικίλες μουσικές επιλογές του Αλέξανδρου Λιβιτσάνου. Αυτό συμπληρώνεται από τις άρτιες χορογραφικές συνθέσεις της Γιώτας Καλλιμάνη και τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου, το άρτιο σκηνικό της Εύας Γουλάκου και τα ευφάνταστα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Η απλή αλλά ουσιαστική υπόθεση διαδραματίζεται μια ζεστή μέρα του Αυγούστου σε ένα διαμέρισμα του Κορυδαλλού με μικροαστική, ασφυκτική επίπλωση, χαλασμένο ερ κοντίσιον, ανεμιστήρα και ένα πιάνο (ουσιαστικό για τη συγκεκριμένη μουσική παράσταση) που διαδραματίζει τόσο τον ρόλο του γραφείου με τα τιμολόγια, όσο και της μουσικής εξέδρας.
[...] με το χιούμορ και την ευελιξία της θραύει τον καθωσπρεπισμό της ελληνικής δραματουργίας και του τηλεοπτικού λεξιλογίου.
Το υπερφιλόδοξο εγχείρημα περιλαμβάνει λιμπρέτο γεμάτο βωμολοχίες και υπόθεση κάθε άλλο παρά λυρική. Η μουσική αφήγηση ακολουθεί θεματολογικά το σενάριο της εικοσάχρονης ταινίας, σαρκάζει τα αμετακίνητα κλισέ (γλωσσικά, ιδιοσυγκρασιακά και πολιτικά) της ελληνικής οικογένειας, συνδυάζει πολλές υφολογικές αποκλίσεις και με το χιούμορ και την ευελιξία της θραύει τον καθωσπρεπισμό της ελληνικής δραματουργίας και του τηλεοπτικού λεξιλογίου. Ο Γιάννης Αναστασάκης έχει το δέμας, τη φωνή και τις υποκριτικές δυνατότητες ώστε ν' αποτελέσει άξιο διάδοχο του Λίτση (του κινηματογραφικού του προκατόχου), στον ρόλο του Δημήτρη, ενός φαλλοκράτη, φωνακλά, μονίμως τσαντισμένου και βωμολόχου padre padrone του Κορυδαλλού, ο οποίος τρέφει φρούδες ελπίδες για επιχειρηματική αναβάθμιση, καθώς από απλός καφετζής ονειρεύεται να προβιβαστεί σε ιδιοκτήτη πολυτελούς ρεστοράν. Πρόκειται για το φάσμα μιας Ελλάδας πολύ παρεμφερούς με τη σημερινή, με τη διαφορά ότι τότε, λίγο πριν από τη «μεγαλη αρπαχτη» των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, επικρατούσε η αισθητική και ο οραματισμός του «πιάσαμε την καλή», ενώ ακόμη ζούσαμε στον απόηχο του millenium και πέφταμε θύματα της παγίδας του Χρηματιστηρίου.
«Φτιάξτο το μπουρδέλο»
Αντίποδάς του ως χαρακτήρας είναι ο κουνιάδος και συνεταίρος του, που τον υποδύεται ο βαρύτονος Μάριος Σαραντίδης, με μεγάλο σκηνικό εκτόπισμα και πάγια διαφωνία ως προς το επιχειρηματικό «άνοιγμα» που οραματιζεται ο πατέρας της οικογένειας και της επιχείρησης (που, λίγο ως πολύ, γίνονται αντιληπτές ως μια έννοια). Με την εκκίνηση του έργου, η αντιδικία των δύο ανδρών εκδηλώνεται με την εμβληματική φράση «Φτιάξτο το μπουρδέλο» (στην εν λόγω παράσταση μια μουσική φράση) που κατά την καλλιτεχνική διευθύντρια κυρία Αφροδίτη Παναγιωτάκου, συνοψίζει ως μότο την αδιέξοδη, στάσιμη κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Η Αγορίτσα Οικονόμου φιλοτεχνεί με αισθησιασμό και σκληρότητα την περσόνα της (υποτίθεται) υποταγμένης συζύγου, μια κουβέντα της οποίας αρκεί για να ανατρέψει τις σαθρές βεβαιότητες περί πατρικής εξουσίας (και πατρότητας) και την επισφαλή πατριαρχική εξουσία του Δημήτρη στο σπίτι. Ο Γιώργος Κατσής είναι το διπλότυπο του ακυρωμένου, ματαιωμένου, ευνουχισμένου αρσενικού, υποδυόμενος τον ρόλο του γιου, που φαντασιώνεται μια φαλλικότητα κάθε άλλο παρά υπαρκτή σε ένα ξεκαρδιστικό σολιστικό ρεσιτάλ τραγουδιού, χορού και εξευτελιστικού στριπτήζ υπό ραπ και πανκ ήχους. Αντίστροφα, η Ελένη Μπούκλη αποδύεται στην απομάγευση της αισθητικής του αμερικανικού μιούζικαλ στιλ Μπρόντγουεϊ, υποδυόμενη τον ρόλο της φιλενάδας του.
Ο Αποστόλης Ψυχράμης πολύ πειστικός στον ρόλο του υπαλλήλου της καφετέριας που δεν ξέρει πώς να χειριστεί την εγκυμοσύνη της αλβανίδας ερωμένης του («Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;»), η Νάνσυ Σιδέρη στον ρόλο της κόρης που μισεί μια συνομήλική της και την περιλούζει με κοσμητικά επίθετα, η Δάφνη Δαυίδ συγκλονιστική και ιδιαίτερα κωμική στον ρόλο της θεούσας, παραμελημένης θείας που φιλοξενείται στο σπίτι και προσπαθεί να συμβιβάσει τα διεστώτα, ενώ στον ρόλο του Χορού των γειτόνων οι Βασίλης Δημακόπουλος, Δανάη Μουτσοπούλου και Θεοδοσία Σαββάκη αναλαμβάνουν δύσκολους ερμηνευτικούς και χορευτικούς ρόλους, τη συνοδεία ζωντανών επί σκηνής μουσικών (και του ίδιου του συνθέτη).
Η παράσταση διακρίνεται για την κατάτμηση σε σκηνές, καθεμιά από τις οποίες έχει έναν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που έρχεται σε κατάφωρη σύγκρουση/διαφωνία με έναν άλλον, ενώ η αντιδικία κορυφώνεται λεκτικά σε κανονική κήρυξη πολέμου εντος οικίας, με εκτράχυνση των συναισθημάτων και εκχυδαϊσμό του λεξιλογίου. Οι δυσκολίες στην επιλογή της μουσικής υπόκρουσης όλως περιέργως δεν παρήγαγαν αντιφατικό αποτέλεσμα: αντιθέτως, η σκληρότητα των μουσικών φράσεων, ο καθοριστικός ρολος των κρουστών και η εξαίρετη ενορχήστρωση, σε συνδυασμό με την άρτια κινησιολογία, έδιναν σε όλες τις σκηνές την αίσθηση της πρωτοτυπίας και ανέδιδαν ένα πρωτοφανές άρωμα έμπνευσης και συνθετικής καινοτομίας.
[...] θα μπορούσε όμως κανείς με βεβαιότητα να το ορίσει ως μια αντιπρόταση δομημένη πάνω σε φόρμες παρώδησης του κάθε είδους χωριστά: τα είδη κατανέμονται στις επιμέρους σκηνές με τρόπο τόσο ευρηματικό ώστε να μην δίνεται η αίσθηση του ετερόκλητου.
Στο άρτιο αποτέλεσμα συνέβαλε και η ποικιλία των μουσικών «δρόμων» που πλαισίωσαν όλη την γκάμα των συναισθηματικών καταστάσεων και την ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα κάθε ήρωα: από κιθαριστική ροκ έως ποπ, από ελαφρολαϊκό έως σκυλάδικο καψουροτράγουδο, από κλασική άρια όπερας έως πανκ, από δημώδες έως παρωδία μιούζικαλ τύπου Μπρόντγουεϊ, όλα συστεγάστηκαν σε ένα μεταμοντέρνο συνθετικό παζλ που –σύμφωνα με τις δηλώσεις της καλλιτεχνικής διευθύντριας κυρίας Αφροδίτης Παναγιωτάκου– «δεν είναι όπερα, ούτε ακαδημαϊκό λυρικό τραγούδι», θα μπορούσε όμως κανείς με βεβαιότητα να το ορίσει ως μια αντιπρόταση δομημένη πάνω σε φόρμες παρώδησης του κάθε είδους χωριστά: τα είδη κατανέμονται στις επιμέρους σκηνές με τρόπο τόσο ευρηματικό ώστε να μην δίνεται η αίσθηση του ετερόκλητου.
![]() |
Γιάννης Οικονομίδης (αρ.), Γιάννης Νιάρρος (κέντρο), Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (δεξ.) – Φωτογραφίες: Άρης Ντίνος, Δομνίκη Μητροπούλου, Πάνος Κέφαλος. |
Αν ο κινηματογραφικός κόσμος όντως προσέλαβε και κατέγραψε το «στιλ Οικονομίδη» ως ρηξικέλευθο, τότε και ο θεατρικός κόσμος πρέπει να παραδεχτεί ότι το τολμηρό εγχείρημα των Νιάρρου-Λιβιτσάνου εγκαινίασε μια νέα εποχή για το ελληνικό μουσικό θέατρο: με εφαλτήριο ένα γερά δομημένο σενάριο, που αντλεί τη στιβαρότητά του από την οδυνηρή συνθήκη της ελληνικής μικροαστικής οικογένειας και καταγράφει τον συγκρουσιακό ιστό των καθημερινών ανθρώπινων σχέσεων χωρίς μελοδραματισμό και με απόλυτη ωμότητα, οι δύο νέοι δημιουργοί διασταύρωσαν το όραμά τους και παρήγαγαν ένα ευρύτερο πλαίσιο, διάνοιξαν έναν νέο παραστασιακό ορίζοντα, στα πλαίσια του οποίου κατέθεσαν μια τολμηρή σκηνική πρόταση, μια καινοτόμο μουσικοχορευτική εκδοχή της παλιάς, καλής συνταγής που, συνυπολογιζομένων όλων των παραπάνω, την πήγε ένα βήμα παραπέρα...
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).

Βοηθός Σκηνοθέτη: Αναστασία Στυλιανίδη