Την ιστορία του Δαίδαλου και του γιου του Ίκαρου παρουσιάζει, στο θέατρο Αλκμήνη, η θεατρική ομάδα «Αφού», σε σκηνοθεσία Δήμητρας Πεμούση, με την καθοριστική σύμπραξη της Αλεξάνδρας Λιακοπούλου στη δραματουργική επεξεργασία.
Της Ελευθερίας Ράπτου
Η μυθολογία αποτελεί ανεξάντλητη δεξαμενή θεατρικών ιδεών για το θέατρο για παιδιά. Άνθρωποι και θεοί, ήρωες, πολεμιστές, εξερευνητές, θαλασσοπόροι, τεχνίτες και καλλιτέχνες, βασίλισσες, βασιλιάδες, μυθικά τέρατα, τα στοιχεία της φύσης και οι όψεις του υπερφυσικού, όλα μαζί συστήνουν την πολυεπίπεδη και πολύμορφη πολιτισμική απεικόνιση της Αρχαίας Ελλάδας.
Η ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου (όπου κομμάτια πραγματικού συνυφαίνονται με το μύθο), είναι κυρίως γνωστή λόγω της δραματικής απόδρασης πατέρα και γιου από το παλάτι του βασιλιά Μίνωα της Κρήτης, το ταξίδι τους με τα κέρινα φτερά πάνω από το Αιγαίο και τη θανατηφόρο πτώση του Ίκαρου στη θαλάσσια περιοχή που αποκαλούμε έως σήμερα Ικάριο πέλαγος.
Όμως η ιστορία του μεγάλου τεχνίτη Δαίδαλου είναι πολύ πιο πολύπλευρη και περιπετειώδης. Από το φημισμένο εργαστήριο του στην Αρχαία Αγορά, κάτω από την Ακρόπολη, όπου καταγίνεται με σημαντικές εφευρέσεις της εποχής, καταλήγει εξόριστος στο παλάτι του Μίνωα όπου κατασκευάζει τον περίφημο Λαβύρινθο. Εκεί, στο το παλάτι του Μίνωα και εξαιτίας της βοήθειας που πρόσφερε στην Αριάδνη και το Θησέα με τον περίφημο μίτο, φυλακίζεται μαζί με τον γιο του Ίκαρο στον λαβύρινθο που ο ίδιος έφτιαξε. Πετούν προς την ελευθερία με τα κερένια φτερά που ο Δαίδαλος έφτιαξε, με τη βοήθεια της Πασιφάης, και μετά το χαμό του Ίκαρου, ο φημισμένος και πολύπαθος τεχνίτης φτάνει στη Σικελία. Ο Δαίδαλος, με τη δύναμη του μυαλού, την άφθαστη τέχνη του, αλλά και την εύνοια των θεών, επιστρέφει τελικά μετά από χρόνια στην Αθήνα, όπου πεθαίνει γέρος και φημισμένος...
Ο Δαίδαλος, με τη δύναμη του μυαλού, την άφθαστη τέχνη του, αλλά και την εύνοια των θεών, επιστρέφει τελικά μετά από χρόνια στην Αθήνα, όπου πεθαίνει γέρος και φημισμένος...
Την ιστορία του Δαίδαλου και του γιου του Ίκαρου, από την αρχή μέχρι το τέλος, παρουσιάζει, στο θέατρο Αλκμήνη, η θεατρική ομάδα Αφού, σε σκηνοθεσία Δήμητρας Πεμούση, με την καθοριστική σύμπραξη της Αλεξάνδρας Λιακοπούλου στη δραματουργική επεξεργασία.
Το επιμελώς δουλεμένο κείμενο εκφέρεται από τη Δήμητρα Πεμούση, καθώς η εμψυχώτρια ξεδιπλώνει, με τη συνδρομή της Ήβης Ναθαναήλ-Αναγνώστη, τις χάρτινες μακέτες με τις οποίες στήνεται η παράσταση. Στο ολόμαυρο σκηνικό διάκοσμο, πάνω σε ένα τραπέζι όπου το φωτίζουν μελετημένα οι φωτισμοί του Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, τα pop-up χάρτινα σκηνικά αποκαλύπτουν διαδοχικά την αρχαία Αθήνα και το εργαστήριο του Δαίδαλου, το φουρτουνιασμένο Αιγαίο, το παλάτι του Μίνωα και τον Λαβύρινθο, τη Σικελία του βασιλιά Κώκαλου...
Παιχνίδια του φωτός και της σκιάς, τεχνικές όπως το διόραμα, η σκηνική τεχνική του crankie scroll, οι μαριονέτες και θέατρο σκιών (Ομάδα των σκηνικών κατασκευών: Δήμητρα Πεμούση, Ευρυδίκη Πεμούση, Αλέξης Παπαχατζής, Βασιλική Μαλτσάκη, Γιάννης Τσιούτας), έχουν σχεδιαστεί και οργανωθεί με ακρίβεια και κομψή μινιμαλιστική ματιά (Εικαστικός Σχεδιασμός – Σκηνογραφία: Παύλος Νικολακόπουλος). Η μονοχρωματική επιλογή των λευκών σκηνικών και μαριονετών, λειτουργεί αντιστικτικά και οπωσδήποτε δραματικά με τον υπόλοιπο μαύρο διάκοσμο, εντείνοντας την αίσθηση ότι κάθε σκηνή του έργου είναι και ένα ζουμ στην εκάστοτε δραματική-μυθολογική-ιστορική στιγμή που εκφωνείται. Η μουσική επένδυση-ηχητική δραματουργία του Μανώλη Μανουσάκη ομονοεί με τη συνολική σύλληψη.
Η μονοχρωματική επιλογή των λευκών σκηνικών και μαριονετών, λειτουργεί αντιστικτικά και οπωσδήποτε δραματικά με τον υπόλοιπο μαύρο διάκοσμο, εντείνοντας την αίσθηση ότι κάθε σκηνή του έργου είναι και ένα ζουμ στην εκάστοτε δραματική-μυθολογική-ιστορική στιγμή που εκφωνείται.
Η χάρτινη παράσταση προβάλλει σαφώς την αίσθηση του χειροποίητου, δείχνοντας έμπρακτα ότι η φαντασμαγορία δεν είναι πάντα απότοκος σύνθετων πολυμέσων, αλλά αντιθέτως η έμφαση στην ποιότητα και η σαφήνεια του επιτελεστικού ζητούμενου είναι βασικοί άξονες για μια παράσταση που θα αγγίξει το κοινό.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι για την αμεσότητα της παράστασης καθοριστική είναι η ευθύβολη χρήση της ελληνικής γλώσσας και η απλότητα στην εκφορά, που βοηθά τους μικρούς θεατές να παρακολουθούν μαθαίνοντας, χωρίς να κουράζονται.
Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε με μια φράση τη θεατρική περιπέτεια του Δαίδαλου και του Ίκαρου, αυτή θα ήταν «χάρτινη κομψότητα, μινιμαλιστική φαντασμαγορία».
* Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΑΠΤΟΥ είναι Θεατρολόγος-Κριτικός Θεάτρου.