Για την παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Οθέλλος» του Giuseppe Verdi, σε σκηνοθεσία, σκηνικά και φωτισμούς του Robert Wilson, η οποία παρουσιάστηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Της Έλενας Χουζούρη
Η σκηνοθετική προσωπικότητα του Ρόμπερτ Ουίλσον [Τέξας, ΗΠΑ, 1941] αναμφισβήτητα δεν χρεώνεται στον ρεαλισμό και την απεικονιστική αναπαράσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αμερικανός σκηνοθέτης θεωρείται από τους κορυφαίους του καλλιτεχνικού ρεύματος της αβάν γκαρντ, παγκοσμίως. Όσοι και όσες έχουν δει παραστάσεις του στην Ελλάδα, θυμίζω παραδειγματικά, «Προμηθέας Δεσμώτης», «Οδύσσεια», σίγουρα ή έχουν εντυπωσιαστεί από την αρκούντως λοξή ματιά του ή έχουν απογοητευθεί. Δεν μπορώ να μην φέρω στο νου μου έναν οργισμένο, γνωστό, καταξιωμένο, θεατρικό κριτικό της παλιάς φρουράς, έπειτα από την παράσταση της «Οδύσσειας» στο Εθνικό Θέατρο, πριν από κάποια χρόνια. Προσωπικά οι δύο προαναφερόμενες παραστάσεις μού είχαν δημιουργήσει αντιφατικά συναισθήματα, όχι όμως αρνητικά. Σίγουρα με είχαν προκαλέσει, και αυτό ήδη προσμετράται στα συν της σκηνοθετικής ματιάς του Αμερικανού. Με αρκετά, λοιπόν ερωτηματικά πήγα να παρακολουθήσω τον «Οθέλλο» του Βέρντι, ενός πολυαγαπημένου μου συνθέτη, του οποίου τις όπερες έχω απολαύσει επανειλημμένως.
Ο «Οθέλλος» δεν είναι μια ακόμη όπερα στο διαχρονικό ρεπερτόριο του λυρικού θεάτρου, ούτε και στην καλλιτεχνική πορεία του πιο διάσημου συνθέτη της οπερατικής ιστορίας. Ήδη έχει πίσω του την βαριά σαιξπηρική σκιά. Ο στυλοβάτης του αγγλοσαξωνικού πολιτισμού θα γράψει το θεατρικό έργο «Η τραγωδία του Οθέλλου, του Μαυριτανού της Βενετίας» το 1603. Ο Βέρντι στεκόταν ιδιαίτερα σεβαστικά απέναντι στον ελισαβετιανό ογκόλιθο. Τον προσεγγίζει για πρώτη φορά στα 34 του, το 1847, επιλέγοντας ένα επίσης δύσκολο θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, τον «Μάκβεθ». Θα περάσουν τριάντα χρόνια για να αποφασίσει, έπειτα από πολλούς δισταγμούς, να τον πλησιάσει πάλι.
Ο Βέρντι στεκόταν ιδιαίτερα σεβαστικά απέναντι στον ελισαβετιανό ογκόλιθο. Τον προσεγγίζει για πρώτη φορά στα 34 του, το 1847, επιλέγοντας ένα επίσης δύσκολο θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, τον «Μάκβεθ». Θα περάσουν τριάντα χρόνια για να αποφασίσει, έπειτα από πολλούς δισταγμούς, να τον πλησιάσει πάλι.
Στο μεταξύ δεν είναι πλέον ένας ακόμα Ιταλός συνθέτης όπερας, αλλά ένας μύθος για τους συμπατριώτες του. Η δημοφιλία του ήταν τόση ώστε κάποιοι μουσικολόγοι και μελετητές του έργου του τον έχουν παρομοιάσει με τα ποπ είδωλα της ροκ μουσικής του 20ου αιώνα! «Ο Βέρντι», έχουν γράψει, «υπήρξε ο συνθέτης που έζησε εκείνη την μοναδική στιγμή στην ιστορία της μουσικής κατά την οποία η υψηλή τέχνη έγινε ταυτόχρονα και λαϊκή». Θα πρόσθετα πως εκείνη η στιγμή ήταν μοναδική γενικότερα για την ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας αφού συμπίπτει με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα για την απελευθέρωση των ιταλικών πόλεων από την Αυστριακή αυτοκρατορία και την εθνική τους ενοποίηση ως ένα ενιαίο ιταλικό κράτος, το περίφημο Risorgimento.
O Βέρντι έπαιξε σημαίνοντα ρόλο σε όλη αυτή την εξεγερτική διαδικασία, τόσο με τα εμβληματικά του έργα –όπως «Ναμπούκο», «Οι Λομβαρδοί»– αλλά και με το ίδιο του το όνομα καθώς το σύνθημα των επαναστατών «Viva V.E.R.D.I.» υπονοούσε «Viva Vitorio Emanouele Rei d’ Italia». Μάλιστα, το 1861 ο Βέρντι εκλέγεται στο πρώτο ιταλικό κοινοβούλιο. Ωστόσο ο μύθος Βέρντι θα αρχίσει κάπως να επισκιάζεται με την άκρως δυναμική εμφάνιση ενός νέου συνθέτη, από τη Γερμανία, που κομίζει νέες μουσικές προτάσεις στην όπερα· του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Λέγεται ότι ο Βέρντι είχε ενοχληθεί από την θορυβώδη εμφάνιση του Γερμανού συνθέτη και για να μην παραγκωνιστεί προσάρμοσε τα έργα που θα έγραφε από κει και πέρα στα νέα δεδομένα, αφήνοντας ή μετριάζοντας τους ηρωικούς, ρομαντικούς τόνους. Ο «Οθέλλος» ανήκει σε αυτήν την περίοδο.
Στα 74 του χρόνια ο Βέρντι βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο καθώς γύρω του οι παλιές πολιτισμικές αξίες της πατρίδας του αλλάζουν και μια νέα γενιά μουσικών-συνθετών, γνωστών με το παρατσούκλι «οι αχτένιστοι», τις αμφισβητούν εμπράκτως. Τότε, κατά ειρωνεία της τύχης, ένας εκπρόσωπος αυτής της γενιάς, του προτείνει να ασχοληθεί με τον «Οθέλλο» πάνω σε λιμπρέτο που θα έγραφε εκείνος. Πρόκειται για τον ποιητή και μάλλον μέτριο συνθέτη Αρρίγκο Μπόιτο για τον οποίο ο Βέρντι δεν είχε και την καλύτερη γνώμη. Έπειτα από πολλούς δισταγμούς και τις μεσολαβήσεις κάποιων κοινών φίλων, ο Βέρντι τελικά δέχεται και αρχίζει την, όπως αποδείχτηκε, γόνιμη συνεργασία του με τον Μπόιτο. Ο οποίος, τολμηρός ων, δεν διστάζει να επέμβει δραματουργικά στο σαιξπηρικό κείμενο προκειμένου να το προσαρμόσει στις απαιτήσεις της οπερατικής εκδοχής του. Έτσι αφαιρεί από το σαιξπηρικό κείμενο την αρχική σκηνή της γνωριμίας και του γάμου Οθέλλου-Δυσδαιμόνας και προσθέτει στο λιμπρέτο του το αιρετικό «Πιστεύω» του Ιάγου.
Στα 74 του χρόνια ο Βέρντι βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο καθώς γύρω του οι παλιές πολιτισμικές αξίες της πατρίδας του αλλάζουν και μια νέα γενιά μουσικών-συνθετών, γνωστών με το παρατσούκλι «οι αχτένιστοι», τις αμφισβητούν εμπράκτως.
Ο Σαίξπηρ πλάθει έναν Ιάγο δολοπλόκο και φθονερό, ο Μπόιτο κρατάει και τονώνει τον φθονερό, προσδίδοντας ισχυρότερη απόδειξη του κακού που ενσαρκώνει αυτός ο σκοτεινός χαρακτήρας. Πάνω σε αυτό το λιμπρέτο συνθέτει ο Βέρντι τη μουσική του. Μια μουσική που φέρει μεν τα βασικά ηχομοτίβα του έργου του μεγάλου Ιταλού συνθέτη είναι όμως μπολιασμένη και με νεωτερικά στοιχεία, πρωτόγνωρα για το έως τότε έργο του. Ο έγκριτος μουσικολόγος και μουσικοκριτικός Νίκος Α. Δοντάς στο, ιδιαίτερα προσεγμένο πρόγραμμα της ΕΛΣ, σημειώνει: «Ο Οθέλλος ήταν ξεκάθαρα σύγχρονο έργο, στον βαθμό που δεν αποτελείται από αυτόνομα μουσικά μέρη αλλά είναι δομημένος σε μεγάλες μουσικές ενότητες. Ταυτόχρονα όμως δεν στρέφεται στο βαγκνερικό πρότυπο, ούτε στα νέα στοιχεία του ρεαλισμού που σάρωναν την Ευρώπη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όπερα έρχεται ως συνέχεια όσων είχε δημιουργήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Βέρντι. Περιλαμβάνει τα ίδια συστατικά με τον “Ριγολέττο”, όμως τα εξελίσσει με την ελευθερία και τη σιγουριά ενός συνθέτη ο οποίος χειρίζεται με απόλυτη ασφάλεια τα εκφραστικά του μέσα. Έτσι, το έργο διαθέτει τη δική του, προσωπική μουσική γλώσσα, όχι τόσο ως προς τα μεμονωμένα στοιχεία, αλλά ως προς τον τρόπο σύνθεσής τους». Με τον «Οθέλλο», όπως επίσης επισημαίνει ο Νίκος Α. Δοντάς «βγαίνοντας από τη σιωπή του, ο 74χρονος Βέρντι ανανέωσε για μια ακόμη φορά την ιταλική όπερα και τέθηκε επικεφαλής της».
Ρόμπερτ Ουίλσον: Φωνή – Μουσική – Κίνηση – Φως
Δύο είναι τα κλειδιά της ανανεωμένης ματιάς του Βέρντι, όπως αυτή μετουσιώνεται στον «Οθέλλο»: Η φωνή και η μουσική, δευτερευόντως το κείμενο ή η πλοκή. Η πρωτοκαθεδρία δίνεται στη φωνή και στην ορχήστρα η οποία, σύμφωνα πάντα με τον Νίκο Α. Δοντά «αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις» και βέβαια, προσθέτουμε εμείς, αναδεικνύοντας την ένταση και τον πλούτο των ακραίων συναισθημάτων της όπερας. Είναι τυχαίο ότι κάποιοι μουσικολόγοι έχουν χαρακτηρίσει τον «Οθέλλο» την πιο συμφωνική όπερα του Βέρντι;
Τι μπορεί όμως να σημαίνει αυτή η αναμφισβήτητη κυριαρχία φωνής και μουσικής για τον σκηνοθέτη που θα αναλάβει να την ανεβάσει στην σκηνή; Να τη σεβαστεί αλλά και να της μεταδώσει τη δική του δημιουργική πνοή, χωρίς να την προδώσει, να την ανυψώσει και να φωτίσει ολόκληρο τον πλούτο της σε συναισθήματα και νοήματα. Ό,τι ακριβώς, πιστεύω, έκανε ο Ρόμπερτ Ουίλσον στην παράσταση που ετοίμασε και έδειξε στο ελληνικό κοινό, στην κεντρική αίθουσα της ΕΛΣ. Ο Ουίλσον, ειπώθηκε ήδη, ανήκει στους σκηνοθέτες που η ματιά τους επικεντρώνεται στα σημεία και όχι στην φορτωμένη διακόσμηση του σκηνικού χώρου, είναι αφαιρετικός, ίσως υπερβολικός κάποτε, οτιδήποτε μπορεί να αποσπάσει ή να διασπάσει την προσοχή του θεατή από την ουσία των όσων βλέπει και ακούει, τείνει να το αφαιρεί.
Ο Ουίλσον ανήκει στους σκηνοθέτες που η ματιά τους επικεντρώνεται στα σημεία και όχι στην φορτωμένη διακόσμηση του σκηνικού χώρου, είναι αφαιρετικός, ίσως υπερβολικός κάποτε, οτιδήποτε μπορεί να αποσπάσει ή να διασπάσει την προσοχή του θεατή από την ουσία των όσων βλέπει και ακούει, τείνει να το αφαιρεί.
Το γεγονός ότι ο, κατά Βέρντι, «Οθέλλος» βασίζεται στο δίπολο «Φωνή – Μουσική» ήρθε και κούμπωσε απόλυτα με τη σκηνοθετική άποψη του Αμερικανού. Λέει σχετικά ο ίδιος, σε συνέντευξή που είχε δώσει στον Βόλφγκανγκ Μύλλερ, με αφορμή την παρουσίαση του «Οθέλλου» στο Φεστσπιλχάους στο Μπάντεν-Μπάντεν, το 2019: «Για το θέατρο που κάνω, δουλεύω πάνω στα πράγματα ξεχωριστά. Σήμερα δουλέψαμε πάνω στο σκηνικό. Δεν το σκέφτομαι ως διακόσμηση. Δεν μου αρέσει η λέξη “διακόσμηση”». Και σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Ουίλσον προσθέτει: «Συνήθως όταν πηγαίνω στην όπερα τα πράγματα είναι πολύ φορτωμένα. Αποσπάται η προσοχή μου. Πρέπει πραγματικά να κλείσω τα μάτια μου για να ακούσω προσεκτικά. Ο Οθέλλος απαιτεί πολλή συγκέντρωση. Η ιστορία του έχει να κάνει περισσότερο με μια εσωτερική σύγκρουση, με ένα ζήτημα ανασφάλειας, με κάποιον που είναι πολύ δυνατός αλλά και πολύ αδύναμος».
Καμία διακόσμηση λοιπόν παρά μόνον εναλλαγές του φωτός που συντελούσαν στο να αναδεικνύεται το βάθος και το πλάτος του σκηνικού χώρου, και να δημιουργείται μια μοναδικά υποβλητική ατμόσφαιρα. Μια αίσθηση ότι ταξιδεύεις πέρα από τον σκηνικό χώρο, κάπου σε ένα βάθος που δεν έχει σύνορα. Ο Ουίλσον υποστηρίζει ότι με τον τρόπο αυτό μεταφέρει στη σκηνή κάτι από τις απέραντες πεδιάδες της πατρίδας του, του Τέξας. Δεν έχω πάει στο Τέξας και για τις πεδιάδες αυτές έχω μόνον κινηματογραφική εικόνα, ωστόσο αναμφισβήτητα αυτός ο συνδυασμός φωτός και άδειου χώρου ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός. Και σε αυτόν τον χώρο στήθηκε η όπερα του Βέρντι.
Μια όπερα ακραίων συναισθημάτων που με μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε επίσης ακραίους μελοδραματισμούς. Γεγονός που κάθε άλλο παρά ταιριάζει στον Ουίλσον, ακόμα και αν ο ίδιος ο Βέρντι το απαιτούσε, ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν θα τον ακολουθούσε. Λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Όταν η μουσική του Βέρντι είναι πολύ εκφραστική, τότε κανείς πρέπει να είναι ταυτόχρονα πολύ ψυχρός. Θα πρέπει να υπάρχει ένας ταυτόχρονος συνδυασμός φωτιάς και πάγου». Ακριβώς αυτόν τον συνδυασμό είδαμε να ξεδιπλώνεται σε μια μοναδική ισορροπία φωνής, μουσικής, κίνησης και φωτός. Το ένα συμπλήρωνε το άλλο, τίποτε δεν υπερείχε, τίποτε δεν υπολειπόταν, και τα τέσσερα τόσο καλά διαρθρωμένα αποκτούσαν μια θαυμαστή λειτουργικότητα και αναδείκνυαν –χωρίς να αισθηματολογούν– τις εσωτερικές εντάσεις και τις φοβερές συγκρούσεις των χαρακτήρων: Του Οθέλλου, του Ιάγου, της Δυσδαιμόνας, του Κάσιου, του Ροδερίκου, της Αιμιλίας και των άλλων.
Οι γεωμετρικές, κοφτές κινήσεις, συγκρατημένες, αργές, αποστασιοποιημένες, ελάχιστα εκφραστικές, δημιουργούσαν ένα στυλιζάρισμα που συντελούσε στο να κυριαρχούν κατά κράτος η φωνή και η μουσική. Ό,τι δηλαδή απαιτεί ο, κατά Βέρντι, «Οθέλλος».
Πριν περάσω στις ερμηνείες, να σταθώ στην κίνηση πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών και προπαντός του Ιάγου. Ο Ουίλσον δίνει μεγάλη σημασία στην κίνηση, εμφανώς επηρεασμένος από το ιαπωνικό θέατρο ΝΟ. Οι γεωμετρικές, κοφτές κινήσεις, συγκρατημένες, αργές, αποστασιοποιημένες, ελάχιστα εκφραστικές, δημιουργούσαν ένα στυλιζάρισμα που συντελούσε στο να κυριαρχούν κατά κράτος η φωνή και η μουσική. Ό,τι δηλαδή απαιτεί ο, κατά Βέρντι, «Οθέλλος».
Και τώρα οι ερμηνείες: Μια λέξη μόνον: Εξαιρετικές! Ο Λετονός τενόρος Αλεξάντρ Αντονένκο, ως Οθέλλος μάς κατέκτησε με την πρώτη του αυτή εμφάνιση-συνεργασία με την ΕΛΣ, η υψίφωνος Τσέλια Κοστέα ως Δυσδαιμόνα στην πιο ώριμη και ολοκληρωμένη ερμηνεία της, ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος ως Ιάγος τολμώ να πω ότι έκλεψε κυριολεκτικά την παράσταση, δεν τον έχω ξανακούσει σε παρόμοιο, υψηλής καύσης, ερμηνευτικό οίστρο. Επαρκέστατοι, ο Δημήτρης Πακσόγλου ως Κάσσιος, ο Γιάννης Καλύβας ως Ροδερίκος, ο Πέτρος Μαγουλάς ως Λουδοβίκος, ο Μαρίνος Ταρνανάς, ο Παύλος Σαμψάκης και η Άννα Μαλαβάζι ως Αιμιλία [αντικατέστησε τη Βιολέτα Λούστα].
Ένας ιδιαίτερος έπαινος αξίζει και για την ορχήστρα της ΕΛΣ [μια ορχήστρα που έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά] η οποία κάτω από την μπαγκέτα του Στάθη Σούλη, ανερχόμενου μαέστρου της νεότερης γενιάς των αρχιμουσικών μας, ανταποκρίθηκε στις πολλαπλές απαιτήσεις της όπερας του Βέρντι, αναδεικνύοντας δυναμικά το βάθος και το εύρος των συναισθηματικών συγκρούσεων των ηρώων. Στο ίδιο επίπεδο στάθηκαν και η χορωδία της ΕΛΣ υπό την διεύθυνση του έμπειρου Αγαθάγγελου Γεωργακάτου καθώς και η παιδική χορωδία υπό την διεύθυνση της Κωνσταντίνας Πιτσιάκου. Η παράσταση ήταν συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).