
Για την παράσταση «ΙΝSEQS» σε χορογραφία του Δημήτρη Μυτιληναίου, η οποία παρουσιάστηκε στον πρώην εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων της Φίατ, στο Κουκάκι.
Του Νίκου Ξένιου
Οι σωματικές αναπαραστάσεις που επιδιώκει το μπαλέτο είναι πολύ συγκεκριμένες. Η καινοτομία της δουλειάς του Δημήτρη Μυτιληναίου είναι ότι υποσκάπτει αυτές τις ευρέως αποδεκτές αναπαραστάσεις, προτείνοντας νέο κινησιολόγιο, δηλαδή αποσυνδέοντας τη φόρμα της εκτέλεσης από τη «σύλληψη» της ορθής κίνησης στο μυαλό του χορευτή.
«Tι είναι αυτό που προσπαθεί να μας κάνει να παραγάγουμε την κίνηση στο μπαλέτο σε επίπεδο σωματικής κατάστασης και κατά πόσον φεύγοντας από τη φόρμα του παραμένουμε δεσμευμένοι στη σκηνική του πρόθεση;» διερωτάται ο χορογράφος, ο οποίος παρουσιάζει το έργο «ΙΝSEQS» στον πρώην εκθεσιακό χώρο FIAT, στο Κουκάκι. «Η punk σκηνή», λέει σε μια άλλη συνέντευξή του, «σαφώς δουλεύει με πολύ διαφορετικούς όρους και συνθήκες απ' ότι η βιομηχανία της “θεσμικής” καλλιτεχνικής δημιουργίας στην οποία εγώ δραστηριοποιούμαι». H περφόρμανς του Δημήτρη Μυτιληναίου αναπαριστά ένα μάθημα κλασικού χορού και υποδιαιρείται σε «νούμερα / variétés», που εκτελούνται από έξι εξαιρετικούς ερμηνευτές υπό τους ήχους της μουσικής της underground noise-punk μπάντας «Rita Mosss» (Κώστας Καγκελάρης, Μιχάλης Καλλιγέρης, Μιχάλης Μάγνης, Δημήτρης Τσαμπουνάρης).
Άρνηση του αισθητικού προτάγματος του «κλασικού»
Ο Δημήτρης Μυτιληναίος μελέτησε τις σημειώσεις Barres Flexibles (1989) της χορογράφου Βιλφρέντ Πιογιέ, όπου εντόπισε τις έννοιες της «ενδιάθετης ορμής» (élan), της «στήριξης» (appuis) και της «ιδιοσυγκρασιακής εσωτερικότητας» (tempérament), σε συνδυασμό με την επικοινωνιακή «ανοιχτότητα» (ouverture) που επιδιώκει ο χορευτής τοποθετούμενος στον σκηνικό χώρο. Κατόπιν, μελέτησε τις Études Choréοgraphiques (1848) του Ωγκίστ Μπουρνονβίλ, όπου εντόπισε μια σειρά «οργανικών» συντεταγμένων της «μεταφοράς / τοποθέτησης» (placement) του χορευτή μέσα στον χώρο. Αυτές, κατά την άποψή του, συνθέτουν ένα αρμονικό πρότυπο ερμηνείας: παραδείγματος χάριν, τα χέρια ενός σωστού χορευτή μπορούν να τοποθετηθούν μόνον «εμπρός» (devant), «πλαγίως» (à coté) και στη θέση μιας arabesque, το πόδι που πάει να κινηθεί πρέπει να «προβάλλεται» προς τα εμπρός (projection), σε συγκεκριμένες στιγμές η απεύθυνση πρέπει να γίνεται «προς τα έξω» (en déhors), και ούτω καθεξής.
H περφόρμανς «ΙΝSEQS» θεσπίζει κάποιες καινούργιες κινήσεις αφαιρώντας κινησιολογικά γνωρίσματα από τις κινήσεις-κλισέ που είναι καταχωρημένες στο μπαλετικό λεξιλόγιο, δηλαδή μεταστρέφοντας σημασιολογικά την ορολογία.
Για τον Έλληνα χορογράφο, όμως, υπάρχει η δυνατότητα θέσπισης ενός «ανόργανου» μπαλέτου, που δυνάμει αντιπαρατίθεται στην «οργανική» αυτή υπόσταση του κλασικού μπαλέτου: η περφόρμανς «ΙΝSEQS» (ή «Inorganic Sequences») θεσπίζει κάποιες καινούργιες κινήσεις αφαιρώντας κινησιολογικά γνωρίσματα από τις κινήσεις-κλισέ που είναι καταχωρημένες στο μπαλετικό λεξιλόγιο, δηλαδή μεταστρέφοντας σημασιολογικά την ορολογία. Εμπνεόμενος από μεταμοντέρνες τοποθετήσεις, όπως της Σάλυ Μπέινς στο βιβλίο Terpsichore in sneakers, τη μουσική και ρυθμική οργάνωση, ενορχηστρώνει έξι ενότητες κινήσεων σε μια σειρά, αίροντας τις έννοιες του ορθού και του εσφαλμένου όπως πολύ αυστηρά τις διαχωρίζει το μπαλέτο: στη θέση τους αναδεικνύει το συγκεκαλυμμένο, το μη ελεγχόμενο στοιχείο του «ολισθήματος», του «λάθους», της «παράλειψης», της «αμηχανίας» μπροστά στην ορθή εκτέλεση. Έτσι, έξι αποσπάσματα κλασικών χορογραφιών προσκρούουν στον υψηλό βαθμό δυσκολίας των ερμηνευτών (η ομάδα αποτελείται από πέντε χορευτές και έναν δάσκαλο καράτε), οι οποίοι εκτελούν καθένας το κομμάτι του, με άξονα μπαλετικές positions αλλά επιστρατεύοντας εντελώς πρωτότυπο κινησιολογικό υλικό, που επί συνόλω συνιστά μια πλήρη χορογραφική πρόταση.
Εξατομίκευση και θαυμαστά αποτελέσματα
Η πολυετής πείρα και η σκηνική ωριμότητα της Μαρκέλλας Μανωλιάδη έχει, φυσικά, παγιώσει το σημείο στήριξης της κίνησής της ώστε να μπορεί να στηρίζεται χωρίς να βάζει υπερβολική δύναμη, χωρίς να σπαταλά την ενέργειά της. Στη συγκεκριμένη χορογραφία εσκεμμένα το καταστρέφει, και αυτό είναι το αντιφατικό: πως το κάνει με επαγγελματισμό και ακρίβεια αξιοθαύμαστη. Για τη Νεφέλη Αστερίου το να περάσει από ένα «entrechat» σε ένα άλμα είναι καθημερινή πρακτική, αλλά στη νέα αυτή συνθήκη συγκρατεί την κίνησή της γεμίζοντάς την με δισταγμό και «κράτημα». Ο Φίλιππος Βασιλείου (καθηγητής καράτε και ερασιτέχνης χορευτής) αυτοσαρκάζεται με χιούμορ, καθώς μιμείται τη σωστή τοποθέτηση, την κομψότητα, την ελαστικότητα και την ελαφρότητα ενός κλασικού χορευτή: από «μπρα μπα σε πλιέ» πασχίζει να περάσει σε «αλονζέ», δημιουργώντας ένα ξεκαρδιστικό κλίμα. Η Βεατρίκη Καπνίση απαλλάσσεται οικειοθελώς από το δραματικό φραζάρισμα της χορευτικής φράσης που της αντιστοιχεί, ενώ η Παγώνα Μπουλμπασάκου αλλοιώνει εμπρόθετα την άψογη τεχνική της για να διαλύσει το «βόλεμα» του θεατή στις μεταβατικές, μικρές κινήσεις εκτόνωσης. Ο ίδιος ο Δημήτρης Μυτιληναίος αναπαράγει μια σειρά από δύσκολες και στροφικές ορμητικές μετατοπίσεις (pivots) κατά εμμονικό τρόπο: αυτές συσσωρεύονται παράγοντας μια κίνηση «pivovette» πρωτοειδωμένη και οδηγούν στην εξάντληση και τη ματαίωση. Τέλος, οι χορευτές σε σύνολο πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες διαφορετικής θέασης του ίδιου μοτίβου.
Μέσα από την προσωπική του εξοικείωση με την punk, ο Δημήτρης Μυτιληναίος πειραματίστηκε στην απουσία σταθερής ρυθμολογίας βρίσκοντας το σύστοιχο των ανατροπών και της δυσκολίας εκτέλεσης των χορευτών του στη μουσική επένδυση των Rita Mosss.
«Αποσπούμε πληροφορίες μέσα από την Ιστορία, από τις δουλειές άλλων ανθρώπων και κάνουμε ένα είδος κολάζ για να προτείνουμε καινούργια νοήματα», είχαν δηλώσει οι Καταστασιακοί (Situationists), κι αυτή η φράση έδωσε το εφαλτήριο για μια σειρά από καλλιτεχνικούς πειραματισμούς. Σε επίπεδο χορογραφίας, ο Μέρσι Κάννινγκαμ ήδη είχε επισημάνει ότι η punk ταιριάζει στην «άστατη» κίνηση ενός ερμηνευτή που, στη διάρκεια μιας επιτέλεσης, εκτελεί ένα ερμηνευτικά δύσκολο κομμάτι χορού, χωρίς ουσιαστικά να απευθύνεται ο ίδιος στο κοινό: δεν απευθύνεται ο χορευτής στο κοινό, αλλά αυτό που κάνει! Ακολουθούν ένα σωρό καινοτομίες, όπως η ανάδειξη της απλής, καθημερινής κίνησης από την Τρίσα Μπράουν, οι απότομες «μεταβάσεις» της Λουσίντα Τσάιλντς και ένα σωρό άλλες τεχνικές μεταμοντέρνας απόχρωσης. Μέσα από την προσωπική του εξοικείωση με την punk, ο Δημήτρης Μυτιληναίος πειραματίστηκε στην απουσία σταθερής ρυθμολογίας βρίσκοντας το σύστοιχο των ανατροπών και της δυσκολίας εκτέλεσης των χορευτών του στη μουσική επένδυση των Rita Mosss, που καλύπτει μόνο τη μισή παράσταση, ενώ η άλλη μισή διενεργείται σε σιωπή.
![]() |
Ο χορογράφος Δημήτρης Μυτιληναίος. |
Αρωγός για την πρωτότυπη μουσική σύνθεση ήταν το The art of accompanying classical ballet technique classes, ένα βιβλίο του Γι Σικ Ουόνγκ που αναλύει και εξηγεί τις κατά μπαλέτο επιδιωκόμενες σχέσεις δασκάλου / μουσικού συνοδού, βήματος / χρόνου, άσκησης / μέτρου κ.α. Το αξιοπρόσεκτο σε αυτήν την επιτέλεση ήταν πως η ένταση και η δραματουργική κλιμάκωση δεν συνδέονταν απαραιτήτως με τη μουσική υπόκρουση, ενώ σταθερή πρόθεση του χορογράφου είναι να παραχθούν η εντύπωση της ασυνέχειας, η υπερπληροφόρηση με καινοφανείς κινήσεις, το άγχος / stress που προκύπτει από το απρόβλεπτο, παράλληλα με απόλυτο έλεγχο και ακρίβεια στην εκτέλεσή του.
![]() |
Στιγμιότυπο από την παράσταση. |
Ο Δημήτρης Μυτιληναίος ανατροφοδοτεί σημαντικά το λεξιλόγιο του χορού, προσδίδοντας νέες σημασίες σε ήδη γνωστό εννοιολόγιο. Για να το πούμε απλά, στην εξαιρετική χορογραφία του, οι «μη οργανικές ακολουθίες κινήσεων» (inorganic sequences) οδηγούν με βεβαιότητα –και αυτό είναι και το αξιοθαύμαστο– σε «μη σκόπιμες συνέπειες» (unintended consequences).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).