Των Λεωνίδα Καλούση, Σμαραγδούλας Κόντε
Το έργο του Εντμόν Ροστάν «Συρανό ντε Μπερζεράκ» έχει γίνει γνωστό στη χώρα μας κυρίως από τις κινηματογραφικές του διασκευές, μια κι ελάχιστοι θα θυμούνται ακόμη την προ εξηντατόσων χρόνων παράσταση του Ροντήρη. Πρόκειται ωστόσο για ένα από τα σημαντικότερα έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου, έστω κι αν η παλιομοδίτικη φόρμα του (έμμετρος στίχος, ρομαντικός ήρωας) μπορεί να παραπλανήσει.
Φέρνοντας στο προσκήνιο ένα ιστορικό πρόσωπο, τον συγγραφέα και εφευρέτη Συρανό ντε Μπερζεράκ, που έζησε τον 17ο αιώνα και πέθανε στα 36 του χρόνια, ο Ροστάν χτίζει έναν συμπαγή και πολυδιάστατο ρομαντικό ήρωα. Υπό αυτή την έννοια, το στοίχημα μιας μη συμβατικής προσέγγισης ενός (υπό τη μορφή της λεπτής παρωδίας, έστω) σύγχρονου έργου ήταν παρακινδυνευμένο και ταυτόχρονα επιτακτικό.
Ο Νίκος Καραθάνος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, κατάφερε να δώσει το δικό του στίγμα, να προσφέρει μια ανανεωμένη ματιά στο έργο, πατώντας συχνά σε δρόμους ολισθηρούς. Χωρίς φαντεζί σκηνογραφική υποστήριξη, με πολλά μικρά εφευρήματα και επινοήσεις, έστησε μια έξυπνη, σύγχρονη και, το σημαντικότερο, συγκινητική παράσταση που δεν κουράζει ούτε στιγμή – παρά την όχι αμελητέα διάρκειά της. Κρατώντας ως όφειλε τον έμμετρο χαρακτήρα των διαλόγων (κεντρική επιλογή του συγγραφέα, άλλωστε), «κατέβασε» το έργο στην εποχή μας, πλάθοντας έναν Συρανό πιο γήινο, πιο προσιτό, πιο ανθρώπινο – παρά τις υπεράνθρωπες επιδόσεις του στις ερωτικές εξομολογήσεις και στη μάχη. Ομοίως, η Ρωξάνη κατέβηκε κι αυτή μερικά σκαλοπάτια από το ρομαντικό βάθρο της, κι έγινε σημερινή, οικεία, ανεπιτήδευτη.
Η ερμηνεία της Κιτσοπούλου αρχικά ξενίζει, μια και δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα της λεπτεπίλεπτης λόγιας Ρωξάνης που είχαμε στο μυαλό μας, όμως τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις, «λειώνει» κι αυτή καθώς το έργο οδεύει προς το αποθεωτικό φινάλε. Ο Λούλης, στον μη αβανταδόρικο ρόλο του Κριστιάν στέκεται αξιοπρεπώς, χωρίς να κάνει την έκπληξη, ενώ αντίθετα ο Άγγελος Παπαδημητρίου επιτυγχάνει να σκιάσει στιγμές στιγμές ακόμη και τον Καραθάνο, χαρίζοντας πλήθος λεπτών αποχρώσεων στο ρόλο του Δούκα ντε Γκις. Στις θετικές εκπλήξεις της παράστασης και ο Κοσμάς Φοντούκης ως ζαχαροπλάστης Ραγκενό – ένα ρόλο που η σκηνοθεσία τον εξέλιξε σε αναπάντεχες κατευθύνσεις.
Ένας ελέφαντας σαν όλους τους άλλους
Λίγες μέρες νωρίτερα βρεθήκαμε στο χώρο @ Ρούφ, στην παράσταση με τον τίτλο «Ο δικό μας ελέφαντας» σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη. Πρόκειται για έργο που έχει γραφτεί σε μεγάλο μέρος στο πλαίσιο αυτοσχεδιασμών, από την ίδια την Πεφάνη και τον συμπρωταγωνιστή της, τον χορευτή Κυριάκο Κοσμίδη, κι έχει ως θέμα του την απώλεια.
Η ηρωίδα του έργου βρίσκεται στη θέση του ανθρώπου που χάνει πρόωρα και αναπάντεχα τον αγαπημένο της, πατέρα εκτός των άλλων και των δυο της παιδιών. Αιτία θανάτου, αρκετά συνηθισμένη στις μέρες μας, ο καρκίνος – στην περίπτωσή τους ένας από τους πλέον επιθετικούς, στο πάγκρεας. Εντούτοις, και παρά το γεγονός ότι με αφορμή τη συζήτηση περί καρκίνου οι παραστάσεις ενισχύουν μέσω εισιτηρίου το σύλλογο ΦΛΟΓΑ, το έργο εστιάζει στη διαδικασία του αποχαιρετισμού, της απώλειας και του πένθους, ασχέτως αιτίας θανάτου.
Στην πραγματικότητα, το ίδιο το έργο, ο μονόλογος της ηρωίδας μπροστά στο «κοινό», δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της διεργασίας του πένθους της. Βρίσκεται εκεί, μπροστά στα μάτια μας, επειδή είναι πια έτοιμη να μιλήσει γι’ αυτό. Για τον δικό της «ελέφαντα». Ο τίτλος, ευρηματικός και εύστοχος, μας έφερε στο μυαλό την ταινία «Ελέφαντας» του Γκας Βαν Σαντ, μια και το παιχνίδισμα αποσκοπεί στην ίδια, συμβολικά, συνδήλωση: Μερικά πράγματα είναι υπερβολικά μεγάλα για να τα αντιμετωπίσουμε, αλλά και υπερβολικά μεγάλα για να τα αγνοήσουμε.
Το έργο, αποφεύγοντας μεγαλοστομίες και υπερβολικούς λυρισμούς, πετυχαίνει τελικά το στόχο του, πλάθοντας δυο πειστικές και συγκινητικές μορφές, μιας γυναίκας κι ενός άντρα που θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε από εμάς. Αυτό το στοιχείο, το γεγονός δηλαδή ότι οι χαρακτήρες δεν έχουν ακριβώς «χαρακτήρα» αλλά είναι κυρίως παραδειγματικοί (άνθρωποι σαν όλους, θα έλεγε κανείς) ήταν το πιο ευαίσθητο στοίχημα του εγχειρήματος, που όμως κερδήθηκε. Η Βάνα Πεφάνη, ώριμη ως ερμηνεύτρια, υπογράφει μια γεμάτη ρυθμό πολυεπίπεδη σκηνοθεσία.
Επιθεωρησιακές ακροβασίες
Τέλος, παραβρεθήκαμε στην πρεμιέρα του νέου έργου του Άκη Δήμου «Αν αργήσω, κοιμήσου…», στο 104 των εκδόσεων Καστανιώτη σε σκηνοθεσία Μίνωα Θεοχάρη και Κωνσταντίνου Ασπιώτη (παίζουν, επίσης: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Χρήστος Γεωργάλης, Νάντια Κοντογεώργη, Ελευθερία Μπενόβια). Ο τίτλος είναι ελαφρώς παραπλανητικός, αφού παραπέμπει σε έργο με θέμα την «συζυγική απιστία», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια προσπάθεια καταγραφής των ηθών και των αισθημάτων των νέων της εποχής, μες στην αδυναμία τους ή την απροθυμία τους να συνάψουν μακροχρόνιες και δεσμευτικές σχέσεις.
Το έργο έχει τη δομή σειράς σκετς, και στο σύνολο αποτελεί μια προσπάθεια δημιουργίας μιας ακομπλεξάριστης σύγχρονης επιθεώρησης. Οι ηθοποιοί εναλλάσσονται στην σκηνή, τραγουδούν, χορεύουν, ανταλλάσουν αστεία και ατάκες. Σε αρκετά σημεία το έργο βγάζει γέλιο, και σε μερικά μπορεί ακόμη και να συγκινήσει. Έτσι, παρά την τηλεοπτική του αισθητική και την ηθογραφική προσέγγιση, είναι μια τίμια δουλειά, που ίσως βρει το κοινό του σε έναν κόσμο που δεν ξημεροβραδιάζεται στο θέατρο κι αναζητά κάτι ευχάριστο που να μην τον προσβάλει. «Κι όλο κάτι να θυμίζει και να μην ξέρουμε τι», που λέει και το τραγούδι…