
Για την παράσταση «Οιδίποδας» της Maja Zade, σε σκηνοθεσία του Thomas Ostermeier, η οποία παρουσιάστηκε από τη βερολινέζικη Schaubϋhne, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Φωτογραφίες © Θωμάς Δασκαλάκης.
Του Νίκου Ξένιου
Ο κύκλος «Contemporary Ancient» συνεχίστηκε με το ίδιο ποσοστό αποτυχίας: μετά από παραγγελία του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και ορμώμενη από τους δύο Οιδίποδες του Σοφοκλή, η γερμανίδα συγγραφέας Μάγια Τσάντε, παλιά συνεργάτις του Τόμας Όστερμαϊερ, έγραψε για τη Σάουμπυνε ένα ψυχολογικό δράμα φτιαγμένο για κλειστό χώρο (το έργο θα ταίριαζε πολύ περισσότερο σε μια αίθουσα της Πειραιώς 260) με γλώσσα καθημερινή, αλλά και με μια δόση αττικής «καθαρότητας νοημάτων». Η Μάγια Τσάντε έριξε την έμφαση στην κατάρρευση των χαρακτήρων της, που διακρίνονται για το υψηλό κοινωνικό τους στάτους. Από τη σύνθεσή της, που φέρει ατυχώς τον τίτλο «ödipus», σκοπίμως απουσιάζει η συνάντηση του ανθρώπου με το θείο στοιχείο, καθώς ο σκηνοθέτης κύριος Όστερμαϊερ εξαρχής δήλωσε αδυναμία κατανόησης του αρχαιοελληνικού κοσμολογικού τοπίου προτιμώντας να ιχνηλατήσει κάποιες σύγχρονες απηχήσεις του κλασικού μύθου.
Το σκηνικό και ο αδύναμος νέος μύθος
Το σκηνικό του Jan Pappelbaum είναι πολύ εντυπωσιακό, σε συνδυασμό με τη χρήση βίντεο των Matthias Schellenberg και Thilo Schmidt και των εξαιρετικών φωτισμών του Erich Schneider. Σε μια πολυτελή εξοχική κατοικία, κάπου στην Ελλάδα, η Χριστίνα, ιδιοκτήτρια μιας χημικής βιομηχανίας, και ο κατά πολύ νεώτερος εραστής της Μίχαελ περιμένουν παιδί. Η Χριστίνα φτιάχνει ένα σμούθι στο μίξερ, ο Μίχαελ κάνει τζόγκινγκ, ενώ ο Ρόμπερτ, ο αδελφός της Χριστίνας (πολύ καλή ερμηνεία από τον Christian Tschirner), έρχεται για να αντιμετωπίσει τον Μίχαελ, που έχει διατάξει έρευνα ενός οδικού ατυχήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου ένα όχημα της εταιρείας αναφλέγεται και μολύνει την κοντινή λίμνη με χημικές ουσίες. Οι δύο άντρες συγκρούονται λεκτικά, ενώ μπαίνει επί σκηνής και η καλύτερη φίλη της Χριστίνας, η Τερέζα, με χειρότερες ακόμη ειδήσεις: η δημόσια εικόνα της εταιρείας επιδεινώνεται. Το ζητούμενο στο έργο είναι οι νέες ειδήσεις να ανατρέψουν τον καθημερινό ρυθμό ζωής, τις βεβαιότητες και την ασφάλεια των χαρακτήρων με την αποκάλυψη μιας τραγικής αλήθειας.
Το σκηνικό της ζητούμενο είναι να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τη δραματουργική αγωνία που μόνο μια κλασική τραγωδία μπορεί να προκαλέσει. Και επειδή αυτό επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με την ταύτιση προς τα πάθη των ηρώων, επιλέγει να πλέξει ένα σύγχρονο μύθο βιασμού, γέννας ανεπιθύμητου, μιαρού γόνου και εγκατάλειψής του μαζί με τα αντικείμενα της τραγικής αναγνώρισης.
Τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της Χριστίνας, που φέρει πατριαρχικού τύπου εξουσία (είναι μια business woman, μια manageress που τείνει να συγκαλύψει τα κακώς κείμενα και τις ευθύνες του καπιταλιστή) τον υποδύεται η σπουδαία Caroline Peters, ενώ τον συμμετρικό χαρακτήρα της Τερέζα έχει αναλάβει η πολύ καλή ηθοποιός Isabelle Redfern. Η συγγραφέας Μάγια Τσάντε έχει να διαχειριστεί έναν πραγματικά περίπλοκο, όσο και αρχετυπικά απλησίαστο μύθο. Προσπαθεί, λοιπόν, να διατηρήσει «ανοιχτό διάλογο» με το πρωτότυπο έργο του Σοφοκλή, διαβασμένο, εννοείται, με τον ηθμό της γερμανικής της κουλτούρας. Το σκηνικό της ζητούμενο είναι να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τη δραματουργική αγωνία που μόνο μια κλασική τραγωδία μπορεί να προκαλέσει. Και επειδή αυτό επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με την ταύτιση προς τα πάθη των ηρώων (τουλάχιστον σύμφωνα με την αριστοτέλεια προσέγγιση), επιλέγει να πλέξει ένα σύγχρονο μύθο βιασμού, γέννας ανεπιθύμητου, μιαρού γόνου και εγκατάλειψής του μαζί με τα αντικείμενα της τραγικής αναγνώρισης.
Χαλαρή δραματουργία, μη πειστικοί χαρακτήρες
Για να πετύχει η συνταγή, και μη έχοντας θεούς προς τους οποίους θα μπορούσε να απευθύνει αιτιάσεις, η συγγραφέας πρέπει να αποδώσει τις ευθύνες «τω Καίσαρι» και μόνον. Σε αυτό το στάδιο σύνθεσης υποπίπτει στο ατόπημα να μιμηθεί ιψενικά κλισέ αντλημένα από το «Ένας εχθρός του λαού». Το αποτέλεσμα είναι ένα μετριώτατο έργο, κύριο γνώρισμα του οποίου είναι η απουσία δραματουργικής ενότητας. Το σασπένς παράγεται αποκλειστικά και μόνο από τον βραδύ ρυθμό αποκάλυψης του ένοχου μυστικού της Χριστίνας και από την καλπάζουσα Νέμεση που αυτή η αποκάλυψη θα επιφέρει. Δεν υπάρχει η παραμικρή αληθοφάνεια στους διαλόγους, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να διανθιστεί το κείμενο με μικρές δόσεις χιούμορ. Δεν υπάρχει ίχνος πραγματικής εστίασης στην Ελλάδα, παρά την επιφανειακή τοποθέτηση της πλοκής σε κάποιο σημείο της ελληνικής υπαίθρου. Δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά στον Λάιο, παρά την απόπειρα της συγγραφέως να επαναλάβει τη σκηνή της ακούσιας πατροκτονίας με μια δικής της κοπής εκδοχή ενοχοποίησης του Μίχαελ. Ο καλός ηθοποιός Renato Schuch εξαντλεί τόσο τις ερμηνευτικές του δυνατότητες όσο και τον υπερβάλλοντα ναρκισσισμό του στην ενσάρκωση του ρόλου του Μίχαελ/Οιδίποδα.
Το σασπένς παράγεται αποκλειστικά και μόνο από τον βραδύ ρυθμό αποκάλυψης του ένοχου μυστικού της Χριστίνας και από την καλπάζουσα Νέμεση που αυτή η αποκάλυψη θα επιφέρει. Δεν υπάρχει η παραμικρή αληθοφάνεια στους διαλόγους, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να διανθιστεί το κείμενο με μικρές δόσεις χιούμορ.
Στο έργο της Τσάντε εγείρονται ζητήματα εγκόσμιας εξουσίας: ενώ η έρευνα του Μίχαελ-Οιδίποδα (εκπροσώπου μιας νεότερης γενεάς με αυστηρές αρχές και αυξημένο αίσθημα δικαιοσύνης) βρίσκεται εν εξελίξει, θίγεται μια σειρά από σύγχρονα ζητήματα, όπως το οικολογικό, που περιέργως συνδέεται με τον θανατηφόρο λοιμό που στον μύθο πλήττει τη Θήβα, με το άλυτο αίνιγμα της Σφίγγας και, αναπόφευκτα, με την πρόσφατη επιδημία του covid-19. Προφανώς η συγγραφέας είχε την πρόθεση να κρίνει ευθέως σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης των ανθρώπινων προβλημάτων, ρίχνοντας τον φακό στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα μια γυναίκα της παλαιότερης γενεάς: το σύστοιχο της δικής της εκδοχής Ιοκάστης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τα συνασπισμένα συμφέροντα καπιταλιστών της «παλαιάς φρουράς» τείνουν να καταπνίξουν την αλήθεια και φυσικά επικρατούν στο τέλος (όπως θα επικρατούσαν οι θεοί στην αρχαία τραγωδία), ενώ η νέα γενιά του Μίχαελ αφανίζεται μέσα στην ανάγκη της για διαφάνεια. Πιο αφελής προσέγγιση δεν υπάρχει. Και η εστίαση στην Ιοκάστη πάει τελείως χαμένη, στους δαιδάλους μιας ψυχολογικής προσέγγισης του περίγυρου της ηρωίδας.
Αδυναμία κατανόησης του αρχαιοελληνικού μύθου
Στο πρώτο μέρος του έργου δίνεται υπερβολική έκταση στη σχέση της Χριστίνας με τον αδελφό της, πράγμα που δεν υπηρετεί την εξέλιξη του μύθου. Στο δεύτερο μέρος χτίζεται η περσόνα του Μίχαελ, ενώ με την επιστράτευση της επί σκηνής κάμερας δίνονται οι απαραίτητες εμφάσεις που απαιτεί το τηλεόπληκτο κοινό της εποχής μας. Στο δε τρίτο μέρος η αποκάλυψη του μεγάλου ταμπού της αιμομιξίας, μέσω της ταύτισης των αντικειμένων αναγνώρισης, φέρνει σε πλήρες αδιέξοδο τους ήρωες και δίνει στους ηθοποιούς το έδαφος να «τραβήξουν στα άκρα» τις ερμηνείες τους. Υπάρχουν πολύ καλές ερμηνευτικές στιγμές, βεβαίως, υπάρχει όμως και καθυστέρηση στην πλοκή και χρήση παρατεταμένων σιωπών που δηλώνει αδυναμία υποστήριξης ενός συμπαγούς κειμένου. Η αυτοκτονία του Οιδίποδα και η άφιξη του νοσοκομειακού αυτοκινήτου στο τέλος κατακρημνίζει ό,τι έχει απομείνει από τις αντοχές των θεατών.
Η αυτοκτονία του Οιδίποδα και η άφιξη του νοσοκομειακού αυτοκινήτου στο τέλος κατακρημνίζει ό,τι έχει απομείνει από τις αντοχές των θεατών.
Οι τέσσερις εξαιρετικοί ηθοποιοί παγιδεύονται σε ένα άθλιο κείμενο και ο σκηνοθέτης –κύριος υπεύθυνος αυτής της κακογουστιάς– δεν είναι σε θέση να το διακρίνει. Έτσι, όχι μόνο αποτυγχάνει να «τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια του κοινού» (forsennare il supporto) όπως θα το έλεγε ο Αρτώ, ή να ξεφύγει κατά το ελάχιστο από την ασφάλεια ενός αστικού θεάματος, όπως θα το έκανε ο Καστελούτσι: το χειρότερο είναι πως αναζητά τις αναλογίες σε μιαν ορθολογική κατασκευή μπουρζουά μελοδράματος, και μάλιστα κακής ποιότητας. Η αναφορά του στα σύγχρονα προβλήματα στέκεται στο συμβεβηκός, χωρίς την παραμικρή εμβάθυνση, αλλά με την απόδοση ευθυνών στους «κακούς» καπιταλιστές και με τη θυματοποίηση του «αθώου κι ανυποψίαστου» Οιδίποδα.
![]() |
Ο Τόμας Όστερμαϊερ και η Μάγια Τσάντε. |
Στις 13 Νοεμβρίου του 2015, λίγο πριν από την τραγωδία του Μπατακλάν, ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Ρομέο Καστελούτσι επρόκειτο να ανέβει στο παρισινό Théâtre de la Ville σε παραγωγή της Σάουμπυνε: τότε πολλοί παράγοντες της παράστασης αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, επειδή επικρατούσε ο φόβος της τρομοκρατίας. Ο Τόμας Όστερμαϊερ συνδέει τον τρόπο «αντίστασης» των δυτικών καλλιτεχνών με τη δική του οπτική του Οιδίποδα: ένα έργο που καταδεικνύει μια κοινωνία σε κίνδυνο, μια μελέτη χαρακτήρων που αναζητά τις ρίζες του προβλήματος, η απαραίτητη ενδοσκόπηση για τον εντοπισμό της λύσης. Εδώ αναπόφευκτα επιστρατεύονται τα στερεότυπα: πρέπει να στηλιτευθούν οι κοινωνικές διακρίσεις, οι διακρίσεις κατά των μεταναστών, τα οικολογικά εγκλήματα κατά του πλανήτη, οι οικουμενικές πανδημίες, πλημμύρες και πυρκαγιές. Η Θεία Δίκη για το μέγα πρόβλημα θα στραφεί κατά του ανθρώπινου πολιτισμού, σε μιαν εποχή όπου η ανθρωπότητα δεν πιστεύει πλέον στη θεϊκή παρέμβαση και σωτηρία. Η Γερμανία δεν κατανοεί τον μύθο του Οιδίποδα, μόνο απολογείται για τις οικολογικές επιπτώσεις του ύστερου σταδίου της κεφαλαιοκρατικής της ανάπτυξης και για το ενοχικό σύνδρομο των εγκλημάτων της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Γερμανία δεν κατανοεί τον μύθο του Οιδίποδα, μόνο απολογείται για τις οικολογικές επιπτώσεις του ύστερου σταδίου της κεφαλαιοκρατικής της ανάπτυξης και για το ενοχικό σύνδρομο των εγκλημάτων της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φυσικά, ο κύριος Όστερμαϊερ δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που επιχειρεί να επικαιροποιήσει τον σοφόκλειο Οιδίποδα. Της δικής του αναζήτησης έχουν προηγηθεί ένα σωρό άλλες, με κορυφαίες τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Φρήντριχ Χαίλντερλιν (που αξιοποίησε θεατρικά και φιλοσοφικά ο Ρομέο Καστελούτσι) και τη «Μηχανή του διαβόλου» (1934) του Ζαν Κοκτώ. Εννοείται, δε, πως εμφανίζεται σχετικά «αδιάβαστος» και σε ό,τι αφορά τις νεώτερες, φροϋδικές και άλλες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις του ισχυρότερου μύθου της δυτικής κουλτούρας. Απορώ πώς ο σκηνοθέτης δεν γνωρίζει τον «Αντι-οιδίποδα» των Jilles Deleuse και Felix Guattari, τη σπουδαία αυτή μελέτη που παρουσιάζει τη λιμπιντινική επιθυμία στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος ως το ανορθολογικό στοιχείο που καταστέλλεται διαρκώς διότι απειλεί να τινάξει το σύστημα στον αέρα...
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).