Πρεμιέρα σήμερα για το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την παράσταση του Αριστοφάνη «Ιππείς», από το Εθνικό θέατρο, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου. Φωτογραφίες © Πάτροκλος Σκαφίδας.
Του Νίκου Ξένιου
Φέτος ο Κωνσταντίνος Ρήγος ανοίγει τα Επιδαύρια με το Εθνικό Θέατρο και με κωμωδία: τους «Ιππείς» του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Σωτήρη Κακίση και με αρκετές εξωκειμενικές παρεμβάσεις. Το πρώιμο αυτό έργο του Αριστοφάνη είναι σάτιρα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της κλασικής Αθήνας στον έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου, κι έχει ξαναπαιχτεί το 1968 και το 1976 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και το 1991 σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα.
Ο δημαγωγός Κλέων έχει κατηγορήσει τον Αριστοφάνη πως εξήρε τα φιλοπόλεμα αισθήματα του αθηναϊκού κοινού με το έργο του «Βαβυλώνιοι» (426 π.Χ.) και ο Αριστοφάνης έχει υποσχεθεί πως θα πάρει την εκδίκησή του με τους «Αχαρνής» (425 π.Χ.), τελικά όμως το καταφέρνει με τους «Ιππής», που κερδίζουν το πρώτο βραβείο θεωρικών στα Λήναια του 424. Η πολιτική καριέρα του Κλέωνα βασιζόταν στη φιλοπόλεμη επιλογή, ενάντια στην ειρηνική τακτική του Περικλή. Μετά τη νίκη του στη Σφακτηρία ο Κλέων έδειξε να μη διστάζει να παρίσταται σε εορταστικά δείπνα στο Πρυτανείο και να κατέχει περίοπτη θέση στο θέατρο κατά τη διάρκεια των Ληναίων και των Εν άστει Διονυσίων. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, κατά το πρώτο ανέβασμα των «Ιππέων» να καθόταν στις θέσεις των επισήμων και να παρακολουθούσε τον σαρκασμό του Αριστοφάνη, που για πρώτη φορά σκηνοθετούσε έργο του αυτοπροσώπως.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, σήμερα διευθυντής μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχει χορογραφήσει και τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, το 1993. Οι «Ιππείς» του είναι μια τολμηρή, καινοτόμος παράσταση με δυναμικό που ξεπερνά τις προσδοκίες μας.
«Παφλαγών τέχνην πεποίηται»
Κακό μεγάλο βρήκε το σπίτι του Δήμου από τότε που πάτησε εκεί το πόδι του ένας παφλαγόνας δούλος και κέρδισε την εύνοιά του. Μπροστά σ’ ένα σπιτικό που ανακαινίζεται, οι δύο δούλοι με τα ηχηρά ιστορικά ονόματα (Δημοσθένης και Νικίας) εισάγουν το έργο με κραυγές και οιμωγές απελπισίας. Μέμφονται τον «αγροίκο δεσπότη» τους, αυτόν τον μισόκουφο γέρο που έχει πάρει στη δούλεψή του τον κόλακα βυρσοδέψη (υπαινιγμός για τον πανούργο Κλέωνα, που όλο διαβολές είναι και συκοφαντίες για τους άλλους). Πώς να το διηγηθούν αυτό το πράγμα «κομψευριπικῶς» (κοροϊδεύοντας τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη); Να πάνε να προσπέσουν στον βωμό κάποιου θεού; Μα, όντως, πού να βρουν θεό να τους ακούσει; Πιστεύουν, άραγε, στους θεούς; Μήπως να ομολογήσουν τον δισταγμό τους στους θεατές; Πώς θα ανταποκριθούν οι θεατές; Πρόκειται για την πρώτη διαδραστική παράσταση της παγκόσμιας ιστορίας του θεάτρου.
Έτσι ο ξεμωραμένος γερο-Δήμος σηκώνει τον βούρδουλα και μαστιγώνει τους υπόλοιπους υπηρέτες του· ο Δημοσθένης και ο Νικίας σκέφτονται να το σκάσουν, το ταχύτερο.
Η τεχνική του κόλακα αυλικού είναι γνωστή στο κοινό: «ὑποπεσὼν τὸν δεσπότην ᾔκαλλ᾽ ἐθώπευ᾽ ἐκολάκευ᾽ ἐξηπάτα»: ο δερματέμπορας Κλέων περιποιείται και δολίως κατακλέβει τον νέο του αφέντη, πείθοντάς τον να περιφρονεί τους ρήτορες και τον δημόσιο λόγο, δηλαδή την πεμπτουσία της ύπαρξής του (δεν είναι τυχαίο το ότι «Δήμος» είναι το σώμα των αθηναίων πολιτών: μια πολιτική αλληγορία απόλυτα πετυχημένη). Έτσι ο ξεμωραμένος γερο-Δήμος σηκώνει τον βούρδουλα και μαστιγώνει τους υπόλοιπους υπηρέτες του· ο Δημοσθένης και ο Νικίας σκέφτονται να το σκάσουν, το ταχύτερο. Αν, όμως, τους πάρει χαμπάρι ο Κλέων, που έχει μάτια παντού και είναι πανταχού παρών; Να πεθάνουν ηρωϊκά δραπετεύοντας; Ή μήπως –καλύτερο αυτό– να πιουν ανέρωτο κρασί και να μεθύσουν;
Μα ναι! Αυτή είναι η καλύτερη λύση! Κανείς δεν τολμά να λοιδορήσει το κρασί, που είναι ο καλύτερος σύμβουλος, γιατί σε απαλλάσσει και από τα «βουλευμάτια» και από τα «γνωμίδια» και από τα «νοΐδια» (και από τις σκεψούλες κι από τις γνωμούλες κι από τις εμπνευσούλες), σε αφήνει ελεύθερο από κάθε ορθολογική κατασκευή του μυαλού. Καθώς λοιπόν πίνουν και μεθούν επικαλούμενοι τον «αγαθοδαίμονα» του κρασιού, αποφασίζουν να κλέψουν τον κύλινδρο με τους χρησμούς που φυλάει ο Παφλαγόνας στο προσκέφαλό του: ο κρυφός χρησμός προφητεύει με ποιον τρόπο θα πέσει από το βάθρο του ο ίδιος. Θα έρθει να τον αντικαταστήσει, λέει, ένας αλλαντοπώλης: ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης στον ρόλο του Αγοράκριτου, με κρεμασμένα λουκάνικα και γαρδούμπες στον λαιμό, μπλε μαλλιά και το γνωστό άναρχο ύφος που τον κάνει μοναδικό, κρατά γερά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποδεικνύοντας την απεριόριστη δυναμική του και στην κωμωδία. Ο Κώστας Κόκλας πολύ δυναμικός ως Κλέων, με φωνή που επικρατεί στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου, διαχειρίζεται την ιθυφαλλική του περιβολή με ξεκαρδιστική μεγαλοπρέπεια.
«Ομολογῶ κλέπτειν· σὺ δ᾽ οὐχί»
Ο Δημοσθένης και ο Νικίας πείθουν τον αλλαντοπώλη πως είναι ο καταλληλότερος για να διεκδικήσει την εξουσία. Το έργο του Αριστοφάνη καταγγέλλει τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό. Στην ευτελισμένη πολιτική σκηνή της Αθήνας παρελαύνουν, πλέον, πολιτικοί που είναι ο ένας χειρότερος και βδελυρώτερος από τον άλλον. Δεν χρειάζεται κάποιος καλλιεργημένος πολιτικός για να ασκήσει δημαγωγία: ούτε μουσική παιδεία χρειάζεται, ούτε χρηστά ήθη. Αντιθέτως, ο αμαθής και βρωμερός είναι ο καλύτερος γι’ αυτή τη δουλειά, την εξαπάτηση του όχλου. Ο αλλαντοπώλης απορεί: πώς θα διαδεχθώ εγώ τον βυρσοδέψη στην εξουσία; Με τι υποστήριξη; «Μην ανησυχείς!», του λένε οι δυο δούλοι: «Έχουμε χίλιους λεβέντες ιππείς που τον μισούν και θα σε βοηθήσουν, όπως και οι τίμιοι και άξιοι πολίτες, κι από τους θεατές όσοι είναι ανοιχτομάτες, κι εγώ από κοντά – θα βάλει το χεράκι του κι ο Απόλλωνας!».
Τότε θα εμφανιστούν από τα δεξιά της σκηνής οι τριακοσιομέδιμνοι Ιππείς, φορώντας παρωπίδες και γυαλιστερές, φροντισμένες ουρές: ένας χορός φτιαγμένος από πολίτες μέσου εισοδήματος. «Ο χορός αποτελείται από πολεμιστές ταγμένους στην πατρίδα και στον εαυτό τους», δηλώνει ο Κωνσταντίνος Ρήγος σε συνέντευξή του: «Οι ιππείς είναι νάρκισσοι, στο έργο λένε “μην σας ενοχλεί που ασχολούμαστε συνέχεια με την πάλη και τα μαλλιά μας”, είναι μια ωραιοπαθής τάξη ανθρώπων οι οποίοι έχουν όμως την εξουσία». Η Στεφανία Γουλιώτη –μόνη γυναίκα της παράστασης που, όμως, αντισταθμίζει όλους τους άλλους– εισάγει το έργο με ένα μοναδικό μονόλογο, τα εξωκειμενικά στοιχεία του οποίου είναι απολύτως διαφωτιστικά για τον θεατή. Οι άλλοι δύο κορυφαίοι είναι ο Κωνσταντίνος Μπιμπής (με το γιουκαλίλι του) και ο Γιάννης Χαρίσης.
Η Στεφανία Γουλιώτη –μόνη γυναίκα της παράστασης που, όμως, αντισταθμίζει όλους τους άλλους– εισάγει το έργο με ένα μοναδικό μονόλογο, τα εξωκειμενικά στοιχεία του οποίου είναι απολύτως διαφωτιστικά για τον θεατή. Οι άλλοι δύο κορυφαίοι είναι ο Κωνσταντίνος Μπιμπής (με το γιουκαλίλι του) και ο Γιάννης Χαρίσης.
Όσο για τον Χορό, σε μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου και με χορογραφική επιμέλεια της Μαρκέλλας Μανωλιάδη, αποτελείται από ηθοποιούς που έχουν ασκηθεί στη σύγχρονη χορογραφία και ταυτόχρονα συνθέτουν και την ορχήστρα και διαδραματίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση αυτή: ο Πάρις Αλεξανδρόπουλος, ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, ο Θάνος Γρίβας με την κιθάρα του, ο Πάνος Ζυγούρος με τη μελόντικά του, ο Κωνσταντίνος Καϊκής, ο Γιάννης Καράμπαμπας με την κιθάρα του, ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας με το κλαρινέτο του, ο Βασίλης Μπούτσικος με την κιθάρα του, ο Γιώργος Πατεράκης με την κιθάρα του, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, ο Περικλής Σιούντας με το μπαγιάν του, ο Γιώργος Σκαρλάτος με το ευφώνιό του και ο Αντώνης Σταμόπουλος με την κιθάρα του. Οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα, η εξαιρετική μουσική του Θοδωρή Ρέγκλη, η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου και το λειτουργικό σκηνικό με τους «ίππους» της ενόργανης γυμναστικής (με τη συμβολή της Μαίρης Τσαγκάρη, της Αλέγιας Παπαγεωργίου και των βοηθών σκηνοθέτη Άγγελου Παναγόπουλου και Χριστίνας Στεφανίδη) συνθέτουν από κοινού το στοιχείο φαντασμαγορίας που δεν θα μπορούσε να έλειπε από μια παράσταση του Ρήγου (παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κωμωδία είναι η λιγότερο φαντασμαγορική από όλες).
«Ίππιε ἄναξ Πόσειδον»
Ο Κλέων απευθύνεται στο κοίλον του θεάτρου για να ζητήσει υποστήριξη από το κοινό. Ο Χορός απαιτεί από τον Αλλαντοπώλη να τον «κράξει» δημοσίως. Εκεί θα αρχίσει το υβρεολόγιο και ο ένας θα προγκήξει τον άλλον μέχρι τελικής πτώσεως. Ο Χορός θα αναδείξει τον Αλλαντοπώλη σε νικητή αυτού του «αγώνα λόγων» και έπειτα, σε μια Παράβαση, θα ενημερώσει το κοινό σχετικά με την καριέρα του Αριστοφάνη και θα υμνήσει την παλαιά γενεά Αθηναίων, που έκανε την πόλη ένδοξη. Ο Κλέων θα καλέσει το αφεντικό του (τον Δήμο των Αθηναίων) να βγει έξω και να παραστεί στον αγώνα ανάμεσα στους δύο «αντεραστές» της εξουσίας: «ὦ Δημίδιον φίλτατον ἔξελθ᾽, ἵν᾽ εἰδῇς οἷα περιυβρίζομαι!». Ο Δήμος θα πάρει θέση στην Πνύκα για να παρακολουθήσει τον δικαστικό αγώνα: είναι σαφές πως ο Κλέων ξεκάθαρα αδιαφορεί για τα βάσανα του απλού λαού και πως είναι πολεμοκάπηλος και κόλακας των μαζών, ένας κλασικός λαϊκιστής. Τελικά όμως ο αλλαντοπώλης θα ξεπεράσει σε χυδαιότητα («δόλοισι ποικίλοις») τον Κλέωνα, ο οποίος και θα χάσει σε αυτήν την αναμέτρηση. Ο Χορός των Ιππέων θα βγει τότε να δηλώσει, τραγουδώντας σε επιταχυνόμενο ρυθμό τη διονυσιακή ραπ του Θοδωρή Ρέγκλη (που αντιστοιχεί στους αναπαίστους της αρχαιότητας), πόσο τιμητικό είναι το να περιφρονεί κανείς τους άτιμους ανθρώπους. Έτσι, με τη γλώσσα της σημερινής νεολαίας, θα διαμαρτυρηθεί για τον αμέσως προηγούμενο δημαγωγό. Πολύ καλός ο Πάνος Μουζουράκης στον ρόλο του Δημοσθένη –με τραγούδι ραπ που πιάνει τον σφυγμό ενός νεανικού κοινού–, καθώς και ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος στον ρόλο του Νικία. Ο Στέλιος Ιακωβίδης στον ρόλο του Δήμου κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση, τόσο ως γέρων όσο και ως ανανεωμένος «δήμος» (και σ’ αυτό συμβάλλει ιδιαίτερα η ενδυματολογική προσέγγιση των Νατάσας Δημητρίου, Κατερίνας Κωστάκη, Αλίσας Μπουλάτ).
Αποτελούμενη από μορφωμένους και σχετικά ευκατάστατους Αθηναίους, η τάξη των ιππέων κατελάμβανε πολλά από τα δημόσια αξιώματα και έρχονταν σε συχνή αντιπαράθεση με τον Κλέωνα. Ο Χορός παραπονιέται δημοσίως πως ο Κλέων εξαπέλυε δίωξη και καταβρόχθιζε τους δημόσιους λειτουργούς με κανιβαλικό τρόπο, ανάλογα με το πόσο τρωτοί ήταν, όπως διαλέγει κανείς τα ώριμα σύκα από μια συκιά (στίχοι 257–65). Έτσι, ο Χορός των Ιππέων, που μισεί τον «ταραξιππόστρατον» Παφλαγόνα, θα σταθεί στο πλευρό του νέου διεκδικητή της εξουσίας, αυτού που «μ’ ένα σάλτο θα βρεθεί στη Βουλή». Οι Ιππείς κατηγορούν τον Παφλαγόνα αποκαλώντας τον ψεύτη, δόλιο, απατεώνα και κλέφτη. Ο δε ύμνος στον Ποσειδώνα, τον θεό των αλόγων, είναι αριστούργημα λυρισμού και στιχοπλοκίας: «Ποσειδώνα αφέντη, των ιππέων φρουρέ, που χαρά σου είναι το ποδοβολητό των αλόγων με τις χάλκινες οπλές και το χλιμίντρισμά τους...». Η χορογραφική σύλληψη μιας «equus» ταυτότητας είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και αφήνει τα κωμικά της παρεπόμενα στην κινησιολογία και τους μορφασμούς σαν «κουσούρι», σαν «τικ» που βγάζει πραγματικό γέλιο. Η Μαρκέλλα Μανωλιάδου δουλεύει σκληρά την κίνηση των μελών του Χορού, μετατρέποντας νέους ηθοποιούς σε επαγγελματίες χορευτές και αναδεικνύοντας τις χορευτικές δυνατότητες της Στεφανίας Γουλιώτη.
Η χορογραφική σύλληψη μιας «equus» ταυτότητας είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και αφήνει τα κωμικά της παρεπόμενα στην κινησιολογία και τους μορφασμούς σαν «κουσούρι», σαν «τικ» που βγάζει πραγματικό γέλιο.
Ο Παφλαγόνας υπερηφανεύεται ότι κανείς δεν τον περνάει στην αδιαντροπιά: «Εγώ είμαι κλέφτης και το λέω! Εσύ είσαι που τ’ αρνιέσαι!». Οι υπαινιγμοί για τη σύγχρονη πολιτική σκηνή είναι ξεκάθαροι, ο Αριστοφάνης παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ: «βωμολοχεύμασιν ταράττει» το αθηναϊκό κοινό και φέρνει στο φως τις δημόσιες αδυναμίες του. Κατά τον Αριστοφάνη, η επόμενη αναμέτρηση είναι μαγειρικός αγώνας. Ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος επιστρέφει στη σκηνή και ανακοινώνει την ανανέωση του Δήμου των Αθηναίων με ένα καλό... βράσιμο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στον μύθο του Πελία, ο λαός δεν είναι παρά ένα κομμάτι κρέας που θέλεις να του αφαιρέσεις το λίπος: «τὰς πολιάς σοὐκλέγων νέον ποιήσω», υπόσχεται ο αλλαντοπώλης και πράγματι: ο άλλοτε λιπαρός και παχύσαρκος Δήμος εμφανίζεται τώρα λεπτός, περίλαμπρος και ανανεωμένος, όπως τον παρουσιάζει ο Πίνδαρος στην ποίησή του! Η πικρή διαπίστωση του Χορού είναι πως ο αθηναϊκός λαός εύκολα ξεγελιέται και δωροδοκείται: «ἁρμονίαν ὁ παῖς οὗτος οὐ δύναται μαθεῑν ἢν μὴ δωροδοκιστί». Η Εύα Σαραγά κάνει μια δραματουργική πρόταση που αξιοποιείται στο έπακρο. Και ο Κωνσταντίνος Ρήγος για μιαν ακόμη φορά αποδεικνύει τον επαγγελματισμό που τον διακρίνει επιβαίνοντας στο διαχρονικό όχημα του Αριστοφάνη, πετώντας επιτυχημένα τις «μπηχτές» του για τη σύγχρονη πολιτικοκοινωνική κατάσταση της χώρας μας και στήνοντας μια παράσταση που ως προς την πρωτοτυπία, τον ρυθμό, το χιούμορ και τη σκληρή δουλειά δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις μεγάλες, ιστορικές παραστάσεις του Αριστοφάνη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).