
Για το «(Somewhere) beyond the cherry trees», μια post-documentary παράσταση βασισμένη στον «Βυσσινόκηπο» του Άντον Τσέχoφ, σε σκηνοθεσία Πρόδρομου Τσινικόρη. Φωτογραφίες © Κική Παπαδοπούλου.
Του Νίκου Ξένιου
Ιδιαίτερα συγκρατημένο και αυστηρό ως προς τους υγιειονομικούς κανόνες ήταν το ξεκίνημα του (post κορωνοϊόν) φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Συγκρατημένη ήταν η αισιοδοξία το βράδυ της 1ης Ιουνίου: η έναρξη έγινε με το έργο του Πρόδρομου Τσινικόρη «(Somewhere) beyond the cherry trees» στον Χώρο Ε της Πειραιώς 260, που άνοιξε τα φτερά της στέγης του προς τον νυχτερινό ουρανό της Αθήνας και με αρκετά περιορισμένο κοινό.
Ο κύριος Τσινικόρης και η κυρία Βαλσαμίδου δημιούργησαν ένα σαρκαστικό σύγχρονο αφήγημα, ορμώμενοι από τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ, στο τέλος του οποίου τα μέλη μιας οικογένειας ρώσων αριστοκρατών ξεσπιτώνονται από το πατρικό τους σπίτι και μένουν μετέωροι σε ό,τι αφορά την επιβίωσή τους και τη στέγασή τους, ενώ βιώνουν τραυματικά αυτήν την απώλεια και αδυνατούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Η νέα τάξη πραγμάτων
Μια νέα κοινωνική τάξη έρχεται να καρπωθεί τις αλλαγές, κοινωνικές και οικονομικές, που επέρχονται ραγδαία: υπό αυτό το πρίσμα, η παράσταση συνεχίζει την παλαιότερη προβληματική του κύριου Τσινικόρη, ενώ διατηρεί τη ντοκιμαντερίστικη προσέγγισή του, προεκτείνοντάς την στην πραγματικότητα της σύγχρονης Αθήνας. Νέες, πρωτόγνωρες συνθήκες είχαν προκύψει προ της πανδημίας και –απ' ό,τι φαίνεται– τώρα παγιώνονται. Η οικοπεδοποίηση των κτημάτων, η δημιουργία κερδοσκοπικών προϋποθέσεων με το Airbnb, η ραγδαία τουριστικοποίηση, όλα αυτά επανεκκινούν σε μια χώρα που μαστίζεται από το ιδιωτικό χρέος, τις μεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις, τα αυξανόμενα ωράρια κακώς αμειβόμενης εργασίας, την αλληλοπεριχώρηση επαγγελματικού και προσωπικού χώρου, τη μετατροπή του αστικού περιβάλλοντος σε αποξενωμένο, αφιλόξενο τοπίο.
Ο κύριος Τσινικόρης και η κυρία Βαλσαμίδου δημιούργησαν ένα σαρκαστικό σύγχρονο αφήγημα, ορμώμενοι από τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ, στο τέλος του οποίου τα μέλη μιας οικογένειας ρώσων αριστοκρατών ξεσπιτώνονται από το πατρικό τους σπίτι και μένουν μετέωροι σε ό,τι αφορά την επιβίωσή τους και τη στέγασή τους.
Έξι ηθοποιοί βρίσκονται επί σκηνής και ο «Βυσσινόκηπος» δεν είναι παρά ένα πρόσχημα, ή μια αφετηρία προβληματισμού: στον ρόλο του Τροφίμοφ ο Πρόδρομος Τσινικόρης, διακηρύσσοντας αμιγώς οικονομικά ιδεώδη, οργανώνει σε νέο κείμενο τη ζωή όλων των άλλων. Στον ρόλο του Λοπάχιν, ο Γιώργος Βουρδαμής είναι ο εκπρόσωπος της «νέας τάξης πραγμάτων» που θέλει να δημιουργήσει εξοχικές κατοικίες για τουρίστες εκεί όπου κάποτε άνθιζε ο βυσσινόκηπος, «ξυρίζοντας» το ρομαντικό τοπίο από τα υπέροχα δέντρα και αφήνοντας τεράστιο κενό νοσταλγίας στις ψυχές των ανθρώπων. Την εξάδα συμπληρώνουν η Νάνσυ Σιδέρη στον ρόλο της Άνια, η Καλλιόπη Σίμου στον ρόλο της Βάρια και ο Γιώργος Βαλαής στον ρόλο του Γκάγεφ. Ξεχωρίζει η Μαρία Πανουργιά στον ρόλο της Λιούμπα.
«Κάπου πίσω από τον Βυσσινόκηπο», τι;
Θαυμάσια υπηρετούν την παράσταση το βίντεο του Δημήτρη Ζάχου, οι χειροποίητες ενδυμασίες του Δημήτρη Paradis, οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου και το ηχητικό τοπίο/μουσική σύνθεση του Παναγιώτη Μανουηλίδη. Οι σκηνογράφοι και ενδυματολόγοι Ελένη Στρούλια και Ζαΐρα Φαληρέα δημιούργησαν στη δεξιά πλευρά της σκηνής, εν είδει καλύβας ή παραπήγματος, το σχεδιάγραμμα ενός σπιτιού ουδέτερου ως προς την εποχή, κατασκευασμένο από λυόμενα μέλη και με μεγάλο ποσοστό διαφάνειας, που επιτρέπει σχηματικά να παρακολουθήσουν οι θεατές μεμονωμένες στιγμές και διαλόγους αντλημένους από το τέλος του τσεχοφικού Βυσσινόκηπου. Το σκηνικό αυτο γρήγορα αποσυντίθεται, διαλύεται και αποκαλύπτει το εσωτερικό του και το θνησιγενές της ηθικής και αισθητικής ενός κόσμου που παρέρχεται ανεπιστρεπτί.
Αφού, λοιπόν, ο Βυσσινόκηπος του Τσέχοφ προαγγέλλει τη μεγάλη ρωσική επανάσταση του 1917, αυτομάτως εγείρεται το συνειρμικό ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι μετά από το τέλος του σύγχρονου σύστοιχού του που προτείνει ο Τσινικόρης.
Αφού, λοιπόν, ο Βυσσινόκηπος του Τσέχοφ προαγγέλλει τη μεγάλη ρωσική επανάσταση του 1917, αυτομάτως εγείρεται το συνειρμικό ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι μετά από το τέλος του σύγχρονου σύστοιχού του που προτείνει ο Τσινικόρης. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της παράστασης ήταν η ανάλυση σχετικά με τον ψυχολογικό ρόλο που πρόκειται να διαδραματίσει η κατοικία στη ζωή του ανθρώπου της πόλης: υποχείριο ενός νεοφιλελεύθερου ιδεώδους, απόλυτα υποταγμένος σ' ένα ευτελές αξιακό σύστημα, «μουδιασμένος» από τους απανωτούς εγκλεισμούς και παρών-απών στο ίδιο το σκηνικό ζωής που άλλοι προετοίμασαν γι' αυτόν, ο άνθρωπος της «νέας εποχής» έχει περιθώρια να ανατρέψει ελάχιστα τα αντικειμενικά δεδομένα. Ως εκ τούτου ο μόνος πιθανός αγώνας που του απομένει είναι ο αγώνας για τη διατήρηση της στοιχειώδους αξιοπρέπειάς του. Ποια, όμως, είναι τα ποσοστά αξιοπρέπειας που επιτρέπουν οι σύγχρονες συνθήκες; Πολλά ερωτήματα ανοίγει η παράσταση και σε ελάχιστα δίνει απαντήσεις. Δεν μπορούμε όμως παρά να αναγνωρίσουμε την ευαισθησία του δημιουργού και τον αμιγώς πολιτικό προβληματισμό του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).