
Για την παράσταση «Μάρτυρες των Αθηνών» του Μάνου Καρατζογιάννη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Σταθμός.
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο Σταθμός ο Μάνος Καρατζογιάννης, μετά το θεατρικό του έργο Για την Ελένη, έρχεται και πάλι να καταθέσει τη συμπυκνωμένη του αλήθεια και την ευαίσθητη ματιά του στο ιστορικό τραύμα των Ελλήνων στο έργο του Μάρτυρες των Αθηνών. Αντλώντας από γραπτές μαρτυρίες και πλάθοντας οκτώ διακριτούς χαρακτήρες, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, περνά τη συλλογική, οδυνηρή εμπειρία της Κατοχής σε οκτώ παράλληλες αφηγήσεις/μονολόγους, διαπλέκοντάς τους επί σκηνής ως υπόμνηση ενός μαρτυρίου εθνικού βεληνεκούς. Συμβουλευόμενος τον Χρήστο Σολωμό κι επιστρατεύοντας τις μνήμες της μητέρας του, ο κύριος Καρατζογιάννης φτιάχνει ένα κείμενο μυθοπλαστικό που βασίζεται σε ιστορίες ανθρώπων της εποχής.
Οι φαινομενικά παράλληλες αυτές εξιστορήσεις συνδέονται υπόγεια με ένα νήμα πολύ ισχυρό. Το νήμα αυτό δεν είναι τόσο θεματικό, όσο ιδιοσυγκρασιακό: ο θεατής αφήνει την παράσταση με την αίσθηση ότι η συνείδηση των Ελλήνων εκείνης της εποχής ήταν ενιαία.
Μια περίοδος όπου η ατομική συνείδηση γίνεται συλλογική
Παρά το χιούμορ που, ως εθνική αξία επιβίωσης, χαρακτηρίζει πολλά από τα κείμενα, η πικρία είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που αποτυπώνεται στην αφήγηση των προσώπων που πρωταγωνιστούν. Αναζητώντας νοσταλγικά την αλήθεια (ταυτόχρονα ανθρώπινη και θεατρική) στις καταγεγραμμένες λέξεις και έχοντας θητεύσει στα κείμενα της Λούλας Αναγνωστάκη, ο συγγραφέας επιδίδεται στην καταγραφή της μαρτυρίας/ή του μαρτυρίου, με την καυστική γραφίδα ενός ρεπόρτερ.
Όπως εύστοχα λέει στο εισαγωγικό του σχόλιο στο έργο ο Θανάσης Θ. Νιάρχος: «Η Κατοχή συνιστά ένα κλειστό σύμπαν πολύ πιο ελέγξιμο σε σχέση με περιόδους ειρηνικές, όπου μια φαινομενική πολυμορφία μπορεί να σε ξεγελάσει και να φανταστείς ως άπειρες τις μορφές της ζωής. Κάτι που κάνει τη γλώσσα να αποκτά τρομακτική δύναμη, καθώς, υποχρεωμένη να διεξέλθει μια ακραία ανθρώπινη συνθήκη, αναγκάζεται να εξαντλήσει το άκρον άωτον των δυνατοτήτων της». Όπερ μεθερμηνευόμενον οδηγεί στη διαπίστωση πως οι φαινομενικά παράλληλες αυτές εξιστορήσεις συνδέονται υπόγεια με ένα νήμα πολύ ισχυρό. Το νήμα αυτό δεν είναι τόσο θεματικό (έτσι κι αλλιώς στα καταφύγια εκείνης της σκοτεινής περιόδου συναντώνται και, υπό το κοινό όραμα της απελευθέρωσης, αγκαλιάζονται όλοι οι ανθρώπινοι τύποι), όσο ιδιοσυγκρασιακό: ο θεατής αφήνει την παράσταση με την αίσθηση ότι η συνείδηση των Ελλήνων εκείνης της εποχής ήταν ενιαία.
Βασιλικός, γεράνι, ελπίδα, αγωνία, γέλιο και κλειστά παντζούρια
Η Αθηνά Τσιλύρα πετυχαίνει, σε τόνο οικείο και καθημερινό, να εκφωνήσει το αδύνατο: την εικόνα από τα δυο της αδέλφια και από τη μάνα της που εκτελούνται εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια της.
Το κυρίαρχο κλίμα της παράστασης είναι το ημίφως που επιλέγει ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου. Στην αφαιρετική σκηνογραφία της Πουλχερίας Τζόβα οι οκτώ χαρακτήρες (δύο άντρες και έξι γυναίκες) απευθύνονται στο κοινό με οκτώ μονολόγους κατατμημένους και διαπλεκόμενους σε ένα σκηνικό διάλογο άψογα εκτελεσμένο από οκτώ εξαιρετικούς ηθοποιούς, ώστε αφενός ο θεατής να αναμένει τη συνέχεια κι αφετέρου να αναζητά τον υπόγειο ειρμό. «Οι γέροι θυμούνται πιο καλά τα παλιά. Άμα μου πεις τι έφαγα το μεσημέρι, παραδείγματος χάρη, τρέχα γύρευε. Τα παλιά όμως τα θυμάμαι...». Η Μαριέτα Σγουρδαίου δίνει τον τόνο και την αρχή, ως Πειραιώτισσα ξεχασμένη, λίγο αφημένη μα κυρίως συγκινητική που αρνείται να δει την ανθρωπιά στους Γερμανούς και ανακαλεί τους βομβαρδισμούς του Πειραιά από τους Συμμάχους: «Κοπελίτσα ήμουνα μικρή και μου ’χαν πει: “Πάμε, πάμε να δούμε τους Γερμανούς”. Κι είδαμε κάποιους με κάτι σορτσάκια και λέω: “Μα πού είναι οι Γερμανοί;” Λένε: “Να τοι, αυτοί είναι οι Γερμανοί”. “Μα αυτοί είναι άνθρωποι!”».
Η ενάργεια της μνήμης του παιδικού παιχνιδιού επιλέγεται ως προεξάρχον σύμβολο μιας ειρηνικής παιδικής ηλικίας, σε αντίθεση με την αμβλυμμένη μνήμη του πολέμου, της απαγόρευσης κυκλοφορίας, της πείνας, των συσσιτίων, της επαναλαμβανόμενης γεύσης των ρεβιθιών. «Λίγα πράγματα απέμειναν απ’ τη σφαγή»: η Αθηνά Τσιλύρα πετυχαίνει, σε τόνο οικείο και καθημερινό, να εκφωνήσει το αδύνατο: την εικόνα από τα δυο της αδέλφια και από τη μάνα της που εκτελούνται εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια της. Καθυστερώντας για λίγο την ταφή, κρατά άσβεστη τη φρούδα ελπίδα κάποιος να μην έχει πεθάνει ανάβοντας μικρά κεράκια πάνω σε ένα μπαούλο. Και, μαζί με την ελπίδα, και τη μνήμη, σαν ήλιο που φέγγει στο στερέωμα.
«Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά οι σύμμαχοι στη μοιρασιά»
Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου μπαίνει με θαυμαστό χιούμορ στο πετσί μιας Στερεοελλαδίτισσας τυμπανίστριας του Μεταξά που δεν θέλει να «παρηγορήσει» τα γεγονότα. Επιλέγοντας τη συνειδητή μνήμη, μεταστρέφεται από θεατρίνα σε ηρωίδα της αντίστασης και, παρόλο που ερωτεύεται πλατωνικά ένα Γερμανό, αποστρέφει οριστικά το βλέμμα της από τον κατακτητή.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου, με μεγάλο εκτόπισμα επί σκηνής και με μοναδική στιβαρότητα, αποδίδει τη λεπτή γραμμή συγκίνησης που βρίσκεται στη μεθόριο του αγωνιστικού πνεύματος επιβίωσης και της αποκαρδίωσης: αξιοποιώντας ένα βόθρο και κομμάτια από συρματόπλεγμα, δημιουργεί ένα μοναδικό μποστάνι-πηγή τροφής μέσα στο μάτι του κατακτητή, επιστρατεύει την εφευρετικότητά του για να ξεγελάσει την Κομαντατούρ, όμως στο τέλος καταρρέει ψυχικά με τον θάνατο της αγαπημένης του και την εμπειρία της μαζικής εκτέλεσης όλων των δικών του ανθρώπων στο σκοπευτήριο Καισαριανής. Ερμηνευτικό κρεσέντο πολύ αξιόλογο, που θεμελιώνει ιδεολογικά το οικοδόμημα της παράστασης: οι άνθρωποι μπορεί να βασανίζονται, να περνούν δια πυρός και σιδήρου, να αποστερούνται των πιο αγαπημένων πραγμάτων και ποιοτήτων, όμως η ζωή τους νοηματοδοτείται με τη θυσία και τα πιστεύω τους μένουν άθικτα. Ο Παπαπαύλου κατορθώνει να αποδώσει αυτήν την κλασική αξία χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με επίγνωση της επικινδυνότητας του ρόλου του.
Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου μπαίνει με θαυμαστό χιούμορ στο πετσί μιας Στερεοελλαδίτισσας τυμπανίστριας του Μεταξά που δεν θέλει να «παρηγορήσει» τα γεγονότα. Επιλέγοντας τη συνειδητή μνήμη, μεταστρέφεται από θεατρίνα σε ηρωίδα της αντίστασης και, παρόλο που ερωτεύεται πλατωνικά ένα Γερμανό, αποστρέφει οριστικά το βλέμμα της από τον κατακτητή: «Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εκεί πια... όταν περάσανε κι άκουσα τη μπότα τους, γκράπα γκρούπα, γκράπα γκρουπα... δεν ξέρω τι, κάτι μ’ έπιασε. Μια στεναχώρια, ένα πείσμα. Και κει, όταν περνούσαν πολλοί πολλοί, έτσι συγχίστηκα και γυρίζω τα μούτρα μου!» Ο Μάρκος Μπούγιας με την αποστεωμένη, τόσο πειστική φιγούρα του, κρατά έναν τόνο ψηλότερα τον σαρκασμό της πείνας, της κυρίαρχης αίσθησης του αθηναϊκού πληθυσμού στην περίοδο της κατοχής, προκαλώντας στο κοινό γλυκόπικρο γέλιο, γνώριμο και αμιγώς ελληνικό ως προς το ήθος. Ο χαρακτήρας αυτός συνοψίζει τους 500.000 ανθρώπους που στην Κατοχή έχασαν τη ζωή τους από την πείνα. Αντίστοιχα, η Θεοδώρα Μαστρομηνά ενσαρκώνει με απόλυτη πειστικότητα την πόρνη που κατορθώνει να επιβιώσει, παρά τις αντίξοες συνθήκες και που, λόγω χαρακτήρα και ενοχών, μεταμορφώνεται στην ελληνική εκδοχή της «Χοντρομπαλούς»: δίνει το υστέρημά της στους πεινασμένους και απαρνιέται το συμφέρον της, με έναν τρόπο είναι και αυτή ηρωίδα.
«Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά»
Ο Μάνος Καρατζογιάννης στρέφει τον φακό του στις μεμονωμένες περιπτώσεις ανώνυμων ηρώων/κατοίκων της πρωτεύουσας και φτιάχνει ένα κείμενο με ανθρωπιά, κατανόηση για την αδυναμία του ανθρώπινου υποκειμένου, χωρίς να το ευτελίζει, παρά αποδίδοντάς του, αντιθέτως, τις τιμές που του αρμόζουν για το «γράπωμά» του από τη ζωή.
Η Eβίτα Ζημάλη υποδύεται με άκρα ευαισθησία τον ρόλο της νοσοκόμας που μεταφέρει σε επιστολές την τελευταία δήλωση έρωτα του βαριά τραυματισμένου Πέτρου στην αγαπημένη του, μετά την αναγκαστική παράδοση ενός νοσοκομείου στους κατακτητές: «Από εκείνη την ώρα είμαι ουσιαστικά κι εγώ νεκρή» θα πει η αρραβωνιαστικιά μόλις παραλάβει τα γράμματα. Το άνοιγμα των σφαλισμένων παραθύρων και η απελευθέρωση έρχονται ως ψευδαίσθηση, φως που θα συσκοτισθεί εκ νέου με την ακόμη οδυνηρότερη εμπειρία του Εμφυλίου. Τέλος, δεν θα ήταν δυνατόν η μνεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου να μην επικεντρώσει στα κατεξοχήν θύματά του: η Κατερίνα Φωτιάδη, με την αλληλογραφία της καταδικασμένης Εβραίας μητέρας προς ένα παιδί που παραμένει μια διαρκής απουσία, εξυφαίνει τον συνδετικό ιστό που, σε δεύτερο πρόσωπο, θα δώσει σάρκα και οστά στην ανεπίδοτη επιστολή και στην ανεκπλήρωτη προσδοκία. Κρατώντας μια βαλίτσα προσφυγιάς, μεταφέρεται στο εβραϊκό γκέτο και από εκεί στέλνει μηνύματα μοναξιάς και ζητά από τους ανθρώπους «να μην ξεχάσουν».
Μνήμη παππούδων και γιαγιάδων, Αθηναίων γονιών και ανθρώπων που εγκατέλειψαν σ’ εκείνα τα στεγνά, απάνθρωπα χρόνια την αθωότητα και τη νεότητά τους, έχασαν τους αγαπημένους τους, παραιτήθηκαν από τους έρωτες ή τους παρ’ ολίγον έρωτές τους, απώλεσαν τα ίχνη των αισθημάτων τους και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ο Μάνος Καρατζογιάννης στρέφει τον φακό του στις μεμονωμένες περιπτώσεις ανώνυμων ηρώων/κατοίκων της πρωτεύουσας και φτιάχνει ένα κείμενο με ανθρωπιά, κατανόηση για την αδυναμία του ανθρώπινου υποκειμένου, χωρίς να το ευτελίζει, παρά αποδίδοντάς του, αντιθέτως, τις τιμές που του αρμόζουν για το «γράπωμά» του από τη ζωή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).