
Για το 7ο Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων, που πραγματοποιήθηκε την 1-2 Φεβρουαρίου σε όλους τους χώρους της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Πώς ο ρυθμός επενεργεί στην ανακατασκευή μιας χορογραφίας; Ποιες λειτουργίες της αντίληψης θέτει σε ενέργεια το να παρακολουθείς μια χορογραφία; Αν η χορογραφία «παραβίαζε» τους κανόνες συνοχής και αρμονίας; Επίσης: αν ο θεατής παρακολουθούσε μια σειρά κινήσεων που δεν είναι φυσικές; Και ποιος είναι ο ορισμός του «φυσικού» στα πλαίσια της «φυσικότερης» των τεχνών;
Λειτουργική ή μη, κλασικότροπη ή όχι, νατουραλιστική στις πηγές απ' όπου εκπορεύεται αλλ' όχι απαραιτήτως και στις εξεικονίσεις της πραγματικότητας που προτείνει, η σύγχρονη χορογραφία αποβλέπει συχνά στην κατάκτηση της «καθαρής» κίνησης.
Το 7ο Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση επέλεξε μια σειρά προτάσεων («Becoming With Animal» της Ηρώς Βασάλου, «manoeuvre_» των Κάντυ Καρρά και Χαράς Κότσαλη, «Reverie» των Γεωργία Τέγου & Μιχάλη Θεοφάνους, «Vanishing Point» των Δάφνης Αντωνιάδου και Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου, «DisJoint» της Αναστασίας Βαλσαμάκη, «A Little More Than Nothing» του Χρήστου Μούχα, «Zeppelin Bend» σε μορφή work in progress της Κατερίνας Ανδρέου και «Re-call» της Βενετσιάνας Καλαμπαλίκη) και τις κατένειμε ακριβοδίκαια στους λειτουργικούς χώρους του κτιρίου (Μεγάλη και Μικρή Σκηνή, Workspace και Εκθεσιακό Χώρο –1), ώστε οι θεατές να αποκτήσουν μια συλλήβδην γνωριμία με νεότερους δημιουργούς στον χώρο της ελληνικής χορογραφίας.
Λειτουργική ή μη, κλασικότροπη ή όχι, νατουραλιστική στις πηγές απ' όπου εκπορεύεται αλλ' όχι απαραιτήτως και στις εξεικονίσεις της πραγματικότητας που προτείνει, η σύγχρονη χορογραφία αποβλέπει συχνά στην κατάκτηση της «καθαρής» κίνησης. Αυτή η σύλληψη, ιδεαλιστική στη βάση της, διατηρεί υψηλό ποσοστό συγγένειας προς τις αρχές της αποδόμησης που εισήγαγαν στον χορό οι πειραματικές ομάδες περασμένων δεκαετιών. Άλλο αντικείμενο αναζήτησης των χορογραφιών είναι το «πάσχον σώμα», όπως ψηλαφείται κατά την απομάκρυνσή του από τους ειθισμένους τρόπους εξεικόνισής του.
Βαλσαμάκη/Disjoint
Περφόρμανς της καθαρής κίνησης
Με κάποιες μη ειθισμένες συνθήκες «αποδιοργάνωσης» της χορευτικής ομάδας και με την απόκλιση από «πάγιες» αξίες (της αρμονίας στην κίνηση, της ταχύτητας, της ροϊκότητας και της πυκνότητας, του «περάσματος» από κίνηση σε κίνηση) το σκηνικό πείραμα της Αναστασίας Βαλσαμάκη γεννά την εξής απορία: όντας «εκπαιδευμένοι» να παρακολουθούμε και να κατανοούμε συγκεκριμένες εκφραστικές δυνατότητες του χορευτικού κορμιού, πώς θα κατανοήσουμε αυτήν τη «μη λειτουργική» κίνηση, αυτήν την «ασύνδετη σύνδεση» των υλικών μεταξύ τους;
Υπό τις δραματουργικές οδηγίες του Τάσου Κουκουτά η Αναστασία Βαλσαμάκη διασταυρώνεται με την παρέκκλιση των κλασικών κωδίκων και αποποιείται τις προκατασκευασμένες χορευτικές πρακτικές.
Οι τρεις χορευτές (Γαβριέλα Αντωνοπούλου, Νεφέλη Αστερίου και Αναστάσης Καραχανίδης) ακολουθούν επί σκηνής την πρωτότυπη αλλά και θραυσματική μουσική σύνθεση του Γιώργου Πατεράκη ή, ανάλογα, απομακρύνονται από αυτήν. Οι σιωπές θα παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την παράσταση. Υπό τις δραματουργικές οδηγίες του Τάσου Κουκουτά η Αναστασία Βαλσαμάκη διασταυρώνεται με την παρέκκλιση των κλασικών κωδίκων και αποποιείται τις προκατασκευασμένες χορευτικές πρακτικές. Στήνει τα τρία σώματα των ερμηνευτών της σε μιαν «αρένα» φωτός (σκηνικά Μάνου Βορδοναράκη) για να ερευνήσει σε ποιο βαθμό η αρχική καλλιτεχνική σύλληψη θα «μετατοπισθεί» μέχρι να ολοκληρωθεί η παράσταση.
Τα σώματα σε κάποια σημεία μετατοπίζονται ελάχιστα στον χώρο, ενώ η φυσικότητα που παράγεται είναι ιδιαίτερα «ανοίκεια», με αποτέλεσμα να ανανοηματοδοτείται αυτό που οι χορογράφοι αντιλαμβάνονται ως «νατουραλισμό»: πρωτίστως, όμως, η «απουσία σύνδεσης» (η «ασυνδετότητα») είναι το σημαινόμενο της παράστασης.
Τέγου–Θεοφάνους/Reverie
Εικαστική δυστοπία με άποψη
Η επαναληπτικότητα κάποιων κινήσεων ανακαλεί τον έλλογο χαρακτήρα της ανθρώπινης κίνησης, όταν αυτή τείνει να εντάσσεται σε ρυθμική και οργανωμένη διαδοχή.
Στο Reverie (ονειροπόληση ή ρεμβασμός) της Γεωργίας Τέγου και του Μιχάλη Θεοφάνους η σκηνή αντιμετωπίζεται από την Ξένια Αηδονοπούλου ως προβολή ενός «μη χώρου»: μπαινοβγαίνοντας σε ονειρικό τοπίο οι χορευτές φαντασιώνονται πως εισέρχονται σε μια κινηματογραφικού τύπου αλληγορία. Όταν εμφανίζονται, διογκωμένες και υπερφωτισμένες, οι σκιές κάποιων άγνωστων μορφών, που προκαλούν φόβο και συναίσθημα αποξένωσης. Οι χαρακτήρες κομίζουν στο τώρα κάποιες αναμνήσεις τους από έναν κόσμο απώλειας ή απολεσθέντος παραδείσου, παράγοντας ένα υπερρεαλιστικό αποτέλεσμα ονειρικού στροβιλισμού ή υπερβατικής ενατένισης.
Το ανθρώπινο πρόσωπο σε αντιπαραβολή με ένα τερατώδες απείκασμά του προβάλλεται σε μια κινηματογραφική οθόνη, ολισθαίνοντας σε μιαν υπερβολική απόδοση του μυθικού αφηγήματος. Η επαναληπτικότητα κάποιων κινήσεων ανακαλεί τον έλλογο χαρακτήρα της ανθρώπινης κίνησης, όταν αυτή τείνει να εντάσσεται σε ρυθμική και οργανωμένη διαδοχή. Ένας καταιγισμός δράσεων καθιστά την παράσταση κρυπτική και της προσδίδει έντονο μεταφυσικό ρίγος, ενώ εικαστικά μη προσδιορίσιμη παραμένει η παράθεση αντικειμένων, κοστουμιών και μάσκας. Ερμηνεύουν οι: Arianna Ballestrieri, Φένια Χατζάκου, Michael Incarbone, Κώστας Παπαματθαιάκης, κινούμενοι στο ηχητικό τοπίο του Jeph Vanger και φορώντας τις μάσκες της Maryliis Teinfeldt.
Αντωνιάδου–Βαρδαξόγλου/Vanishing Point
Η πάλη για την ατομικότητα
Πολύ κοντά στη ζωϊκή ύπαρξη κινείται ένας ισχυρός συμβολισμός, που αντλείται από τα κιτάπια της παγκόσμιας μυθολογικής μνήμης, περνά από τα χωράφια του παραμυθιού και εγκαθίσταται στο οπλοστάσιο των σύγχρονων νοηματοδοτήσεων της μαχόμενης ανθρώπινης ύπαρξης: ο συμβολισμός του πλατωνικού αρχετύπου της ερωτικής ολοκλήρωσης.
Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου εναγκαλίζεται ασφυκτικά τη Δάφνη Αντωνιάδου για να παραγάγουν ένα φολιδωτό πλάσμα με χαρακτηριστικά ερπετού ή υβριδίου cyborg: αυτή η σωματική οντότητα που δεν χρειάζεται να "συστηθεί" ούτε ως αρχετυπική ούτε ως ερωτική, μάς υποδέχεται στο «Vanishing Point» (σημείο εξαφάνισης). Από εκεί και στο εξής, υπό τους επιβλητικούς φωτισμούς του Γιάννη Κρανιδιώτη και την αρωγή του Βαγγέλη Μουντρίχα, το πολυμορφικό ον των Βαρδαξόγλου/Αντωνιάδου πασχίζει να χωριστεί σε δυο αυθύπαρκτες οντότητες (δυνητικά: σε άνδρα και σε γυναίκα) και να αποκοπεί από κάποιον αόρατο ομφάλιο λώρο που το κρατά προσκολλημμένο στο πάτωμα.
Στο μεταιχμιακό εκείνο σημείο όπου η φαντασία συναντά τη σκοτεινή πλευρά του υποσυνειδήτου, το πρωτεϊκό, ρυπαρό και πάσχον πλάσμα του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου θα μπορούσε κάλλιστα να μεταστοιχειώνεται σε όλο και διαφορετικές μορφές: στην πραγματικότητα, όμως, οι προσεγγίσεις του θεατή ορίζουν τον ρόλο που στην παράσταση αυτήν θα διαδραματίσει η πάλη: εδώ, εγκλεισμένο σ' ένα φαντασιωσικό σύμπαν, το σύμπλεγμα των δύο μορφών παλεύει αγωνιωδώς να παραγάγει μια νέα μορφή ζωής, αλλά η συμβιωτική του δύναμη αποδεικνύεται ισχυρότερη, καθώς καρέ καρέ οι φωτισμοί το «ξαναβρίσκουν» καθηλωμένο στην ενωτική του διάσταση.
Πολύ κοντά στη ζωϊκή ύπαρξη κινείται ένας ισχυρός συμβολισμός, που αντλείται από τα κιτάπια της παγκόσμιας μυθολογικής μνήμης, περνά από τα χωράφια του παραμυθιού και εγκαθίσταται στο οπλοστάσιο των σύγχρονων νοηματοδοτήσεων της μαχόμενης ανθρώπινης ύπαρξης: ο συμβολισμός του πλατωνικού αρχετύπου της ερωτικής ολοκλήρωσης. Το ανδρόγυνο πριν τη διχοτόμηση είναι μια πλατωνική σύλληψη, που όμως εδώ δεν εντάσσεται στο εξιστορούμενο θέμα. Ενδιαφέρουσα και υποβλητική η μουσική επένδυση των Κωνσταντίνου Σκουρλή και Stephan Richter. Τα εκπληκτικά κοστούμια της Χριστίνας Λαρδικου ήταν το ισχυρό σημείο αυτής της πρώτης χορογραφικής απόπειρας των δύο νέων δημιουργών.
Σημείωση: Τις προτάσεις των νέων χορογράφων αξιολόγησαν και επέλεξαν, για λογαριασμό της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, οι Sanjoy Roy, Vallejo Gantner, Ásgerður Gunnarsdóttir, Λίντα Καπετανέα, Ανδρονίκη Μαραθάκη και Alexander Graham Roberts.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).