
Για την παράσταση «Το Ηρεμιστικό» του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Φούρνος μέχρι και τις 26 Ιανουαρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Πώς να πω τι απομένει; Είναι όμως το τέλος.
Ή μήπως ήταν όνειρο, μπας και ονειρεύομαι;
Όχι, όχι, τίποτα απ’ όλ’ αυτά, άλλωστε και το όνειρο τι είναι,
ένα τίποτα, και το χειρότερο, με σημασία.
Σάμιουελ Μπέκετ, «Το Ηρεμιστικό» (1946)
Το Ηρεμιστικό του Σάμιουελ Μπέκετ παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε δραματοποιημένη μορφή στην Ελλάδα, σε παραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου Οψεις, στο θέατρο Φούρνος. Η μετάφραση είναι της Εριφύλλης Μαρωνίτη. Ερμηνεύουν η εκπληκτική Δέσποινα Σαραφείδου και ο αξιόλογος Σπύρος Βάρελλης. Αναλόγιο μιας αέναα εκδιπλούμενης αφήγησης, ματιές σε μιαν ύπαρξη που δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί, μέσα από την κομψή σκηνοθετική πινελιά της Άσπας Τομπούλη.
Ένα αφήγημα που μιλά για τη φύση της αφήγησης
Η μπεκετική αφήγηση είναι μια αλληγορία των ίδιων των εμποδίων αφήγησης που θέτει η γλώσσα και ο πρωτόλειος αυτός μπεκετικός χαρακτήρας είναι πλήρως αποστασιοποιημένος, μεταφυσικά άστεγος και στερημένος από ιστορικότητα.
Η αρχική συλλογή περιλάμβανε τρία διηγήματα: «The Expelled», που ξεκίνησε στα αγγλικά αλλά ολοκληρώθηκε στα γαλλικά, «The Calmative», και «The End», γραμμένα το 1946 στα γαλλικά, μια μίνι τριλογία, μαζί με δεκατρείς μικρές πρόζες, υπό τον τίτλο Texts for Nothing. Καπέλα, μυρωδιές, αποσύνθεση και όλα τα «σωματικά» και ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία που μας είναι γνώριμα ως άξονες παρώδησης της πραγματικότητας από τον Μπέκετ έρχονται εδώ να υπερτονίσουν την πλήξη (spleen) και τη φιλοσοφική απορία, συνιστώντας ένα είδος προσχεδίου για το Μολλόυ και το Ο Μαλόν πεθαίνει. Στη Γαλλία δημοσιεύθηκαν υπό τον τίτλο Nouvelles et textes pour rien (Editions de Minuit, 1945).
Ο αφηγητής είναι ένας χαρακτήρας που φαίνεται να έχει μόλις απαλλαγεί από ένα είδος ιδιοκτησίας, από τη διαμονή σε κάποιο σπίτι, νοσοκομείο, γηροκομείο ή άλλο ίδρυμα, και να αναζητά καταφύγιο σε έναν κόσμο φορτισμένο από το γνωστό μπεκετικό slapstick1. Ενώ η συνείδηση αυτού του προσώπου αναζητά κάποιον βιώσιμο συσχετισμό προς τον αντικειμενικό κόσμο, δεν παύει να οδηγείται σε μια σειρά παράλογων και, συχνά, χιουμοριστικών συναντήσεων που διαιωνίζουν την κατρακύλα της στον υποκειμενισμό. Μια συνείδηση αποσυντιθέμενη, «εξόριστη» από την επικράτεια του Εαυτού, ξένη μέσα στο ίδιο της το πετσί, απειλούμενη, αγχωμένη και σε σισύφεια πάλη ανάμεσα στην εγρήγορση και τη λήθη του θανάτου. Μια συνείδηση «θετικά εκμηδενιζόμενη» μέσα στο αμνιακό υγρό της αέναης συνειδητότητας. Διαρκώς διχαζόμενη ανάμεσα στο οικείο/κρύφιο (Heimlich) και στο ανοίκειο/τρομώδες (Unheimlich) ενός σύμπαντος που στερείται νοήματος. Ή που μπορεί, τουλάχιστον, να κατονομαστεί μέσα στα όρια και τις δομές της εύχρηστης γλώσσας, ως υποδιαίρεση ενός στοιχειώδους νοήματος. Η μπεκετική αφήγηση είναι μια αλληγορία των ίδιων των εμποδίων αφήγησης που θέτει η γλώσσα και ο πρωτόλειος αυτός μπεκετικός χαρακτήρας είναι πλήρως αποστασιοποιημένος, μεταφυσικά άστεγος και στερημένος από ιστορικότητα.
Μια άρτια σκηνοθεσία της αφήγησης
Μια συντελούμενη και αναπότρεπτη φθορά παίρνει απτές διαστάσεις και ηχεί στη συνείδηση, ένας πόθος για το τέλος που δεν έρχεται, ενώ η ποθούμενη κατάσταση ανυπαρξίας και νηφαλιότητας είναι η μόνη παρηγοριά.
Η δυσκολία μετακίνησης του προσώπου αυτού συγκρούεται με την ανάγκη του να περιπλανηθεί. Ξεκινά ωθούμενος από την ανάγκη να περάσει, βαδίζοντας ή πετώντας, από την είσοδο της πόλης, όπου θα συναντήσει άλλους ανθρώπους. Η πόλη όπου έζησε και ζει (αλλά δεν πρόκειται στο μέλλον να ζήσει) δεν κατονομάζεται, ούτε οι παράδοξες συναντήσεις του προσωποποιούνται, μόνο ο εγκέφαλός του αναγνωρίζει ψήγματα της ύπαρξής του στους ήχους και στις εικόνες της ίδιας του της αποσύνθεσης:
«Απόψε τρομοκρατούμαι ακούγοντας τον εαυτό μου να αποσυντίθεται, και περιμένοντας τις μεγάλες κόκκινες παύσεις της καρδιάς, τις ρήξεις του παχέος εντέρου, τις δολοφονίες που αργά εκτελούνται στο κρανίο μου, τις επιθέσεις στα ακλόνητα υποστυλώματα και των πτωμάτων τη λαγνεία».
Μια συντελούμενη και αναπότρεπτη φθορά παίρνει απτές διαστάσεις και ηχεί στη συνείδηση, ένας πόθος για το τέλος που δεν έρχεται, ενώ η ποθούμενη κατάσταση ανυπαρξίας και νηφαλιότητας είναι η μόνη παρηγοριά: και αυτή είναι η αφήγηση που το εκφωνούν υποκείμενο επιλέγει να κάνει απευθυνόμενο στον εαυτό του (και σε όλους εμάς), ούτως ώστε να αρθεί η αίσθηση αποσύνθεσης που το κατατρύχει:
«Πάντα μού φαινόταν πως πέθανα γέρος. Γύρω στα ενενήντα».
Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντέρνο
Η βαθιά, αισθαντική φωνή της Δέσποινας Σαραφείδου και η απισχνασμένη, ασκητική μορφή του Σπύρου Βάρελη συνθέτουν τις δύο όψεις ενός και του αυτού προσώπου, άφυλου και άχρονου.
Στην προηγούμενη ζωή που έζησε τίποτα δεν συνέβη στο πρόσωπο που αφηγείται, τίποτα και κανέναν δεν συνάντησε. Η μη-καταγεγραμμένη μνήμη επιτρέπει την έναρξη μιας καινούργιας ζωής, πνευματικού χαρακτήρα, σε ένα νυχτερινό, ζοφώδες ταξίδι προς τα αρχέτυπα. Στο μεταξύ η φωνή αυτή έχει έντονη ανάγκη να πλάσει και να εκφωνήσει μιαν ιστορία, πράγμα που θα λειτουργήσει κατευναστικά στην υπαρξιακή της αγωνία. Στην προσπάθεια αυτήν διενεργείται μια σπουδή πάνω στην ίδια τη φύση της αφήγησης: ενώ το κείμενο συντίθεται και την ίδια στιγμή κοινοποιείται, σε διαρκή ροή, οι δρόμοι, τα σπίτια, η θάλασσα, τα καπέλα, το παιδί που κρατά το δεμένο κατσικάκι, προβάλλονται σε μια ψυχική οθόνη ως δραματοποιημένα περιστατικά και κατευνάζουν το στρες της ανυπαρξίας:
«...θα προσπαθήσω να διηγηθώ στον εαυτό μου μία ιστορία μήπως και τον ηρεμήσω… θα διηγηθώ την ιστορία μου σαν να ήταν μύθος ή ένα παλιό παραμύθι».
Η βαθιά, αισθαντική φωνή της Δέσποινας Σαραφείδου και η απισχνασμένη, ασκητική μορφή του Σπύρου Βάρελη συνθέτουν τις δύο όψεις ενός και του αυτού προσώπου, άφυλου και άχρονου, νεκροζώντανου, ονειρικού, που αποκλείει όλες τις πιθανές νοηματοδοτήσεις από τα πράγματα, τη μια μετά την άλλη, εγκαθιστώντας στο όνειρο τον εμπράγματο χαρακτήρα μιας εμπειρίας:
«Πώς να πω τι απομένει; Είναι όμως το τέλος. Ή μήπως ήταν όνειρο, μπας και ονειρεύομαι; Όχι, όχι, τίποτα απ’ όλ’ αυτά, άλλωστε και το όνειρο τι είναι, ένα τίποτα, και το χειρότερο, με σημασία».
Ο ασκητικός τόνος της παράστασης, η χρήση προβολών και οικοδομικών σπαραγμάτων από τούβλα, η επιστράτευση των παράθυρων και το κλοουνέσκ μακιγιάζ, η επιλογή της επιβλητικής μουσικής και τα πολύ ενδιαφέροντα και λειτουργικά οπτικά του Διονύση Σιδηροκαστρίτη βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τα δίδυμα κοστούμια και παπούτσια σε τόνους γκρι και βαθυκόκκινο: η όλη αισθητική είναι δημιούργημα της Μαρίας Καραθάνου.
Σάμιουελ Μπέκετ
Ο Μπέκετ γεννήθηκε στο Φόξροκ της Ιρλανδίας το 1906. Σπούδασε Γαλλική και Ιταλική Φιλολογία στο Trinity College του Δουβλίνου, όπου επέστρεψε ως λέκτορας το 1930. Αφού πήρε το πτυχίο του, δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College του Μπέλφαστ κι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής Αγγλικών στην Ecole Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου και γνωρίστηκε με τον Τζέιμς Τζόις (εξού και το δοκίμιό του Dante… Bruno. Vico… Joyce). Το 1937 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου γνώρισε τη Σουζάν Ντιμενίλ, τη γυναίκα με την οποία διατήρησε μια σχέση πενήντα χρόνων και με την οποία συμμετείχαν στη γαλλική Αντίσταση. Το 1945 επέστρεψε στο Δουβλίνο. Η πρώτη του νουβέλα Μάρφυ εκδόθηκε στα αγγλικά το 1938. Ακολούθησαν οι νουβέλες: Βατ, η τριλογία Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει και Ο ερημωτής. Έγινε ευρύτερα γνωστός το 1953 με την παράσταση του πρώτου του θεατρικού έργου, του Περιμένοντας τον Γκοντό. Ακολούθησαν: Τέλος του παιχνιδιού, Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ, Οι ευτυχισμένες μέρες –που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1961– και πολλά άλλα σύντομα έργα. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων τού άνοιξαν την καριέρα και του θεατρικού σκηνοθέτη, ενώ το 1969 κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ και το 1984 εξελέγη επικεφαλής της Aosdána, ένωσης ανθρώπων των Καλών Τεχνών της Ιρλανδίας. Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
[1] Με τον όρο slapstick συνηθίσαμε να αποδίδουμε το τρομώδες, ανάκατο γνώρισμα μιας συγκεχυμένης πραγματικότητας αφηγηματικού χαρακτήρα που διακρίνει το μπεκετιανό σύμπαν.