
Για παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη «Elenit», η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και θα παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή μέχρι και τις 7 Δεκεμβρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Σε παγκόσμια πρεμιέρα είδαμε, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, τη δημιουργία του Ευριπίδη Λασκαρίδη Elenit. Μετά το Relic και τους Τιτάνες, το Elenit είναι μια εύκαμπτη εικαστική και θεατρική δημιουργία όπου εικαστικά ερεθίσματα της καθημερινότητας ανασυντίθενται σε ένα ιδιότυπο αφήγημα. Η ιδιότυπη χορογραφία –ή, όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο δημιουργός, η «τοπογραφία» του που μελετά τις δράσεις και τις κινήσεις, τα κοστούμια και τη μουσική, τα σκηνικά και τη μιμική–, είναι η απόληξη, προφανώς, μιας πολύ προσωπικής πορείας αντίληψης. Μετά από μια σειρά ατομικών του εμφανίσεων, ο πρωτοποριακός καλλιτέχνης επιλέγει ένα θίασο ηθοποιών για να συνθέσει μορφές εντυπωσιακές και παράδοξες που, λίγο ως πολύ, αποτελούν τη νοερή συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς του. Αυτή η περφόρμανς, ανοιχτή στην ερμηνεία και «ξεκλείδωτη» ως πρώτη ύλη –όπως όλες οι παραστάσεις του Λασκαρίδη–, θα κάνει τον κύκλο της και σίγουρα θα εμπλουτισθεί και θα κερδίσει απ’ αυτόν, καθώς πρόκειται να περιοδεύσει στο Παρίσι, στην Σαμπερί, στην Ανεσί και αλλού.
Συνεχείς μεταμορφώσεις και κολάζ: η δυστυχής πριμαντόνα
Παρά το πομπώδες ύφος μιούζικαλ που το χαρακτηρίζει, το Elenit διατηρεί την αίσθηση του αυτόματου και του χειροποίητου, ο δε τίτλος υπογραμμίζει την ευτέλεια των υλικών και σκόπιμα υπονομεύει τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν την παράσταση.
Παρά το πομπώδες ύφος μιούζικαλ που το χαρακτηρίζει, το Elenit διατηρεί την αίσθηση του αυτόματου και του χειροποίητου, ο δε τίτλος υπογραμμίζει την ευτέλεια των υλικών και σκόπιμα υπονομεύει τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν την παράσταση. Το παράδοξο της συνεχούς μεταμόρφωσης μιας κυρίαρχης γυναικείας φιγούρας παράγει την αίσθηση του ανοίκειου. Το στοιχείο του γελοίου, το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός (που κομίζονται από τους Τιτάνες και από το Relic) συμβαδίζουν εδώ, με μιαν αίσθηση αδιόρατης απειλής. Τα αντικείμενα και τα σύμβολα που περιβάλλουν αυτήν την εξωφρενική πριμαντόνα ανάγονται στην αρχετυπική τους γυμνότητα και επανεφευρίσκονται, με αποτέλεσμα μιαν ανατρεπτική νοηματοδότηση όπου η έμφαση γέρνει προς την επιθυμία.
Ο νευρωτικός χαρακτήρας της δεύτερης κυρίαρχης γυναικείας μορφής, που αντλείται από το αχλαδοειδές κορμί μιας γηρασμένης πριμαντόνας και προσλαμβάνει το δέμας ενός δεινόσαυρου του Τζουράσικ Παρκ, διαγράφεται μελαγχολικά σε ένα στόμα πληγωμένο που πασχίζει να πει μιαν άρια: οι τύποι που παράγει ο Λασκαρίδης είναι αμφίφυλοι, ανθρωπόμορφοι και στρεβλωμένοι ως προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, υπόκεινται δε, για μιαν ακόμη φορά, σε σειρά υλικών μετασχηματισμών που διαρρηγνύει τα όρια του σαφούς τους χαρακτήρα και οριοθετούν μια νέα πραγματικότητα. Οι Meninas και οι infantas του Velázquez διανύουν όλη τη μεταμορφωσιγενή πορεία τους στην ιστορία της τέχνης και παράγουν ένα ακόμη στάδιο: το χαμηλό φόρεμά τους από ταφτά, κρεμ μετάξι και κόκκινο βελούδο συνοδεύει τη μορφή ενός άνδρα που πάσχει από νανισμό. Κοντή, νευρική και αγχώδης, η καμαριέρα της δίνει ρεσιτάλ απάθειας, ενώ μια γενειοφόρος, τερατώδης και γκροτέσκα «Τζούντι Γκάρλαντ» ξεπηδά από μια «κακοχυμένη» ρέπλικα του «Μάγου του Οζ» για να συναντηθεί με τον disc jokey και με το σκοτεινό Πνεύμα του Κακού ενός μεσαιωνικού θρησκευτικού δράματος. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη αρθρώνουν σε συγκεκριμένη εικαστική πρόταση αυτήν την πορεία.
Η κυρίαρχη υφολογική γκάμα είναι, και πάλι, η κλοουνέσκ, μεταμορφωσιγενής (ή και σουρεαλιστική) κατασκευή «πλασμάτων» που κινούνται σε ένα ηχητικό τοπίο τύπου νάιτ κλαμπ, ενώ στην εκκεντρική σειρά των κωδίκων της Κομέντια ντελ' άρτε, του τσίρκου, του μιούζικαλ και του βερολινέζικου καμπαρέ έρχονται να εφαρμοστούν τα διδάγματα του Μίμου. Η γελοιότητα του αρχικού «πλάσματος» εντάσσεται σε ένα σύμπαν με συγκεκριμένους ήχους και ποιότητες, συνεχώς και αδιαλείπτως διαμορφούμενο μέχρι την τελευταία στιγμή. Η αντιθετική μουσική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου λειτουργεί καθαρά αντιστικτικά στο οπτικό ερέθισμα.
Κυματοειδής λαμαρίνα, Aeternit ή Ellenit
Υλικά που συνθέτουν την περφόρμανς
Το ανοίκειον και το «αγαπησιάρικο» του τέρατος που παράγει ο Λασκαρίδης βρίσκεται στις παρυφές ενός ιδεαλισμού πολύ διαφορετικού από όσα έχει συνηθίσει το σύγχρονο κοινό, και προφανώς γι’ αυτό η διεθνής σκηνή υποδέχεται το έργο του ως sui generis, ως ουσιαστική πρόταση.
Στο τραγούδι στον κύκλο που επαναλαμβάνει τον στίχο "What is your problem?" η δυνατή ομάδα που αποτελείται από ηθοποιούς, μουσικούς, χορευτές και street dancers (Μιχάλη Βαλάσογλου, Αμαλία Κοσμά, Χαρά Κότσαλη, Μάνο Κότσαρη, Θάνο Λέκκα, Δημήτρη Ματσούκα, Ευθύμιο Μοσχόπουλο, Γιώργο Πούλιο, Φαίη Τζούμα) κινείται σε ένα αναλογικό/ψηφιακό σύμπαν όπου ως υλικό κυριαρχεί η λαμαρίνα. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός σκηνικού εφιάλτη, όπου η αρχική φιγούρα εντάσσεται υφιστάμενη διάφορες μεταμορφώσεις, αναπέμποντας ένα βουητό τύπου «μηχανής»: αυτό συμβαίνει εκτός τόπου και χρόνου, ενώ το Elenit λειτουργεί ως καθρέφτης, ανακλώντας τα χρώματα και αυτο-κτίζεται, οικοδομεί ένα μυστηριακό κέντρο λατρείας, ένα είδος «ναού», γύρω από τον οποίο φιγούρες του θεάτρου σκιών χορεύουν σε βακχική έκσταση. Εντυπωσιακές οι επιμέρους ερμηνείες των ηθοποιών της ομάδας.
Όπως δηλώνει ο δημιουργός, το Elenit παραπέμπει σε ένα προ πολλού εγκαταλελειμμένο υλικό οικοδομών που όλοι μας θυμόμαστε από τη δεκαετία του 1960 ως υλικό απομίμησης της κυματοειδούς λαμαρίνας. Επίσης, παραπέμπει στην «Ελλάδα», με τη βοήθεια μιας παρήχησης που δημιουργεί η λέξη. Τέλος, όπως είναι εύλογο, παραπέμπει στην έννοια της «παρεξήγησης», της φθοράς και της καταστροφής ενός κάποτε ανθεκτικού υλικού, επειδή πρόκειται για κάτι παρωχημένο και επικίνδυνο που γρήγορα εγκαταλείφθηκε και δίνει την αίσθηση της προχειρότητας εισάγοντας, έτσι, μιαν έμμεση κριτική στον ανεπεξέργαστο, χύδην τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται η τέχνη στις μέρες μας. Το ανοίκειον και το «αγαπησιάρικο» του τέρατος που παράγει ο Λασκαρίδης βρίσκεται στις παρυφές ενός ιδεαλισμού πολύ διαφορετικού από όσα έχει συνηθίσει το σύγχρονο κοινό, και προφανώς γι’ αυτό η διεθνής σκηνή υποδέχεται το έργο του ως sui generis, ως ουσιαστική πρόταση.
Στη θέση ενός ανδροκρατούμενου σύμπαντος από μύες, άψογα εκτελεσμένες κινήσεις και κλασική αρμονία, ο Λασκαρίδης εισάγει την υπερβολή, την καρικατούρα, τη μπουφόνικη, σκανδαλιάρικη χοντροκοπιά με τους ήχους του σκουντουφλήματος και της γκάφας του μπουρλέσκ ή του ντραγκ.
Ο Λασκαρίδης, τολμώ να πω, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν ισοτιμο αντίποδα του Παπαϊωάννου, με την ίδια αντιστοιχία με την οποία ο Χατζιδάκις ήταν ο αντίποδας του Θεοδωράκη: στη στιβαρότητα των έργων του δεύτερου έρχεται ο πρώτος να προτείνει το ευάλωτο, υπερευαίσθητο πλάσμα-πειραχτήρι που συνθέτει ανά περίπτωση. Στον κλασικισμό και ακαδημαϊσμό του δεύτερου έρχεται ο πρώτος να προτείνει μιαν οντογένεση προβληματική, ακρωτηριασμένη, που διαρκώς δυναμιτίζει την αρτιότητα και αρτιμέλεια. Της ωραιοπάθειας και του στερεοτυπικού γκέι αισθησιασμού του δεύτερου, ο πρώτος προτάσσει ελλειμματικές φιγούρες, στρεβλώσεις και αυτοσαρκασμό: εκφάνσεις άφυλες μιας ταπείνωσης που υποσκάπτει τα φαλλικά πρότυπα και «στρογγυλεύει» το ακραιφνές και ακίβδηλο των μορφών. Στη θέση ενός ανδροκρατούμενου σύμπαντος από μύες, άψογα εκτελεσμένες κινήσεις και κλασική αρμονία, ο Λασκαρίδης εισάγει την υπερβολή, την καρικατούρα, τη μπουφόνικη, σκανδαλιάρικη χοντροκοπιά με τους ήχους του σκουντουφλήματος και της γκάφας του μπουρλέσκ ή του ντραγκ. Αυτά τα γνωρίσματα, καθώς περνούν σε πρώτο πλάνο, προσθέτουν μια νότα φιλοσοφική, που οδηγεί σε μια νέα, παιγνιώδη και επιεική, ιδιαίτερα ευαίσθητη αλλά και ανατρεπτική αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα. Σε μιαν αναλογία όπου η σεξουαλικότητα υποτάσσεται στο απίστευτο χιούμορ του δημιουργού.
Μικρό ιστορικό
Έργα του παρουσιάστηκαν σε πάνω από είκοσι φεστιβάλ και ιδρύματα σε όλο τον κόσμο: στη Lyon Biennale de la Danse, στο Palais de Tokyo, στο Barbican Pit και στο Public Theatre στη Νέα Υόρκη, στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Εθνικό Θέατρο, στο New York City Fringe, στην 11η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρώπης.
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης σπούδασε υποκριτική στην Αθήνα και σκηνοθεσία στη Νέα Υόρκη. Ηθοποιός και χορευτής ο ίδιος, το 2009 δημιούργησε την ομάδα OSMOSIS και έστησε υβριδικά θεάματα παίζοντας με τα όρια των παραστατικών τεχνών. Από το 1995 έχει συμμετάσχει ως περφόρμερ σε έργο του Robert Wilson και το 2000 ξεκίνησε το δικό του σκηνοθετικό έργο για τη σκηνή και την οθόνη. Έργα του παρουσιάστηκαν σε πάνω από είκοσι φεστιβάλ και ιδρύματα σε όλο τον κόσμο: στη Lyon Biennale de la Danse, στο Palais de Tokyo, στο Barbican Pit και στο Public Theatre στη Νέα Υόρκη, στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Εθνικό Θέατρο, στο New York City Fringe, στην 11η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρώπης, στο Théâtre de la Ville, στο Festival Trans Amériques, στο Tanz im August στο Βερολίνο και στο Hong Kong Arts Festival. Το 2011 σκηνοθέτησε την παράσταση «Το κορίτσι μπαταρία» όπου πρωταγωνίστησε η Όλια Λαζαρίδου. Στα τέλη του 2019 η OSMOSIS έκανε πρεμιέρα στην Αθήνα, πριν ξεκινήσει τη διεθνή της περιοδεία με το Relic και τους Τιτάνες, που θέμα είχαν το παράδοξο και το ακατανόητο της πραγματικότητας, κατέδειξε πως το σώμα είναι βασικότερο εργαλείο απ' ό,τι ο λόγος.
Το 2016 ο Λασκαρίδης τιμήθηκε με την εναρκτήρια υποτροφία Pina Bausch Fellowship. Αυτή τη στιγμή διευθύνει εργαστήρια με αντικείμενο τις παραστατικές τέχνες, ενώ στη δουλειά του επικεντρώνεται στους δύο βασικούς άξονες που διατρέχουν το καλλιτεχνικό του στίγμα: τη μεταμόρφωση και τη γελοιότητα. Ο ίδιος διευκρινίζει πως το επόμενο καλλιτεχνικό του βήμα είναι απρόβλεπτο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).