
Για την παράσταση «Elephant» & «You Should Have Seen Me Dancing Waltz» σε χορογραφία και σκηνοθεσία του Rabih Mroué, η οποία παρουσιάζεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
«Η τέχνη δεν είναι ακτιβιστική. Είναι μια πλατφόρμα για να θέσει κανείς ανοικτά ερωτήματα» δηλώνει ο Ραμπί Μρουέ, ο στρατευμένος λιβανέζος ηθοποιός, οπτικός καλλιτέχνης και σκηνοθέτης των δύο παραστάσεων («Elephant» & «You Should Have Seen Me Dancing Waltz») που παρουσιάζει με το σχήμα Dance on Ensemble στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Όπως και ο ισραηλινός Αρκάντι Ζάιντες, ο Ραμπί Μρουέ έχει σαφή πολιτική πρόθεση και πραγματεύεται ζητήματα όπως η Δικαιοσύνη, η Ελευθερία και η Ανθρωπιά, χωρίς να απομονώνει τις έννοιες σε εννοιολογικές συλλήψεις, χωρίς να περιορίζεται σε εθνολογικούς προσδιορισμούς και, κυρίως, δίχως να στερεί από τον θεατή τη δυνατότητα της τοποθέτησης. Επιστρατεύει μικρο-αφηγήσεις, φωτογραφίες και σκίτσα και αξιοποιεί την ιδιότητα του θεάτρου να «συμπυκνώνει» τον χρόνο της αφήγησης και να μεταδίδει μιαν αίσθηση αμεσότητας διαφορετική από εκείνη του κινηματογράφου και του video art. Φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας (η ενεργή διαδήλωση διαμαρτυρίας που αυτήν την περίοδο πλημμυρίζει τους δρόμους της Βηρυτού) «επιμολύνουν», τρόπον τινά, το κορμί του ερμηνευτή και επαναδιαμορφώνουν την κίνησή του, ενώ κάποιες συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις δημιουργούν έντονη αντίστιξη προς τη χορογραφία.
«Elephant»: πέραν της πολιτιστικά προσδιορισμένης ταυτότητας, κάθε πόλεμος είναι διαφορετικός
Στο «Elephant» η αίσθηση της μόνωσης, του ερμητισμού και της εγκατάλειψης παλεύει με την ανάγκη αγγίγματος και επικοινωνίας: ωστόσο, η προσπάθεια αυτών των ζωντανών-νεκρών ανθρώπων να αγγίξουν ο ένας τον άλλον είναι προδικασμένη σε αποτυχία.
Οι πολιτιστικές ταυτότητες, δηλώνει ο Ραμπί Μρουέ, δεν είναι απόλυτα σχηματοποιημένες, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με την περιοχή του πλανήτη και με την εποχή: στόχος του είναι να προσεγγίσει την αντίληψη του θεατή σε απόλυτα ατομικό επίπεδο, και όχι μέσω μιας γενίκευσης που θα απευθυνόταν, πιθανώς, στις καταγραφές της δικής του πολιτιστικής ταυτότητας. Συγχίσεις, παρερμηνείες, δυσκολία επικοινωνίας, αλλά και αμφιβολίες, καχυποψία και αντιρρήσεις προκύπτουν ως φυσικό αποτέλεσμα αυτής της επικοινωνιακής πράξης. Στο «Elephant» (ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ομώνυμο ιστορικό ντοκιμαντέρ του ιρλανδού κινηματογραφιστή Άλαν Κλαρκ) η αίσθηση της μόνωσης, του ερμητισμού και της εγκατάλειψης παλεύει με την ανάγκη αγγίγματος και επικοινωνίας: ωστόσο, η προσπάθεια αυτών των ζωντανών-νεκρών ανθρώπων να αγγίξουν ο ένας τον άλλον είναι προδικασμένη σε αποτυχία. Τα σώματά τους αναζητούν, με την αφή, το ξάπλωμα, την αλλαγή στάσης και προοπτικής, να συνυπάρξουν. Όμως ο δημιουργός μεγεθύνει τη μοναξιά τους, τονίζοντας τη μοναχικότητα του θανάτου και προβάλλοντας στη μεγάλη οθόνη κάποια από τα 316 σκίτσα νεκρών σωμάτων που έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος και τα έχει παρουσιάσει με τίτλο «Chalk Outlines». Οι εξαιρετικοί ερμηνευτές Ty Boomershine και Jone San Martin μεταστοιχειώνουν το έντονο αυτό εικαστικό ερέθισμα.
Κάθε θεατής αντιλαμβάνεται το δρώμενο διαφορετικά: χρησιμοποιώντας συλλογικές μνήμες μιας σφαγής που επαναλαμβάνεται, τα σκίτσα εξυφαίνουν έναν παράλληλο αφηγηματικό ιστό στάσεων, ακινητοποιήσεων και συσσώρευσης νεκρών σωμάτων επί σκηνής. Οι νεκροί στις ωμές, απάνθρωπες αστικές σφαγές συνθέτουν ένα προσωπικό άλμπουμ «σκιών» που εμφανίζονται ξαπλωμένες πάνω στο λευκό χαρτί και, αντίστοιχα, χορογραφημένες πάνω στην άδεια σκηνή του θεάτρου. Επιλέγοντας το μαυρόασπρο σκίτσο ο Μρουέ δεν απαλύνει την αίσθηση της βίας. Αντιθέτως, σκόπιμα σωρεύει μιαν «εικαστική» κραυγή διαμαρτυρίας, χωρίς να κατηγορεί ευθέως. Δεν το κάνει με τον τρόπο που το κάνει το δανέζικο Δόγμα 95 των Λαρς φον Τρίερ και Τόμας Βίντεμπεργκ, αλλά αφήνοντας τον θεατή ελεύθερο να συμπληρώσει τα κενά μνήμης με τον δικό του τρόπο και ασκώντας, έμμεσα, κριτική στον υποκειμενισμό του κάθε αφηγήματος. Είτε πρόκειται για ιστορικό, είτε για δημοσιογραφικό, είτε για ρητορικό αφήγημα· ό,τι παραλείπεται μπορεί να παραλείπεται σκοπίμως, υπαινίσσεται ο Ραμπί Μρουέ, που ομολογεί ότι δεν έχει διαβάσει σε βάθος τη θεωρία του Γκι Ντεμπόρ, αλλά είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία επί σκηνής ως όπλο ενάντια στον αυταρχισμό της εξουσίας.
«Έπρεπε να με έβλεπες να χορεύω βαλς»: η φρίκη του «κλειστού» σώματος
Οι χορευτές του, η Anna Herrmann, η Emma Lewis, ο Marco Volta και η Christine Kono με εφημερίδες στα χέρια μαθαίνουν για την καθημερινή βία, τις φυσικές καταστροφές, τις πολιτικές παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστών, και σταδιακά οι κινήσεις τους μεταβάλλονται.
Υπάρχει ένα κάθετο τείχος που διαχωρίζει το ατομικό από το συλλογικό, το ιδιωτικό από το δημόσιο, το «μέσα» από το «έξω», ένα τείχος που η τέχνη αναλαμβάνει να το διαπεράσει. Ο Ραμπί Μρουέ θεωρεί πως το ανθρώπινο δέρμα είναι το όριο ανάμεσα στις δύο περιοχές, κι επίσης θεωρεί πως το ανθρώπινο δέρμα είναι διαπερατό. Τα γεγονότα της επικαιρότητας διαπερνούν, διασχίζουν, τρυπούν το ανθρώπινο δέρμα. Οι λέξεις της επικαιρότητας δείχνουν να περιγράφουν την κατάσταση, όμως στο σωματικό επίπεδο οι λέξεις ακινητοποιούν τους χορευτές, τους καθηλώνουν, τους «σκεπάζουν», τους κάνουν να ασφυκτιούν. Οι χορευτές του, η Anna Herrmann, η Emma Lewis, ο Marco Volta και η Christine Kono με εφημερίδες στα χέρια μαθαίνουν για την καθημερινή βία, τις φυσικές καταστροφές, τις πολιτικές παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστών, και σταδιακά οι κινήσεις τους μεταβάλλονται. Το ραδιόφωνο από πίσω αλλάζει σταθμούς διαρκώς, και αυτό το ηχητικό τοπίο μετασχηματίζει επίσης τις κινήσεις των χορευτών. Η χρήση των εφημερίδων επί σκηνής είναι παλαιότερη τεχνική του Μρουέ: οι εφημερίδες εκπροσωπούν τον εφήμερο χαρακτήρα των γεγονότων, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με μια voice over αφήγηση.
Ο Μισέλ Φουκώ αντιμετώπισε σε μια προβληματική λογική την κρατούσα άποψη για το σώμα αναδεικνύοντάς το ως αντικείμενο άσκησης τεχνικών ελέγχου και εξουσίας. Η εξουσία του βλέμματος έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός/ορατός ένας πληθυσμός ή ένα φαινόμενο. Το βλέμμα αποτελεί μια τεχνική εξουσίας εφόσον διαμέσου του βλέμματος γίνεται το αντικείμενο κατά ένα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο τρόπο ορατό στον θεατή. Στη συνέχεια το βλέμμα του θεατή «ανακατασκευάζει» την ιδιαίτερη γνώση του φαινομένου η οποία νομιμοποιεί την άσκηση ελέγχου και εξουσίας πάνω του. Οι μηχανισμοί εξουσίας κατασκευάζουν ιστορικά το σώμα ως αντικείμενο επέμβασης και διαχείρισης. Έτσι, τη στιγμή που ο Μρουέ εικονοποιεί τη βία της εξουσίας, οι κινήσεις των χορευτών αντικατοπτρίζουν με εξατομικευμένο τρόπο τα αποτελέσματα της εξουσίας στο ανθρώπινο κορμί. Ο καλλιτέχνης σκοπίμως δεν δίνει απαντήσεις στα υπαρξιακά και πολιτικά ερωτήματα που εγείρονται, ούτε απλουστεύει κάτι εκ φύσεως περίπλοκο όπως είναι η βία που ασκούν οι εξουσιαστές στην ανθρώπινη ψυχή, στην ανθρώπινη ελευθερία, στο δικαίωμα της ζωής, στη χώρα του. Σε μιαν εποχή όπου το διαδίκτυο διαδραματίζει (ή υποκαθιστά) τον ρόλο του «δημόσιου χώρου», κάθε πολιτική δήλωση ενός καλλιτέχνη αποκλείεται να αγνοήσει τις εξεικονίσεις του ίντερνετ. Ανακαλώντας οδυνηρές μνήμες, ατομικές και συλλογικές, καταλήγει στο ότι οι συλλογικές μνήμες είναι κατά κανόνα τραυματικές. Προσεγγίζοντας τις διαφορετικές καταγραφές των ίδιων γεγονότων, αποκαλύπτει τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του κάθε αφηγήματος, ιδιαίτερα όταν το αφήγημα είναι αποτρόπαιο, δηλαδή πόλεμος, βασανιστήρια, ισλαμιστές φονταμενταλιστές που αποκεφαλίζουν ανθρώπους, ένας πλανητάρχης που εκτελεί εν ψυχρώ, μαζικές σφαγές σε πόλεις, βομβαρδισμοί, ακρωτηριασμένα πτώματα, οδύνη ανθρώπων που μόλις έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο, κ.ο.κ. Με οπτικό ρεαλισμό, και πιστεύοντας ακράδαντα στην ατομική πρόσληψη της πραγματικότητας, διανοίγει μια πλειάδα ερμηνευτικών οριζόντων και αφυπνίζει το συναίσθημα αδικίας που έχει –σε κατάσταση ύπνωσης– ο θεατής.
Ο δημιουργός
Ο Ραμπί Μρουέ γεννήθηκε στον Λίβανο το 1967. Τον γνωρίσαμε στο πρώτο Fast Forward Festival της Στέγης, το 2014, με τη διάλεξη-περφόρμανς «Pixelated Revolution» και την περφόρμανς «Riding on the cloud», δύο ιδιότυπα θεάματα για την εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Τον ξαναείδαμε στο Fast Forward Festival 5 της Στέγης, με τη συναρπαστική διάλεξη-περφόρμανς «So little time». Το έργο του συνδυάζει τα εικαστικά, την περφόρμανς και το θέατρο. Υπήρξε από τους πιο πρωτοποριακούς σκηνοθέτες στον Λίβανο μετά τον Εμφύλιο. Σήμερα ζει στο Βερολίνο.
Το Dance On Ensemble ιδρύθηκε το 2015 από τον πολιτιστικό οργανισμό Diehl+Ritter gUG, με έδρα το Βερολίνο, ως μέρος της πρωτοβουλίας Dance On που τιμά τις εξαιρετικές καλλιτεχνικές ικανότητες των χορευτών και χορευτριών άνω των 40 ετών και διερευνά τη σχέση χορού και ηλικίας τόσο στη σκηνή όσο και στην κοινωνία. Σε συνεργασία με διεθνώς αναγνωρισμένους χορογράφους και σκηνοθέτες όπως ο Rabih Mroué, ο William Forsythe, η Deborah Hay και ο Jan Martens, το Dance On Ensemble αναπτύσσει ρεπερτόριο πρωτοποριακών και απαιτητικών έργων σύγχρονου χορού. Σκοπός του είναι να δημιουργήσει σταθερές βάσεις για ένα πλούσιο μελλοντικό ρεπερτόριο για χορευτές και χορεύτριες άνω των 40 ετών. Ως ένα από τα αρχικά μέλη του Dance On Ensemble, ο Ty Boomershine έχει επωμισθεί την καλλιτεχνική διεύθυνση του πρότζεκτ από το 2019.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).