Για την παράσταση «Κομμώτριες – Η σιωπή δεν ταιριάζει στα κομμωτήρια», σε σκηνοθεσία της Μαριτίνας Πάσσαρη, παρουσιάζεται σε β' κύκλο παραστάσεων στο Θέατρο 104.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Ένα μικρό συνοικιακό κομμωτήριο. Ανάμεσα σε ένα γυμναστήριο και ένα μαγαζί ηλεκτρονικών ειδών. Δύο γυναίκες. Υπάλληλοι και οι δύο. Η Μαίρη, η μεγαλύτερη σε ηλικία, έχει πίσω της ένα παρελθόν που ακόμα της προκαλεί πόνο και προτιμά να μένει σε απόσταση από όλους. Και η Αλίνα, η μικρότερη, περισσότερο κοινωνική, η οποία με τον αυθορμητισμό της ηλικίας της κάνει κάποιες κινήσεις προσέγγισης προς τη συνάδελφό της. Και υπάρχει και μία τρίτη γυναίκα, η Μόνικα, η οποία προσλαμβάνεται στο κομμωτήριο αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ στη σκηνή. Η παρουσία της, όμως, είναι έντονη μέσα από τις συζητήσεις των δύο γυναικών. Γιατί η Μόνικα έχασε τους γονείς της, γιατί περνάει δύσκολα, γιατί είναι παράξενη με ονειροπόλα μάτια. Μέχρι πριν από λίγο καιρό η επικοινωνία της Μαίρης και της Αλίνας ήταν ανύπαρκτη. Η πρόσληψη όμως της Μόνικας γίνεται η αφορμή για να έρθουν πιο κοντά. Αρχίζουν να εκμυστηρεύονται η μία στην άλλη γεγονότα από τη ζωή τους, σκέψεις, όνειρα, επιθυμίες και φόβους. Με το φάντασμα της Μόνικας να στοιχειώνει την κάθε τους συζήτηση. Μέχρι τη στιγμή που εκείνη εξαφανίζεται και ανατρέπονται οι ισορροπίες στη ζωή των δύο γυναικών.
[Η Μαριτίνα Πάσσαρη] Aποφάσισε να ασχοληθεί με ένα έργο που δεν βασίζεται στην κλασική δραματουργία αλλά είναι συνδεδεμένο με τη ζωή και την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου και συνδυάζει τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και τη μουσική.
Η Μαριτίνα Πάσσαρη έχει τριπλό ρόλο στην παράσταση. Υπογράφει τόσο τη σκηνοθεσία όσο και τη δραματουργία του έργου, και επίσης ερμηνεύει τον ρόλο της μιας κομμώτριας. Όπως είπε η ίδια σε συνέντευξή της, η έμπνευσή της στηρίχτηκε σε τρία πράγματα: σε ιστορίες που έχουν συμβεί στο κέντρο της Αθήνας, σε κάποια κείμενα του Χιλιανού συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο και στους Rolling Stones. Aποφάσισε να ασχοληθεί με ένα έργο που δεν βασίζεται στην κλασική δραματουργία αλλά είναι συνδεδεμένο με τη ζωή και την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου και συνδυάζει τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Αυτόν τον συνδυασμό τον βλέπουμε και έμπρακτα στη σκηνή. Την ώρα που οι δύο κομμώτριες βρίσκονται επί το έργον, πίσω τους προβάλλονται σε μια τεράστια κουρτίνα-οθόνη, φωτογραφίες και βίντεο, τα οποία σχετίζονται με τη συζήτηση των δύο γυναικών. Μια ευχάριστη αισθητική εναλλαγή η οποία βοηθάει και στην εξέλιξη της πλοκής. Η παράσταση επενδύεται μουσικά, είτε με πρωτότυπη μουσική του Στάθη Ιωάννου είτε με κάποια τραγούδια των Rolling Stones.
Το σκηνικό δεν θα μπορούσε να είναι παρά ο χώρος ενός κομμωτηρίου. Με τους καθρέφτες του, το σεσουάρ, τις βούρτσες και τα μπουκάλια με τις βαφές. Ο χώρος του θεάτρου είναι πολύ μικρός και οι θέσεις των θεατών βρίσκονται τόσο κοντά στη σκηνή, ώστε σου δίνεται η αίσθηση ότι δεν είσαι θεατής αλλά περιμένεις τη σειρά σου για κούρεμα.
Η Μαριτίνα Πάσσαρη, εκτός από η σκηνοθεσία
και την ερμηνεία, έχει ασχοληθεί και με σενάριο κινηματογραφικών ταινιών μικρού
και μεγάλου μήκους. Ξεχωρίζει η συνεργασία
της με τη Φρίντα Λιάππα, με την οποία συνυπογράφουν το σενάριο της ταινίας
Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης (1990).
Συνεργάστηκε επίσης στα σενάρια των ταινιών
Σπίτι στην εξοχή (1994) και Αύριο θα 'ναι αργά (2001) σε σκηνοθεσία της Λάγιας Γιούργου.
|
Οι ρόλοι του έργου μόνο δύο, και αποδίδονται με επιτυχία. Η Μαίρη της Μαριτίνας Πάσσαρη πετυχαίνει να σκιαγραφήσει το προφίλ της μοναχικής, αγέλαστης, απόμακρης και δύσπιστης γυναίκας, που της αρέσει να «περπατάει μόνη στο τούνελ της θλίψης». Η Αλίνα της Αλεξάνδρας Χασάνι εκδηλώνει όλη τη φρεσκάδα, τη δύναμη, τον αυθορμητισμό, τον ερωτισμό, την ευαισθησία και τον δυναμισμό που τη χαρακτηρίζουν λόγω ηλικίας, χωρίς να παραλείπει να εκφράσει τους φόβους και τους προβληματισμούς της για το μέλλον: «Δεν ξέρω ποια είμαι, τι θέλω, πού πάω, τι κάνω». Είναι μια παρουσία που γεμίζει τη σκηνή με την ενέργειά της και τις χορευτικές της ικανότητες.
Μπορεί εκ πρώτης όψεως το θέμα της παράστασης να φαίνεται απλό και χωρίς ιδιαίτερες προεκτάσεις, με μια δεύτερη ματιά όμως διαπιστώνουμε ότι αυτές υπάρχουν και είναι και υπολογίσιμες. Η μοναξιά, η απομάκρυνση από τους άλλους ηθελημένα ή αθέλητα, η ανάγκη για επαφή και επικοινωνία, η ζήλια στη διεκδίκηση της αμέριστης προσοχής του άλλου, η απαίτηση της αποκλειστικότητας του χρόνου ενασχόλησής του, η ενοχή από τη διαπίστωση της χείριστης κατάστασης του διπλανού, η επιθυμία για κατανόηση, η ενδόμυχη ευχή του να βρεθεί κάποιος που θα κάνει έναν μοναχικό άνθρωπο να λύσει τη σιωπή του, η απώλεια της οικογένειας, ο πόνος που τη συνοδεύει, η αδελφική αγάπη η οποία αντέχει στον χρόνο και η πιεστική ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία, μαζί με την ανακούφιση ως συνοδευτικό συναίσθημα, όταν η επικοινωνία πραγματοποιείται. Γιατί η σιωπή δεν ταιριάζει στα κομμωτήρια αλλά και σε κανέναν.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.