
Οι παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260 ολοκληρώθηκαν για φέτος. Από όσες είδαμε το τελευταίο διάστημα παρουσιάζουμε εδώ τέσσερις ελληνικές θεατρικές παραστάσεις.
Του Νίκου Ξένιου
Eρωτευμένα άλογα | Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου
Η απόρριψη, η ερωτική ανάταση, η αμοιβαία ψηλάφηση της ερωτογόνου ζώνης, η ερωτική απόκλιση και η ιδιαιτερότητα, η ερωτική ομολογία, η τηλεφωνική εξομολόγηση του ερωτευμένου, [...] τα άφυλα χαρακτηριστικά του ερωτικού συναισθήματος, οι ειδικές ευαισθησίες κάποιων ανθρώπων, το πρωτόγνωρο συναίσθημα των εφήβων, το δικαίωμα στον οργασμό, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θίγει η ρηξικέλευθη πρόταση της Ελένης Δημοπούλου.
Ξεκινώ με την ομάδα «Εν δυνάμει» και την παράσταση Ερωτευμένα Άλογα ως τελευταία και την, κατά την άποψή μου, πιο συγκινητική ελληνική παράσταση του φετινού φεστιβάλ. Πρόκειται για το τρίτο μέρος της τριλογίας «Το Άλλο το Κανονικό», μετά το Ο άνθρωπος ανεμιστήρας ή πώς να ντύσετε έναν Ελέφαντα και Το Άλλο Σπίτι. Η απόρριψη, η ερωτική ανάταση, η αμοιβαία ψηλάφηση της ερωτογόνου ζώνης, η ερωτική απόκλιση και η ιδιαιτερότητα, η ερωτική ομολογία, η τηλεφωνική εξομολόγηση του ερωτευμένου, η φαντασίωση και η ενίσχυση της ουτοπικής προσδοκίας, η αφοσίωση και η εναλλαγή ρόλων, τα άφυλα χαρακτηριστικά του ερωτικού συναισθήματος, οι ειδικές ευαισθησίες κάποιων ανθρώπων, το πρωτόγνωρο συναίσθημα των εφήβων, το δικαίωμα στον οργασμό, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θίγει η ρηξικέλευθη πρόταση της Ελένης Δημοπούλου (ηθοποιού και καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων) που, σε συνεργασία με τη Μαρία Ιωαννίδου, εργάστηκε σκληρά με στόχο την ένταξη ανθρώπων με αναπηρίες στη θεατρική της ομάδα. Η σκηνοθεσία και τα κείμενα (σε συνεργασία με την Ομάδα «Εν δυνάμει») είναι της Ελένης Ευθυμίου, η δραματουργική επεξεργασία των κειμένων είναι της Σοφίας Ευτυχιάδου, η μουσική είναι του Χαίντελ, της Ελένης Ευθυμίου και του Οδυσσέα Γκάλλιου, η χορογραφία του Τάσου Παπαδόπουλου και της Βιτόριας Κωτσάλου, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ευαγγελίας Κιρκινέ και του Ρίτσαρντ Άντονυ, το οπτικό περιβάλλον του Δημήτρη Ζάχου και οι φωτισμοί των Ρίτσαρντ Άντονυ και Βαγγέλη Μαρούλη. H καλλιτεχνική διεύθυνση είναι της Ελένης Δημοπούλου.
Ένας «περιοδεύων θίασος» ιδιαιτεροτήτων ταρακουνά το οικοδόμημα των κακώς εννοούμενων αντιλήψεων περί σεβασμού των ατόμων με αναπηρίες και εγείρει την κοινωνική συνείδηση περί ισοτιμίας, διδάσκοντας παράλληλα τον ορμέμφυτο, πηγαίο και απελευθερωτικό χαρακτήρα του έρωτα και της γενετήσιας επιθυμίας. Πώς ξεπερνιούνται τα ταμπού (ηθικά, αισθητικά και άλλα) ώστε να μπορέσουν όλες οι κατηγορίες ανθρώπων να βιώσουν τον έρωτα; Η φυσική δυσκολία επικοινωνίας και πρόσβασης στην ερωτική εκπλήρωση είναι κοινή για όλους, πόσο περισσότερο δε για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι άνθρωποι που τους φροντίζουν (γονείς, συγγενείς, δάσκαλοι ειδικής αγωγής, υπάλληλοι στα ιδρύματα, επισκέπτες κλπ. συχνά προβάλλουν τις δικές τους ανασφάλειες και προκαταλήψεις και αναστολές στο ζήτημα των ορμών και των έκδηλων ερωτικών ανησυχιών των ατόμων με αναπηρίες και εθελοτυφλούν σε αυτές, με αποτέλεσμα το τείχος που τους απομονώνει να υψώνεται όλο και πιο απροσπέλαστο. Σύνηθες πρόσχημα είναι η ελλιπής σεξουαλική διαπαιδαγώγηση εκ μέρους της πολιτείας και η ανάγκη προστασίας από τους κινδύνους και τις απογοητεύσεις που ενδέχεται να συνοδεύσουν την ερωτική πράξη. Συνήθης πρακτική είναι ο κατευνασμός, η επίσκεψη σε κάποιο πορνείο, η επιβαλλόμενη αντισύλληψη ή ακόμη και η στείρωση.
Πολύ αποτελεσματική η μουσική αγωγή της ομάδας και λιγότερο καλή η εκφορά του λόγου και το υποκριτικό μέρος: ωστόσο, η σκηνογραφία, ο χορός και το βίντεο λειτουργούν άψογα, σε μια σύνθεση ενός κειμένου της Γιώτας Τεμπρίδου («Η Σύμβαση») με κάποιες κλισέ αναφορές στον έρωτα γνωστών στοχαστών. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν και κείμενα που προέκυψαν από τους ίδιους, όπως η υπέροχη φράση: «είμαστε ένα λιβάδι από απότιστα λουλούδια», και η λιγότερο υπαινικτική δήλωση: «φοβούνται πως είμαστε ζώα, πώς δεν θα ξέρουμε πώς να κρύψουμε τον έρωτά μας, φοβούνται μήπως κάνουμε παιδιά και είναι ξεχωριστά όπως εμείς». Η απενοχοποίηση του σεξ, ο χορός στην κονίστρα των αισθήσεων, το ξερίζωμα της μηλέας του προπατορικού αμαρτήματος, η κατάκτηση των προγαμιαίων σχέσεων, η υπέρβαση της νόρμας περί κανονικότητας, ο καλπασμός σε ένα συμβολικό λειβάδι ελευθερίας και ανθρώπινης αυτοδυναμίας, η άρδευση της ανθρώπινης ευαισθησίας και η αμεσότητα του αγγίγματος: να η πρόταση της παράστασης, η οποία κορυφώνεται στη σκηνή όπου μια τετραπληγική γυναίκα ζητά από ένα επαγγελματία σεξουαλικό εκπαιδευτή να τη βοηθήσει να ψηλαφήσει το κορμί της. Μοναδική η παγανιστική κορύφωση με την απαγγελία, από τον Ηλία Κουγιουμτζή, ενός «συμβόλου πίστεως» που παραφράζει το «Πιστεύω» και προσκυνά τη θεότητα του Έρωτα.
Ξένες Πόρτες | Του Μάνου Ελευθερίου, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη με τη Νένα Μεντή
Όμως, και λόγω θέματος και λόγω πολιτικής ορθότητας που το συνοδεύει, τα Ερωτευμένα άλογα είναι μια παράσταση εκτός συναγωνισμού, και ως τέτοια πρέπει να κριθεί. Αντικειμενικά μιλώντας, τα σκήπτρα του ελληνικού μέρους του φεστιβάλ κρατά η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη με τίτλο Ξένες Πόρτες. Μια σειρά από μαγνητοφωνημένες εξομολογήσεις της συριανής γιαγιάς του Μάνου Ελευθερίου που ο ποιητής τις είχε εμπιστευθεί, πέντε χρόνια πριν από τον θάνατό του, στη Νένα Μεντή. Ο Μάνος Καρατζογιάννης τις συνθέτει σε μια πλήρη προσωπογραφία αυτής της αντιπροσωπευτικής γυναίκας της ελληνικής επαρχίας των αρχών του 20ού αιώνα, σε μια ρεαλιστική απεικόνιση της άθλιας κοινωνικής θέσης μιας απλής κακοποιημένης ελληνίδας γυναίκας, μέσα από τον μονόλογο της Ευαγγελίας Διγενή-Αντωνοπούλου-Πίσσα.
Σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή, προσγειωμένη και ταυτόχρονα «φευγάτη», πικραμένη και ταυτόχρονα χαμογελαστή, η Νένα Μεντή μπαίνει στο πετσί του μονολόγου της και εξυφαίνει ένα μοναδικό παραστασιακό κλίμα επικοινωνώντας με το κοινό και προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
Το έργο αποδίδει χωρίς εξωραϊσμούς και φιοριτούρες τον αμφίρροπο και συχνά παράλογο χαρακτήρα των ανθρωπίνων ως πρωτοπρόσωπη μαρτυρία ενός χαρακτήρα που είναι μοναδικός, όχι μόνο γιατί πρόκειται για γυναίκα της επαρχίας μιας περασμένης εποχής, αλλά και γιατί αυτή δεν είναι μια οποιαδήποτε: είναι μια γυναίκα με χάρισμα ποιητικό και θεατρική επιτήδευση, που παράλληλα εκστομίζει μεγάλες αλήθειες. Και το ίδιο ακριβώς κάνει η συγκλονιστική ερμηνεία της Νένας Μεντή, υπό την ισχυρή σκηνοθετική μπαγκέτα του Μάνου Καρατζογιάννη: σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή, προσγειωμένη και ταυτόχρονα «φευγάτη», πικραμένη και ταυτόχρονα χαμογελαστή, η Νένα Μεντή μπαίνει στο πετσί του μονολόγου της και εξυφαίνει ένα μοναδικό παραστασιακό κλίμα επικοινωνώντας με το κοινό και προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
«Αφεντικά», «Παντρειά», «Μεγάλα μυστήρια», «Ξένα μαλλιά», «Αίματα και νερά», «Δωρεάν ψωμί» είναι κάποιες από τις αφηγηματικές ενότητες. Η παράσταση αρθρώνει σε δέκα ενότητες / πλάνα τα λόγια της ηλικιωμένης αυτής γυναίκας που θυμάται ξεκάθαρα όχι μόνο πόσο πεινούσε ως παιδί, όχι μόνο πόσο ταλαιπωρήθηκε στη δουλειά από έξι χρονών, αλλά και με πόσο σκαιό τρόπο τής φέρθηκαν άντρες και γυναίκες: «Η γιαγιά ζητιάνεψε, η γιαγιά εζήτεψε, η γιαγιά καθάρισε ξένες πόρτες». Όμως τελικά άντεξε, πάλαιψε, συχνά ηττήθηκε και κάποτε νίκησε κιόλας, αποστασιοποιήθηκε και άφησε πίσω της μια παρακαταθήκη αξιομνημόνευτη. Και μόνο το γεγονός ότι παντρεύτηκε τρεις φορές εκείνη την εποχή και στο στενό περιβάλλον της Σύρου καθιστά αυτήν τη γυναίκα ξεχωριστή. Εις πείσμα μιας ζωής παραγκωνισμένης και άδικης, επέζησε και κατέγραψε τις μνήμες της με έντονο χιούμορ, αυτοσαρκασμό και βιοσοφική γλαφυρότητα. Τα εύσημα στον αείμνηστο Μάνο Ελευθερίου, που διέσωσε τη μαρτυρία της, στη Νένα Μεντή, που τη διαφύλαξε ως κόρην οφθαλμού και την ενσάρκωσε συγκλονιστικά επί σκηνής και στον Μάνο Καρατζογιάννη, που ενορχήστρωσε με λυρικό τρόπο αυτό το ακριβό κληροδότημα και μας το προσέφερε σαν πραγματικό αντίδωρο. Οι μελωδίες και τα ποιήματα που πλαισιώνουν την παράσταση παραπέμπουν στον Μάνο Ελευθερίου, ενώ για τη δραματουργική επεξεργασία, μαζί με τον Μάνο Καρατζογιάννη συνεργάστηκαν ο Θανάσης Νιάρχος και η Χριστιάνα Ματζουράνη. Την πρωτότυπη μουσική έγραψε ο Γιώργος Ανδρέου. Το λιτό σκηνικό του Γιάννη Αρβανίτη περιλαμβάνει ένα τραπέζι με δυο καρέκλες πάνω σ’ ένα βάθρο και, πίσω, μια χωριάτικη κουζίνα και τη σφαλισμένη είσοδο ενός χωριατόσπιτου σε «πλάγιο» κινηματογραφικό σκηνικό εξπρεσσιονιστικού χαρακτήρα. Οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου ενισχύουν αυτήν την oblique οπτική, τόσο αιχμηρή και αποκαλυπτική και με εκφορά κειμένου τόσο παραληρηματική και εμπνευσμένη, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ώς και υπερρεαλιστική.
Καλοκαιρινά μπάνια | Σκηνοθεσία, κείμενο, ερμηνεία: Βάσω Καμαράτου, Κώστας Κουτσολέλος
Ο Κώστας Κουτσολέλος με τη Βάσω Καμαράτου σε μια δύσκολη αυτοέκθεση που ταίριαξε με δύο πράγματα: αφενός με τη μέση αντίληψη για το επερχόμενο καλοκαίρι κι αφετέρου με την προσέγγιση που έχει ο καλλιτεχνικός κόσμος στο όλο ζήτημα του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο καύσωνας του καλοκαιριού και η δυνατότητα αποχώρησης για κάποιον τόπο διακοπών δεν πτοούν τις δύο θεατρικές περσόνες, που κατ’ ουσίαν δεν υποδύονται παρά τον εαυτό τους. Μια πρόταση για το φεστιβάλ που έχει γίνει αποδεκτή τους αφήνει έκθαμβους, με το δεδομένο πως θεωρούσαν τους εαυτούς τους αγνοημένους και ανίκανους να συνάψουν τις δημόσιες σχέσεις που θα απαιτούσε η ανάδειξη τους δουλειάς τους.
Μιλούν ειλικρινά και απροκάλυπτα για τις επιλογές τους, επαγγελματικές και προσωπικές, και έμμεσα για τα απωθημένα και τον φθόνο μιας πλειάδας ηθοποιών που δεν έχουν δουλειά και πάνω στους οποίους σπανίως πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας. Με αξιοσημείωτη υποκριτική δεινότητα αποδομούν την ίδια τη διαδικασία που δικαιολογεί την ύπαρξή τους επί σκηνής.
Ο όλος θεσμός σατιρίζεται, εφόσον κατ’ ουσίαν οι δύο ηθοποιοί –που επιπλέον συστήνονται ως συνεργάτες και φίλοι– μιλούν για μια δουλειά που θα κατάφερναν ίσως να ετοιμάσουν εάν υπήρχε αποχρών λόγος… μιλούν για τη δουλειά τους ως επαγγελματικό περιβάλλον, ως όνειρο, ως καθημερινή πρακτική, ως συνάφεια με το υπόλοιπο «συνάφι». Μιλούν ειλικρινά και απροκάλυπτα για τις επιλογές τους, επαγγελματικές και προσωπικές, και έμμεσα για τα απωθημένα και τον φθόνο μιας πλειάδας ηθοποιών που δεν έχουν δουλειά και πάνω στους οποίους σπανίως πέφτουν τα φώτα της δημοσιότητας. Με αξιοσημείωτη υποκριτική δεινότητα αποδομούν την ίδια τη διαδικασία που δικαιολογεί την ύπαρξή τους επί σκηνής.
Ο Κώστας Κουτσολέλος και η Βάσω Καμαράτου δεν εκθέτουν ναρκισσιστικά τα προσωπικά τους ζητήματα επί σκηνής: αντιθέτως, στρέφουν τον φακό προς το κοινό για να μιλήσουν, ενώ βαδίζουν στον ίδιο φαύλο κύκλο, για τις κακοτοπιές του χιμαιρικού τρόπου αντίληψης της ζωής που προϋποτίθεται για να είσαι καλλιτέχνης. Έμμεσα θίγουν συγκεκριμένα πρόσωπα του καλλιτεχνικού στερεώματος, για το κατεστημένο της αθηναϊκής σκηνής, και εκτίθενται σε υψηλό βαθμό στα μάτια του κοινού και των παραγόντων του φεστιβάλ χωρίς να «πατούν» σε κανένα συγκεκριμένο κείμενο, παρά μόνο σε μια δραματουργική ιδέα αυτοσχεδιαστικού προσανατολισμού. Αυτό που κάνουν είναι πολύ δύσκολο, εύπλαστο, ανοιχτό στις περιστάσεις τής κάθε διαφορετικής παράστασης, αυτοϋπονομευόμενο. Πρόκειται για μια πραγματική δοκιμασία, γιατί στην ουσία παράγει τη θεατρική μαγεία από το απόλυτο κειμενικό τίποτα. Γι’ αυτό οι δυο ηθοποιοί αξίζουν συγχαρητήρια για την τόλμη τους να διακινδυνεύσουν μια παράσταση που θα μπορούσε, λόγω αθυροστομίας και ευθύτητας, αλλά και επειδή στηνόταν εκ των ενόντων, να τιναχτεί ανά πάσαν στιγμή στον αέρα.
Γιαννούλα η Κουλουρού | Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Ο καημός της εύπιστης, αγαθής πατρινής Γιαννούλας ήταν να παντρευτεί με παπά και με κουμπάρο. Και η χαρακτηριστική κακοήθεια της πατρινής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα είναι το θέμα της σύνθεσης του Γιώργου Παπαγεωργίου που είδαμε στην αίθουσα Η της Πειραιώς 260. Ο Παναγιώτης Χαλούλος είχε γράψει το έργο «Πατρινό Καρναβάλι – Ο γάμος της Γιαννούλας της Κουλουρούς», είχε για πρώτη φορά δώσει διαστάσεις λαϊκού θεατρικού δρωμένου στην ιστορία αυτήν, καταχωρώντας τον χαρακτήρα της Γιαννούλας στα κιτάπια της λαογραφίας. Δυστυχώς ο αστικός μύθος της νοητικώς υστερημένης αυτής γυναίκας επιβίωσε εν είδει πομπής στο πατρινό καρναβάλι: δεν θα ’θελα να σχολιάσω εδώ το ανεπίτρεπτο του να μετατρέπεις μια διαπόμπευση σε πομπή, σε χοροεσπερίδα ή σε μιούζικαλ: άλλωστε είναι γνωστές «οι πομπές» της νεοελληνικής κοινωνίας.
Ο κύριος Παπαγεωργίου δεν κατόρθωσε να παραγάγει σύμβολο του διαμετρήματος μιας Ραραούς, ούτε καν του διαμετρήματος μιας Μπλανς Επιφανί. Δεν διαπλάστηκε καν ένας αναγνωρίσιμος θεατρικός χαρακτήρας, με συγκεκριμένα γνωρίσματα. Δεν έγινε μια «ωραία τρελή».
Το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού γεμίζει τον χώρο, δυστυχώς όμως μοιάζει να έχει κουβαληθεί αυτούσιο από κάποιαν από εκείνες τις γιγαντιαίες αποθήκες όπου φυλάσσονται τα άρματα του καρναβαλιού στην Πάτρα, μέχρι την επόμενη χρονιά: ανούσια συσσώρευση αρμάτων καλυμμένων με σελοφάν, υποτίθεται «φοβιστική» χρήση κάποιων κεφαλών από τους ηθοποιούς που θέλουν να τρομάξουν τη Γιαννούλα, σκηνικά ευρήματα και «ευκολίες» που δεν δημιουργούν μιαν αρένα δρωμένων, ούτε κομίζουν κάτι το καινοφανές στο ήδη τετριμμένο κείμενο. Είναι χαρακτηριστική η αίσθησή μας πως οι επαναλήψεις αποδείχθηκαν ενδιαφέρουσες: αναπόφευκτο, τη στιγμή που κάθε κοινοπία και κάθε εξώφθαλμη αλληγορία αναζητούσε διαρκώς σημείο αναφοράς. Οι τρεις αφηγητές (Μιχάλης Συριόπουλος, Κίμωνας Κουρής και Αθανασία Κουρκάκη) απλώς διαδραμάτισαν τον ρόλο του κομπέρ που έχει «τρεις φωνές» σε ένα είδος καρναβαλικού ανσάμπλ, ενώ η συμπαθητική μουσική της Ματούλας Ζαμάνη λειτούργησε ως απλή υπογράμμιση. Σημαντική η συμμετοχή των μουσικών Μένιου Γούναρη, Γιάννη Κονταράτου, Ρίας Ελληνίδου και Παναγιώτη Τσάκου. Αρκετά καλοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και αδιάφορα τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Ο πολιτικός τόνος και η χροιά δήθεν αλληγορίας που υπαινίχθηκε το τραγούδι «Της Αμύνης τα παιδιά» ήταν δυσλειτουργικά: επ’ ουδενί υπήρξε στη φιγούρα της Γιαννούλας της Κουλουρούς κάποια διάσταση πέραν της στενά ιστορικής, αντικειμενικά δραματικής ύπαρξής της.
Η Έλενα Τοπαλίδου στον ρόλο της Γιαννούλας υπηρέτησε πιστά το στιλ αφήγησης που επέλεξε ο Γιώργος Παπαγεωργίου, μιαν εκδοχή «μιούζικαλ» που συντέθηκε από απλά κείμενα: δυστυχώς το κείμενο της κυρίας Θεοδώρας Καπράλου, αν και ιδιαίτερα ευαίσθητο και ίσως και ρομαντικό, κατ’ ουσίαν ούτε προσέθεσε ούτε αφαίρεσε το παραμικρό από τον θεματικό πυρήνα του έργου, αντιθέτως παρέμεινε διακοσμητικό, και-άρα-πληκτικό και αδιάφορο. Η παράσταση του κύριου Παπαγεωργίου δεν πέρασε στο κοινό παρά ως υπαινιγμός κοινωνικού σχολίου, μην κατορθώνοντας να υποστηρίξει το αδύναμο κείμενο. Ο χαρακτήρας της Γιαννούλας παρουσιάστηκε –ευτυχώς– ως έκθεμα, και αυτό κάπως έσωσε την κατάσταση. Έλειπε, όμως, εκείνο το ποσοστό κυνισμού που, ως αντίστιξη, θα μπορούσε να αναδείξει την ευαισθησία του κεντρικού χαρακτήρα, ενός προσώπου που, κατά γενική παραδοχή, υπήρξε θύμα ενός καλά οργανωμένου εμπαιγμού και bullying των συμπολιτών της: δέκα χιλιάδες πατρινοί έστησαν παγίδα και χλεύασαν, έμμεσα περιθωριοποίησαν αυτή τη γυναίκα και συνέβαλαν, ίσως, έμμεσα, και στον θάνατό της: αυτό το στοιχείο δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς. Ο σχολιασμός της αήθειας των Νεοελλήνων καλώς έκανε και έγινε, από εκεί και πέρα, όμως, ουδέν. Ο κύριος Παπαγεωργίου δεν κατόρθωσε να παραγάγει σύμβολο του διαμετρήματος μιας Ραραούς, ούτε καν του διαμετρήματος μιας Μπλανς Επιφανί. Δεν διαπλάστηκε καν ένας αναγνωρίσιμος θεατρικός χαρακτήρας, με συγκεκριμένα γνωρίσματα. Δεν έγινε μια «ωραία τρελή». Ναι μεν η ερμηνεία της Τοπαλίδου προσέδωσε τον πρέποντα τραγικό τόνο στον ρόλο, όμως η Γιαννούλα δεν μετετράπη σε πρόσωπο μιας νεοελληνικής τραγωδίας: Γιαννούλα παρέμεινε η Γιαννούλα της ιστορίας, χαμένη στη σκόνη του χρόνου, και τέρμα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).