
Για την παράσταση «Σάλεμα» του Αντώνη Φωνιαδάκη (χορογραφία) και του Αντώνη Μαρτσάκη (μουσική σύνθεση, τραγούδι, βιολί, μαντολίνο), η οποία παρουσιάστηκε στο Summer Nostos Festival, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Toυ Νίκου Ξένιου
Η κρητική μουσική είναι ζωντανό, σφύζον μέρος της παράδοσής μας. Η συνεχής εξέλιξη και ανανέωσή της οφείλεται σε μουσικά σχήματα που ενσωματώνουν με τον πιο δημιουργικό τρόπο σύγχρονα ακούσματα και βιώματα στη δουλειά τους: ένα από αυτά είναι το συγκρότημα του Αντώνη Μαρτσάκη. Η παράσταση χορού «Σάλεμα» που δόθηκε στον υπαίθριο χώρο του Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του Summer Nostos Festival πάντρεψε με θαυμαστό τρόπο τους ήχους της Κρήτης και τη χορογραφική άποψη του Αντώνη Φωνιαδάκη, που με μια ομάδα εξαίρετων χορευτών και με βοηθούς του τη Μαρκέλλα Μανωλιάδη και τον Πιέρ Μαζεντί προέβη στο δύσκολο εγχείρημα της σύνθεσης του δημοτικού τραγουδιού με μιαν ιδιαίτερα απαιτητική χορογραφία: απαιτητική τόσο ως προς τη συσσωρευμένη και ολοένα επιταχυνόμενη τεχνική αρτιότητα, όσο κι ως προς τον εναγκαλισμό της με την παράδοση του κρητικού τραγουδιού.
Το βερνίκωμα τση λύρας είναι παράδοση
Η κρητική μουσική που αγαπήθηκε σε όλον τον κόσμο είναι η χορευτική μουσική: ο συρτός των Χανίων και του Ρεθύμνου, ο μαλεβιζιώτικος, το ανωγειανό και οι άλλοι πηδηχτοί χοροί, το αγκαλιαστό, η σούστα, το λαζώτικο, ο χυματικός, ο πεντοζάλης και οι πυρρίχειοι της Κρήτης.
Αυλοί, δύαυλοι, βούκινα, σάλπιγγες και λύρες, «πυρρίχειοι» χορευτικοί ρυθμοί και στολές συνθέτουν τη στερεότυπη εικόνα που έχουμε για την κρητική μουσική παράδοση. Αμανέδες, σταφιδιανά, ταμπαχανιώτικα και κρητικά ρεμπέτικα διασώζουν το ύφος και τα μουσικά μοτίβα κάποιων τραγουδιών της Μικράς Ασίας, ή με επιρροές από τα τετρακόσια χρόνια της Ενετοκρατίας. Αυτά κατά κανόνα δεν χορεύονται. Όμως, η κρητική μουσική που αγαπήθηκε σε όλον τον κόσμο είναι η χορευτική μουσική: ο συρτός των Χανίων και του Ρεθύμνου, ο μαλεβιζιώτικος, το ανωγειανό και οι άλλοι πηδηχτοί χοροί, το αγκαλιαστό, η σούστα, το λαζώτικο, ο χυματικός, ο πεντοζάλης και οι πυρρίχειοι της Κρήτης. Οι πρώτοι επώνυμοι λαϊκοί μουσικοί της Κρήτης, καθ' υπακοήν και κατ' αντιφώνησιν, καθιέρωσαν το ιδιόμελον, δηλαδή τη δυνατότητα ανανέωσης του αρχικού καμβά. Από μόνες τους οι αμέτρητες διασκευές του Ερωτόκριτου το αποδεικνύουν: οι παλιοί οργανοπαίκτες ερμήνευαν το αναγεννησιακό έργο με κοντυλιές, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται άλλοι αργόσυρτοι ρυθμοί. Ο Πρώτος και ο Δεύτερος Χανιώτικος Συρτός διασώζουν τα αρχαία υπορχήματα και με βάση τους ρυθμούς αυτούς συνεχίζεται η σύνθεση νέων συρτών σε όλη την Κρήτη.
Είναι καθαρή απόφαση ενός σύγχρονου λυράρη το αν θα ακολουθήσει τις παραδοσιακές «σχολές» τής κρητικής μουσικής ως προς το ύφος, το ήθος, τον τρόπο παιξίματος και το ρεπερτόριο. Κάποιοι από τους νεώτερους έχουν επηρεαστεί από το λαϊκό τραγούδι, ενώ κάποιοι προβαίνουν σε έντεχνες νέες δημιουργίες. Η μουσική της Κρήτης είναι τροπική, δηλαδή ακολουθεί αρχαίους «τρόπους», μουσικές οδούς της βυζαντινής μουσικής και «μακάμια» άλλων λαών της ανατολικής Μεσογείου, και όχι τη δυτική σημειογραφία, πράγμα που της επιτρέπει μεγάλη ελευθερία ως προς την επιλογή των μοτίβων του τραγουδιού και του χορού. Οι Χαΐνηδες και ο Ρος Ντέιλι συνέβαλαν στην ανανέωση των οργάνων της κρητικής ορχήστρας: το θιαμπόλι, τη μαντούρα και την ασκομαντούρα (απόγονο του αρχαίου άσκαυλου), το κανονάκι, το νταούλι, τη φλογέρα, τη λύρα, το λυράκι, τη βροντόλυρα, τη βιολόλυρα, το βιολί, το λαγούτο, το μαντολίνο, το μπουλγαρί, τα γερακοκούδουνα, το μαντολίνο και τη μαντόλα: όλα αυτά για το «σάλεμα» και το «ξεσάλωμα».
Βέβαια, υπάρχουν και οι πιο συνεπείς ως προς την παράδοση: ο Θοδωρής Πολυχρονάκης και ο Αντώνης Μαρτσάκης στα Κισσαμίτικα, ο Βαγγέλης Βαρδάκης στα Γεραπετρίτικα και Λασιθιώτικα, ο Νεκτάριος Σαμόλης στα παραδοσιακά Ρεθμνιώτικα, και αρκετοί επαγγελματίες καθώς και δεκάδες ερασιτέχνες λυράρηδες και βιολάτορες κατατάσσονται στους πιο παραδοσιακούς λυράρηδες, που βαδίζουν τον δύσβατο δρόμο της διατήρησης του ύφους, κατά πώς το ορίσαμε παραπάνω. Ο αυθεντικός τρόπος παιξίματος της λύρας, του βιολιού, του λαούτου, του μπουλγαρί, του μαντολίνου, της ασκομαντούρας και της μαντούρας, καθώς και ο παραδοσιακός τρόπος με τον οποίον ερμηνεύονται τα τραγούδια καθιέρωσε τον Μαρτσάκη ως ρέκτη της κρητικής μουσικής, αρμόδιο και άξιο να συμβαδίσει με κάθε καινοτόμο προσέγγισή της.
Οι ρίζες είναι έρωτας που χορεύεται
Μετά από τα Links, το Selon Désir, το Wisteria Maiden, το Kosmos και τον Γαλαξία, μετά από τη μουσική του Γκεόργκι Λίγκετι, του Ζυλιέν Ταρρίντ, του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και του Γκεόργκ Φρήντριχ Χαίντελ, μετά από την ομάδα Echo, το Μπεζάρ της Λωζάνης, το Μεγάλο Θέατρο της Γενεύης, τη Λουκέρνη, τη Βέρνη, το Bale da Cidade της Βραζιλίας, το Washington Ballet, την Sydney Dance Company, την ομάδα Cedar Lake και την ομάδα Apotosoma στη Λυών και την τόσο παραγωγική συνεργασία του με τους πρώτους χορευτές, τους κορυφαίους και τους σολίστ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Αντώνης Φωνιαδάκης επιχειρεί την αναδίφηση στις ρίζες του. Στο «Σάλεμα» των Φωνιαδάκη/Μαρτσάκη ο Αντώνης Μαρτσάκης τραγούδησε και ερμήνευσε βιολί και μαντολίνο, επίσης λαούτο ερμήνευσε ο Νίκος Μαρεντάκης, ενώ στο τραγούδι και στο λαούτο «κέντησε» ο Κοζωνάκης Κανάκης και στο νταουλάκι της Σητείας και στην ασκομαντούρα ο Χαράλαμπος Πιτροπάκης.
Οι μουσικοί στην αρχή ερμήνευσαν τη «Λεμονιά» και η παράσταση συνεχίστηκε με τον πεντοζάλη: ο Αντώνης Φωνιαδάκης χορογραφεί αυτο το concept αρχικά σε αντίστιξη, ώστε σταδιακά στη συνέχεια να το ακολουθήσει και να προκύψει με μαγικό τρόπο το «σάλεμα».
Μια μαύρη εξέδρα στήθηκε σε ειδική πλατφόρμα με παρασκήνια και γιγαντοοθόνη από πίσω, εν είδει «γέφυρας» που συνδέει τις δυο όχθες του τεχνητού καναλιού. Έτσι, σε ατμόσφαιρα απόλυτα καλοκαιρινή και εορταστική, και με τους θεατές να κάθονται και να στέκονται σε κερκίδες της μιας πλευράς του καναλιού, υπό τους υποβλητικούς φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη που καθόταν διακριτικά στις κερκίδες με το κομπιούτερ του στα πόδια, ξεκίνησε ένα πραγματικό χάρμα οφθαλμών με την εκπληκτική σκηνική παρουσία και αντοχή των χορευτών του Αντώνη Φωνιαδάκη και της Μαρκέλλας Μανωλιάδη: του Alexander Hille, του Mike Doolan, του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου, του Μιχάλη Κριεμπάρδη, του Γιάννη Τσίγκρη και των δυναμικών γυναικών της ομάδας: της Εύης Οικονόμου, της Δέσποινας Λαγουδάκη, της Γαβριέλας Αντωνοπούλου, της Στεφανίας Σωτηροπούλου, της Νεφέλης Αστερίου και της Μάρως Σταυρινού, που απογείωσαν το δεύτερο μέρος της σύνθεσης εισάγοντας πυρετώδη, διονυσιακό ρυθμό πεντοζάλη και αποσπώντας ενθουσιώδη χειροκροτήματα από το κοινό. Όλα τα παιδιά ήταν ντυμένα με την αισθησιακή οπτική του Τάσου Σωφρονίου, ένα γαλαζωπό και μαύρο συνδυασμό του κρητικού στιβανιού με μια φουτουριστική διάσταση απόλυτα ταιριαστή. Οι μουσικοί στην αρχή ερμήνευσαν τη «Λεμονιά» και η παράσταση συνεχίστηκε με τον πεντοζάλη: ο Αντώνης Φωνιαδάκης χορογραφεί αυτο το concept αρχικά σε αντίστιξη, ώστε σταδιακά στη συνέχεια να το ακολουθήσει και να προκύψει με μαγικό τρόπο το «σάλεμα».
Ζωντανό είναι ό,τι σαλεύει: «κάτι ξέρει» ο Μαρτσάκης!
Η κρητική μουσική, σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση της υπόλοιπης Ελλάδας, εμπλουτίζεται διαρκώς ως προς τον στίχο (μεγάλη ρίμα, μαντινάδα ή ριζίτικο τραγούδι της τάβλας ή της στράτας), ενώ ο καλός λυράρης πάντα αυτοσχεδιάζει.
Στην Κρήτη οι μουσικοί δεν αρκούνται στο να επαναλαμβάνουν στερεότυπα τις μελωδίες, αλλά επιστρατεύουν τον αυτοσχεδιασμό όταν συνοδεύουν τους χορευτές, οι οποίοι με τη σειρά τους επιτρέπουν αυτοσχεδιασμό στον εαυτό τους. Αυτό συμβαίνει, άλλωστε, σε όλες τις σπουδαίες μουσικές παραδόσεις, στο φλαμένκο, στο αργεντίνικο τάνγκο, στους τσιγγάνικους χορούς, στους ινδικούς χορούς. Η ερωτική μουσική της σούστας που χορεύεται αντικριστά έχει τα δικά της ηδύσματα: αυτά τα «στολίσματα» θα λέγαμε ότι είναι τα ξόμπλια που δίνουν πάτημα σε μια μαντινάδα. Η κρητική μουσική, σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση της υπόλοιπης Ελλάδας, εμπλουτίζεται διαρκώς ως προς τον στίχο (μεγάλη ρίμα, μαντινάδα ή ριζίτικο τραγούδι της τάβλας ή της στράτας), ενώ ο καλός λυράρης πάντα αυτοσχεδιάζει. Επίσης, κάθε οργανοπαίκτης όσο κρατάει ο χορός προσθέτει και δικά του στοιχεία:
«Κάθε πρωϊ με το δροσιό π' ανοίγει το λουλούδι αφουγκρασθείτε να σας πω τση Κρήτης το τραγούδι»
Οι περιπτώσεις μουσικών που λειτούργησαν ως «αναθεωρητές» του μουσικού ύφους της Κρήτης (Μάνος Πυροβολάκης, Ζαχάρης Σπυριδάκης, Μιχάλης Τζουγανάκης κ.ά.) έχουν θέσει στο τραπέζι των συζητήσεων τη «νοσταλγική» προσέγγιση της παράδοσης από κάποιους παλαιάς κοπής υποστηρικτές μιας ξεπερασμένης εκδοχής της. Διάφοροι «αποθεματοποιημένοι» ήχοι (stock sounds), καθώς και μεταφορές και εικόνες αντλημένες από τη σύγχρονη ζωή, έχουν διασαλεύσει την κοινώς αντιληπτή έννοια της «κρητικότητας» λίγο ως πολύ ταυτίζεται αφελώς με την αυθεντικότητα. Εννοείται πως η υποστήριξη της αυθεντικότητας, εκτός από τοπικιστικά ή εθνικιστικά κίνητρα, δηλώνει και άγνοια του τι σημαίνει «ύφος»: στο μουσικολογικό λεξικό του Grove ο όρος «ύφος» δηλώνει «τα μουσικά χαρακτηριστικά ενός συνθέτη, μιας περιόδου, μιας γεωγραφικής περιοχής», ή είναι «ο τρόπος έκφρασης ή παρουσίασης» ενός μουσικού έργου (2001: 638). Αναθεωρώντας το ζήτημα του ύφους διαπιστώνει κανείς πως το ύφος δεν αποτελεί αυτούσια μουσική μορφή, αλλά σχετίζεται συμβολικά με ποικίλα πεδία κοινωνικών σχέσεων και με αρτηριοσκληρωτικές ιδεολογίες. Ο Αντώνης Φωνιαδάκης συμφώνησε με τον Αντώνη Μαρτσάκη να διασώσουν το ύφος της κρητικής μουσικής, εμβαπτίζοντάς την σε μια διαφορετική κίνηση: η αντίστιξη παράγει βαθμηδόν το παραξένισμα και από αυτή τη διαλεκτική σχέση γεννιέται το «σάλεμα», δηλαδή το ζωντανό στοιχείο της παράδοσης που ανακινείται και βγαίνει από τα βάθη των αιώνων για να βαλαντώσουν οι χορευτές: τουλάχιστον αυτό ήταν πασιφανές στον ενθουσιασμό του κοινού κατά τη διάρκεια της παράστασης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).