
«Η μοναδική πιθανή μορφή αισιοδοξίας είναι η συστηματική απαισιοδοξία. Η μόνη φιλοσοφία είναι η συνεχής άσκηση κριτικής» - Βάλτερ Μπέντζαμιν
Του Νίκου Ξένιου Φωτό: Ελίνα ΓιουνανλήΗ Έλενα Καρακούλη, έγκριτη δραματολόγος στο Εθνικό Θέατρο και με δύο παραστάσεις ήδη στο ελεύθερο θέατρο (H γυναίκα από τα παλιά του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ, στο θέατρο Πορεία το 2015, και Φοβάσαι; του Άνταμ Σέιντελ, στο Θέατρο Ιλίσια Βολανάκης το 2016), σκηνοθετεί τώρα για το Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260) το θεατρικό έργο Himmelweg («Ο δρόμος για τον ουρανό») του ισπανού συγγραφέα Χουάν Μαγιόργκα, εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός, ένα προκλητικά «θεατρικό» κεφάλαιο του Ολοκαυτώματος (Shoah) κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα υπέροχο έργο, που μιλά για την ευθύνη που εκπηγάζει από το άλεκτο, από αυτό που είναι αδύνατο να ειπωθεί.
Οι δύο εικαστικές εγκαταστάσεις-ντοκουμέντα της Εύας Νάθενα και της Αλέγιας Παπαγεωργίου ολοκληρώνουν την εικόνα μιας άρτιας, συγκλονιστικής παράστασης. Το χειροκρότημα, με τέσσερα απανωτά encore, συνεχίστηκε ακόμη και κατά την έξοδο των θεατών από την αίθουσα.
Επιχείρηση Ωραιοποίηση: ο άνθρωπος στην υπηρεσία της εξαπάτησης
Ο κρατούμενος κατατρύχεται από τον ήχο των τραίνων που φτάνουν «κάθε πρωί στις έξι ακριβώς». Τα παραπήγματα, με σφαλισμένα πορτοπαράθυρα, αφήνουν μόνο ακουστική πρόσβαση στον εφιάλτη, όμως ο θεατής μπορεί να τον αναπλάσει με τα μάτια της φαντασίας του: πόρτες βαγονιών ανοίγουν, τα φώτα είναι εκτυφλωτικά, οι φρουροί σπρώχνουν τους κρατούμενους στην τσιμεντένια ράμπα, τα βήματά τους φτάνουν ως εκείνη την πόρτα, τον προθάλαμο. Το δωμάτιο αυτό οι Γερμανοί το αποκαλούν «το θεραπευτήριο» (ή «σωλήνα»=schlauch) όταν μιλούν στα υποψήφια θύματά τους, ή, ακόμα χειρότερα, τον αποκαλούν «Ο δρόμος για τον Ουρανό» («Himmelweg») όταν μιλούσαν μεταξύ τους (με την ίδια τραγική ειρωνεία και με το ίδιο θράσος με το οποίο στη χώρα μας πριν από τρία χρόνια αποκάλεσαν «Ξένιο Δία» την επιχείρηση σύλληψης και κράτησης –για να μην πω εξολόθρευσης– των μεταναστών).
Τα Ες-Ες σκαρώνουν και μια προπαγανδιστική ταινία με κρατουμένους να υποδύονται πως είναι «καταευχαριστημένοι» από τις συνθήκες κράτησής τους.
Στις 23 Ιουνίου του 1944 κάποιοι εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού, παρακινημένοι από τις φήμες για τις συνθήκες που επικρατούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων και με αφορμή τη σύλληψη και μεταγωγή κάποιων δανών εβραϊκής καταγωγής που θορύβησαν τον βασιλέα Χριστιανό της Δανίας, επισκέπτονται το στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίν (Theresienstadt) της Τσεχοσλοβακίας για να συντάξουν μιαν αναφορά. Η Βέρμαχτ, για να καθησυχάσει τις ανησυχίες της κοινής γνώμης, υποχρεώνει τον Διοικητή του Τερεζίν Karl Rahm να αναθέσει σε επιλεγμένους κρατούμενους να «ερμηνεύσουν» μια πλαστή εικόνα αξιοπρεπούς διαβίωσης και υποτιθέμενης κανονικότητας: λίγο πριν από την επίσκεψη του Ερυθρού Σταυρού, 7.503 κρατούμενοι μεταφέρονται άρον-άρον στο Άουσβιτς, με αποτέλεσμα το Τερεζίν να δείχνει αραιοκατοικημένο και ανθρώπινο, γεμάτο λουλούδια, φιλικούς αγώνες ποδοσφαίρου, άψογη σίτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φρεσκοβαμμένους θαλάμους. Τα Ες-Ες σκαρώνουν και μια προπαγανδιστική ταινία με κρατουμένους να υποδύονται πως είναι «καταευχαριστημένοι» από τις συνθήκες κράτησής τους. «Ο Φίρερ χαρίζει στους Εβραίους μια πόλη» λέγεται η ταινία, και η Έλενα Καρακούλη επιστρατεύει αποσπάσματά της για να τα προβάλει ως ντοκουμέντα.
Ο φασισμός του «σχεδόν» καλλιεργημένου»: μια παράσταση για όλους
Το έργο αποτελείται από πέντε μέρη που διαφέρουν μεταξύ τους υφολογικά: στο πρώτο μέρος, στον μονόλογο του εκπροσώπου του Ερυθρού Σταυρού, ο Θανάσης Δήμου εδραιώνει στη συνείδηση του κοινού τον mezzo voce λόγο του «πεισθέντος» πλην «μη πεπεισμένου», ανακαλώντας ένα παλαιότερο ταξίδι του προς το στρατόπεδο, όταν η παράσταση «έμοιαζε σαν καλοκουρδισμένο παιχνίδι», και αφήνοντας τις ετεροχρονισμένες τύψεις του να εκτυλίξουν την ηθική διάσταση του ζητήματος. Η 15σέλιδη αναφορά του αληθινού εκπροσώπου του Ερυθρού Σταυρού εντυπωσιάζει τους ιστορικούς της περιόδου με την πλάνη της: «Πρόκειται για μιαν αυτοδιοικούμενη εβραϊκή εγκατάσταση», γράφει η αναφορά του καλοκαιριού του ‘44. Παρά την υποψία του πως κάτι δεν πάει καλά, ο ελεγκτής ανέφερε πως αντίκρισε «μια σχεδόν κανονική πόλη»...
Το δύσκολο κείμενο του Μαγιόργκα δίνει εφαλτήριο στον Νίκο Ψαρρά για να φιλοτεχνήσει μιαν ιδιοσυγκρασία «σχεδόν» καλλιτεχνική...
Στην επόμενη σκηνή μπαίνει ο Διοικητής για να υποδεχτεί τον ελεγκτή. Του μιλά για τη βιβλιοθήκη του, για τη ζωή που «είναι ένα όνειρο», για τη βεβαιότητα πως αυτός ο Πόλεμος είναι ένας άστοχος «εμφύλιος μεταξύ αδελφών». Του μιλά με λατρεία για τη δύναμη πειθούς του θεάτρου, με απόλυτη συνείδηση, όμως, του ότι ο ηθοποιός «δεν κάνει τίποτα τη στιγμή που καρφώνει ένα καρφί». Το δύσκολο κείμενο του Μαγιόργκα δίνει εφαλτήριο στον Νίκο Ψαρρά για να φιλοτεχνήσει μιαν ιδιοσυγκρασία «σχεδόν» καλλιτεχνική: αυτό το μεταιχμιακό «σχεδόν» ενός οριακά παρανοϊκού ανθρώπου αποδίδει με την στιβαρή ερμηνεία του ο κύριος Ψαρράς. Γεμάτη αποχρώσεις μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας, η περσόνα του Διοικητή εμφανίζεται αρχικά αρραγής στη στιχομυθία του με τον Γκότφριντ, το «επιλεγμένο από το Βερολίνο» φερέφωνό του, που προσπαθεί να επιβιώσει στον διπλό ρόλο του θύματος-θύτη.
«Αυτές οι λέξεις δεν λέγονται»
Η Έλενα Καρακούλη προσθέτει μια δική της πινελιά στο κείμενο του έργου: το παιχνίδι ανάμεσα στον Διοικητή και τον Γκότφριντ, που στο έργο της «ωραιοποίησης» είναι εξαρχής συνένοχοι, όμως τις κουλτούρες τους τις χωρίζει μια άβυσσος. Το αρραγές πορτρέτο του φασίστα είναι ετοιμόρροπο: το δυναμιτίζει η υποτιθέμενα «ανθρωπιστική» καλλιέργεια, το θολώνει το ίζημα ανθρωπισμού στο κάτω μέρος του ποτηριού, αυτό που αντλείται από τα κείμενα του Σαίξπηρ, του Καλντερόν, του Αριστοτέλη και του Σπινόζα. Αλλά μια αμυδρή αχτίδα ελπίδας διαφαίνεται στην άρνηση του Γκότφριντ να υπηρετήσει άψογα τη φασιστική προπαγάνδα. Αρχικά, ως διερμηνέας και bourgmestre/ξεναγός σε αυτήν την παρωδία, αναγκάζεται να κάνει τη μοιραία επιλογή: η αξιοθαύμαστη ερμηνεία του Δημήτρη Παπανικολάου στηρίζεται τόσο στον άρτιο χειρισμό του σώματός του, στην ανάπλαση της χωλότητας, όσο και στον ελεγχόμενο φόβο.
Καρατερίστας μεγάλου διαμετρήματος, ο κύριος Παπανικολάου μοιάζει να είναι μια μεταστοιχείωση του «τρελού» του Σαίξπηρ...
Καρατερίστας μεγάλου διαμετρήματος, ο κύριος Παπανικολάου μοιάζει να είναι μια μεταστοιχείωση του «τρελού» του Σαίξπηρ, πικρός clown βγαλμένος από ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, υλοποιεί την κωμωδία του παραλόγου: παιδιά πάνω σε κούνιες έχουν ζωγραφιστά χαμόγελα, ένας γεράκος διαβάζει μια εφημερίδα, ένας υποδύεται τον πωλητή μπαλονιών, μια ορχήστρα ζωντανών-νεκρών δίνει συναυλία, μια εβραϊκή οικογένεια γευματίζει στο τραπέζι κρατώντας τα πηρούνια σαν ψόφια ψάρια, ένα παιδί προσπαθεί να ξετυλίξει τη σβούρα του. «Άσε να σου δείξω», του λέει ένα άλλο παιδί. «Να κοιτάς τη δουλειά σου», απαντά το πρώτο. «Πες μου πώς είναι η αδελφή σου», λέει το δεύτερο παιδί. «Είναι περίεργα όμορφη», του απαντά το πρώτο. Η γλώσσα είναι παιδαριώδης, οι καταστάσεις αντλημένες από την καθημερινότητα, η χαρά και η ανεμελιά καλοστημένη. Ο Γκότφριντ όμως αντιστέκεται με τον τρόπο του και κατά σημεία υποσκάπτει το σενάριο, «σχεδόν» ενίσταται δηλαδή: «αυτές οι λέξεις δεν λέγονται», διαμαρτύρεται. «Οι πεταλούδες δεν ζουν εδώ, στο γκέτο», γράφει μια μικρή κρατούμενη στο ποίημά της που σώθηκε.
Η κατ’επιλογήν λήθη και τα περιθώρια αντίστασης
Δεν αντιστέκεται, όμως, μόνον ο Γκότφριντ: η δεκάχρονη Ρεβέκκα (Έλλη Παπανικολάου), που μαθαίνει στην κούκλα της πώς να κολυμπά, παραβαίνει κι αυτή τον ρόλο της, διανοίγοντας μια ρωγμή στην πειστικότητα του σεναρίου: «Φύγε», φωνάζει στην κούκλα της, «Έρχονται οι Γερμανοί!». Ένας νεαρός (Ηλίας Ανδρέου) σ’ ένα παγκάκι απευθύνει σε μια κρατούμενη (Mελισσάνθη Ρεγκούκου) ένα κακό σενάριο, κι εκείνη το βάζει στα πόδια, ενώ η κάμερα καταγράφει τη φυγή της. Στην επόμενη σκηνή ο Γκότφριντ παροτρύνει τους επιζήσαντες να κάνουν καλύτερα τη δουλειά που τους έχει ανατεθεί και να κάνουν πως δεν ακούν τα τρένα: «Θα δούμε ξανά τη Μαμά στο επόμενο τρένο», λέει καθησυχαστικά στη μικρή Ρεβέκκα, που πασχίζει να διατηρήσει στην ψυχή της την ψευδαίσθηση του «δρόμου για τον ουρανό». Αλλά είναι φανερό πως το «σχεδόν» ειδυλλιακό σενάριο είναι σαθρό. Και πως η Ιστορία θα το ανατρέψει.
Το θέατρο της μυθοποίησης και αυτό της απομυθοποίησης
Εκκωφαντικός ακούγεται ο ήχος του έργου στο ολίσθημα από το επίπεδο της πραγματικότητας σε αυτό του προκατασκευασμένου ψέματος. Ο Χουάν Μαγιόργκα δεν έγραψε ένα έργο μνήμης για το Ολοκαύτωμα, αλλά ένα έργο για τη σημερινή πραγματικότητα, για τις αναισθητοποιημένες από την τυραννία της εικόνας κοινωνίες μας. Για την «προσομοίωση» ευτυχίας που επικαιροποιείται σήμερα, είτε μιλάμε για το διαδίκτυο είτε για τον δημόσιο λόγο των επαγγελματιών της πολιτικής. Για τη συνυπευθυνότητά μας προς το έργο των δημίων. Με μαθηματική ακρίβεια στηλιτεύει τον στρουθοκαμηλισμό της κοινής γνώμης, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μιλούσε η ταινία «Αμήν» του Γαβρά.
![]() |
Η σκηνοθέτις Έλενα Καρακούλη
|
Η Έλενα Καρακούλη, μετά από εκτεταμένη έρευνα (που αποτυπώνεται στην υπέροχη παράστασή της) επιστρατεύει την προβολή κάποιων ντοκουμέντων, αφενός για να υπενθυμίσει την ιστορικότητα –την αληθινή υπόσταση– του γεγονότος, κι αφετέρου για να σχολιάσει την ίδια τη φύση της θεατρικής τέχνης: το θέατρο μπορεί και κατασκευάζει μια σαθρή πραγματικότητα, που θα καταρρεύσει στο τέλος. Αυτή είναι και η ματαιότητα που διέπει την τέχνη του ηθοποιού, ενός διάττοντος που σβήνει αφήνοντας πίσω του την απομύθευση μετά από το τέλος της παράστασης. Η σκηνοθέτις λέει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή της πως στη μελέτη της συμβουλεύθηκε την εξομολόγηση της γραμματέως του Γκαίμπελς, ένα βιβλίο που φέρει τον τίτλο: «Δεν θέλαμε να ξέρουμε».
Όλο και περισσότερα έργα-ντοκουμέντα γράφονται και ανεβαίνουν στη θεατρική σκηνή τα τελευταία χρόνια. Τέτοιες είναι οι επιλογές του θεάτρου Κυδωνία του Μιχάλη Βιρβιδάκη («Συναίνεση» της Νίνα Ρέιν, «Άγγελέ μου» του Χένρι Τέιλορ, «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» του Μάθιου Λέντον, «Λαμπεντούζα» του Λουστγκάρτεν) το πειραματικό θέατρο της Μαρίλλης Μαστραντώνη και τόσων άλλων σχημάτων. Δεν είναι τυχαίο: η ψευδαίσθηση των media, το πρόσχημα αναίρεσης της πραγματικής δράσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι μηχανισμοί της προπαγάνδας και του εφησυχασμού που κάνουν τόσο καλά τη δουλειά τους, παράλληλα με τη σταδιακή ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, καθιστούν τον προβληματισμό των έργων αυτών πολύ επίκαιρο. Ο θεατής του θεάτρου αντιδρά όπως ακριβώς και ο τηλεθεατής: «σχεδόν» διαμαρτυρόμενος, χωρίς ωστόσο να εξεγείρεται, μπαίνοντας στην –αθωωτική της συνείδησής του– σύμβαση πως δεν οφείλει ούτε να τοποθετηθεί, ούτε να δράσει ενάντια σε όσα εφιαλτικά συμβαίνουν στον πλανήτη. Επιλέγοντας να μένει στον «προθάλαμο». Αυτό που με τρομάζει είναι πως στον «προθάλαμο» του φασισμού βρίσκεται και η σημερινή Ευρώπη. Πόσο πιο επίκαιρο μπορεί να είναι ένα έργο;
Χουάν Μαγιόργκα
Με σπουδές και διδακτορική διατριβή στην Πολιτική Φιλοσοφία του Βάλτερ Μπέντζαμιν, ο Χουάν Μαγιόρκα είναι καθηγητής Δραματουργίας και Φιλοσοφίας στην Ανώτατη Βασιλική Ακαδημία Θεάτρου της Μαδρίτης (RESAD) και ιδρυτικό στέλεχος του Θεατρικού Οργανισμού “El Astillero”. Μερικά από τα θεατρικά του έργα είναι: Siete hombres buenos (Επτά καλοί άνθρωποι), Más ceniza (Κι άλλη στάχτη), El traductor de Blumemberg (Ο μεταφραστής του Μπλούμεμπεργκ), El jardín quemado (Ο καμμένος κήπος), Cartas de amor a Stalin (Γράμματα αγάπης στον Στάλιν), El Gordo y el Flaco (Ο Χοντρός και ο Λιγνός), Sonámbulo (Υπνοβάτης), Palabra de perro (Ο λόγος του σκύλου), Últimas palabras de Copito de Nieve (Τα τελευταία λόγια του Χιονονιφάδα), Job (Ιώβ), Hamelin, El chico de la última fila (Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο), Φαίδρα, La tortuga de Darwin (Η χελώνα του Δαρβίνου), Ο κριτικός, Οι Γιουγκοσλάβοι, Ρέικιαβικ, Ο μάγος, Γκόλεμ, Nocturnal, Hamelin. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά ανέβηκε το έργο του Νυκτόβια ζώα, τον Μάρτιο του 2008 στο θέατρο Πολιτεία από τον θίασο Συν-θήκη σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη. Ο δρόμος προς τον Ουρανό πρωτοπαρουσιάστηκε, στην ίδια μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, στο φεστιβάλ «Ανοιχτή Σκηνή – Θεατρικές φωνές της πόλης» που διοργάνωσε πέρυσι ο Δήμος Θεσσαλονίκης στο Δημοτικό Θέατρο «Άνετον» (με πρωταγωνιστές τον Νίκο Κουνέλη, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη και την Ιόλη Ραγκούση).
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
