
Για την παράσταση «Μελάχρα ή το λουλούδι της φωτιάς» του Παντελή Χορν, σε σκηνοθεσία Σοφίας Φιλιππίδου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο «Σταθμός».
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο «Σταθμός» η Σοφία Φιλιππίδου σκηνοθετεί και ανεβάζει, με μια νέα, ερευνητική ματιά, το δράμα Μελάχρα ή το λουλούδι της φωτιάς του Παντελή Χορν, γραμμένο σε τρεις πράξεις και σε δημοτική γλώσσα. Το στοιχείο της φάρσας, ο γνήσιος φαταλισμός των αθίγγανων, η αλχημεία της ερωτικής φλόγας, οι ίντριγκες, τα γητέματα, τα ξόρκια και ο καθοριστικός ρόλος της μοίρας και θέατρο εντός θεάτρου είναι τα κύρια στοιχεία αυτού του έργου πριμιτίφ, που στήνει ένα είδος «αλχημιστικού γάμου» σ’ ένα καταυλισμό τσιγγάνων, στο σκηνικό της ελληνικής υπαίθρου.
Συζυγική απιστία και ιψενικά τρίγωνα
Οι χαρακτήρες (επτά τον αριθμό) είναι αντλημένοι από κιτάπια διαβασμάτων και λαογραφικών αναφορών: ο σιδηρουργός Τεμέλκος (ο Ντίνος Φλώρος στον ρόλο του έλληνα «αρχιμάστορα») συνοδεύει με το βιολί του τον χορό με το κόκκινο φουστάνι της περδικόστηθης γυναίκας του Περουζέ (που την ερμηνεύει η Τατιάνα Μελίδου), σκηνοθετώντας ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον ίδιο, την Περουζέ και τον υιοθετημένο ψυχογιό του Νέδο (που τον ερμηνεύει ο Γιώργης Παρταλίδης). Ο Τεμέλκος είναι ένας «δουλευτής χαλκιάς», ένας «δαμαστής γύφτος», που οργανώνει με αμοραλιστικό τρόπο τον πόθο γύρω από το σκηνικό της ζωής του.
Με την κοσμογονική δύναμή του το βιολί του τσιγγάνου ζωντανεύει το όνειρο, το ανέφικτο, τον κόσμο που ο κοινός, καθημερινός βίος του ανθρώπου αδυνατεί να πραγματοποιήσει.
Άλλος χαρακτήρας είναι η Βενετιά, «η γρηά γύφτισσα απ’ αυτές που λέν τις Μοίρες»1, μαντεύτρα κι αστρολόγα με συβιλλικά μάτια που έχει την ικανότητα να παρασκευάζει μαγικά φίλτρα για να «δένει» με μάγια τους ανθρώπους, να τους υπόσχεται έρωτες μυθικούς και να περιπλέκει την έκβαση της μοίρας τους. Η μαγεία (η αλχημεία του έρωτα) είναι που διαδραματίζει τον ρόλο του κύριου δραματουργικού παράγοντα σ’ αυτήν την παράσταση. Τη Βενετιά ερμηνεύει η Έλενα Μεγγρέλη (που μαζί με τον Ρίνο Τζάνη ερμηνεύουν αποσπάσματα από τον Σχοινοβάτη του Ζαν Ζενέ, ως ηθοποιοί ενός μπουλουκιού που παρουσιάζει θέατρο μέσα στο θέατρο). Ο Ρίνος Τζάνης ερμηνεύει εκπληκτικά τον Αγκούπη, έναν ιδιότυπο χαρακτήρα που έχει εθιστεί να μαγεύεται στη θέα της Περουζέ, όταν αυτή χορεύει υπό τον ήχο του βιολιού του Τεμέλκου.
Ο ρόλος του βιολιού σε αυτήν την ιστορία αντλεί τη σπουδαιότητά του από μια βαθύτατα βιωμένη παράδοση, γνωστή στον Παντελή Χορν. Σαν άλλος γύφτικος ζουρνάς, το δοξάρι του βιολιού δίνει το ηχητικό «σήμα» για να γυρίσει η ανέμη της μοίρας και να υλοποιηθεί το «γραφτό», το πεπρωμένο, στρώνοντας «της αγάπης της ελεύτερης κλινάρι». Με την κοσμογονική δύναμή του το βιολί του τσιγγάνου («στερνολείψανου μιας αρχοντιάς που ’χει πεθάνει»2) ζωντανεύει το όνειρο, το ανέφικτο, τον κόσμο που ο κοινός, καθημερινός βίος του ανθρώπου αδυνατεί να πραγματοποιήσει. Ανοίγει την αυλαία στη μαγεία του θεάτρου και, σαιξπηρικώ τω τρόπω, καθιστά αληθινή τη θεατρική ψευδαίσθηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο Όνειρο Θερινής Νυκτός. Η χορογραφική παρέμβαση του Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και η ενδυματολογική πολυχρωμία της Σοφίας Φιλιππίδου με συνεργάτη ενδυματολογικού τη Μάγδα Καλορίτη συμβάλλουν τα μάλα στο εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Φαντάζεται κανείς και τον Λόρκα, τον Περλιμπλίν και τη Μπελίσα του, τον Ματωμένο Γάμο. Θα μπορούσε η μουσική να είναι φλαμένκο ή Μπρέγκοβιτς, ή θα μπορούσε να είναι αντλημένη από το «Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη» του Εμίλ Λοτιάνου. «Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς γεννιέται πάντα από'να πάλεμα σα δοξαριού με μια χορδή»3.
Πώς η φωτιά θα μείνει αναμμένη στο καμίνι
Στην αρχή του έργου ο θίασος των θεατρίνων, καλυμμένος, σαν σε παλιά φωτογραφία, πίσω από ένα διαφανές παραβάν, με θιασάρχη τον Σπύρο Δούρο (που απαγγέλλει το ποίημα «Μέθα» του Σαρλ Μπωντλαίρ), παρουσιάζει το απλοϊκό παραμύθι «Ο Πρίγκιπας της Γκραβάλας».
Στην αρχή του έργου ο θίασος των θεατρίνων, καλυμμένος, σαν σε παλιά φωτογραφία, πίσω από ένα διαφανές παραβάν, με θιασάρχη τον Σπύρο Δούρο (που απαγγέλλει το ποίημα «Μέθα» του Σαρλ Μπωντλαίρ), παρουσιάζει το απλοϊκό παραμύθι Ο Πρίγκιπας της Γκραβάλας. Ο Νέδος παρακολουθεί την παράσταση αυτήν και κρατά άσβεστη στη μνήμη του τη μορφή της Μελάχρας, ως ερωτικού του ινδάλματος.
Με μια δύσκολη διαδικασία μεταστοιχείωσης, ο ίδιος θίασος θα περάσει, τώρα, στο έργο του Παντελή Χορν: πρώτα θα εμφανιστεί η Μελάχρα (την ερμηνεύει η Δήμητρα Δερζέκου), που έχει δραπετεύσει από τον περιοδεύοντα θίασό της για να ξανασυναντήσει τον Νέδο. Ο ωραίος νεαρός, με το που την αντικρίζει, υποκύπτει στα θέλγητρά της. Εδώ έρχεται ως ενισχυτικό στοιχείο το ότι η μάγισσα Βενετία έχει δώσει στη Μελάχρα να πιει ερωτόχορτο. Η Μελάχρα θα εισβάλει στη σκηνή ως άλλη Χίλντε Βάνγκελ από τον «Αρχιμάστορα Σόλνες»: της έχουν τάξει τον πρίγκιπα του παραμυθιού και πρέπει να τον βρει, ακόμη και αν χρειάζεται κάποιοι να θυσιαστούν. Οι νόμοι του έρωτα είναι άτεγκτοι.
Το δράμα περιπλέκεται και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. «Ήταν ώρα μελιχρότατη!» γράφει ο Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου. Η Περουζέ λέει στον Νέδο: «Πήγες και είδες την παράσταση με τη βασιλοπούλα που σκοτώνει τους κακούς και άλλαξες!». Και αποφασίζει να εκδικηθεί, στήνοντας μια πλεκτάνη με όργανό της τον «αλλόκοτο» Αγκούπη. Σύμφωνα με το σχέδιό της, οι δύο ερωτευμένοι (Γιάσαρης και Μελάχρα) πρέπει να παραπλανηθούν και να βρεθούν στο άντρο και ορμητήριο του Γιάσαρη, όπου ο Αγκούπης εντέλλεται να τους σκοτώσει. Σημαντικός χαρακτήρας για την πλοκή του έργου είναι ο παντοδύναμος λήσταρχος Γιάσαρης, γιος της Βενετιάς, που τρέφει «την ίδιαν ερωτόπαθη μανία»4 για την Περουζέ.
Ένα σημάδι από την πλάση
Η συγκεκριμένη πλοκή είναι βακχικού χαρακτήρα, διέπεται από λαγνεία και αγριότητα. Επικαλείται το άμεσο βίωμα του φυσικού τοπίου, το καμίνι της καθαρτικής φωτιάς και τη χιμαιρική επιδίωξη ενός αγνού, ανεπιτήδευτου, αισθησιακού σύμπαντος (που, στα μάτια του θεατή, οφείλει να είναι ο κόσμος της Τέχνης).
Όμως το σχέδιο δεν θα ευδοκιμήσει γιατί η πονηριά της Μελάχρας θα ανατρέψει την έκβασή του. Η ανυπότακτη Μελάχρα παγιδεύει την Περουζέ στην ίδια της την ενέδρα: «Και ήταν ως να πλέκονταν και ήταν ως να λύνονταν κάποιας μάισσας μάγια»5, θά’λεγε ο Παλαμάς. Ενώ η δαιμόνια τσιγγάνα χορεύει, στη θέση της Περουζέ, τον τελετουργικό χορό στους ρυθμούς του βιολιού, ο Αγκούπης (που δεν βλέπει καλά στο σκοτάδι της σπηλιάς) σκοτώνει αντ’ αυτής την Περουζέ μαζί με τον Γιάσαρη. Η συγκεκριμένη πλοκή είναι βακχικού χαρακτήρα, διέπεται από λαγνεία και αγριότητα. Επικαλείται το άμεσο βίωμα του φυσικού τοπίου, το καμίνι της καθαρτικής φωτιάς και τη χιμαιρική επιδίωξη ενός αγνού, ανεπιτήδευτου, αισθησιακού σύμπαντος (που, στα μάτια του θεατή, οφείλει να είναι ο κόσμος της Τέχνης).
Ο Παντελής Χορν έγραψε πάνω από τριάντα θεατρικά έργα: ανάμεσά τους, «Ο ξένος», «Ο ανεχτίμητος», «Οι Πετροχάρηδες», «Το τίμιο σπίτι», «Μες στο σκοτάδι», «Ο άνθρωπός μας», «Το κρίμα της μάνας», «Οι νικημένοι», «Φιορέλα», «Η πλημμύρα», «Ανατολίτισσα», «Ο κύριος πρόξενος», «Τα τσαλιμάκια», «Η Ψωροκώσταινα», «Το Μελτεμάκι», η κωμωδία «Σέντζας» και φυσικά το πολυπαιγμένο ηθογράφημα «Το Φιντανάκι». Τα έργα του ανέβασαν οι σημαντικότεροι θίασοι και ηθοποιοί, όπως ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη. H «Μελάχρα» πρωτοανέβηκε στη σκηνή στις 20 Ιουλίου 1909 από το Θέατρο Νέας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, είκοσι μέρες μετά από τον γάμο του Παντελή Χορν με την Ευτέρπη Αποστολίδου. Όμως, δυστυχώς, κατέβηκε την αμέσως επόμενη μέρα, λόγω των πυρών που δέχτηκε από τον κριτικό του «Νουμά», από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και από τον Καζαντζάκη.
Η Σοφία Φιλιππίδου είχε σκηνοθετήσει για πρώτη φορά τη «Μελάχρα» με τη φοιτητική της ομάδα το 2006, στο Πνευματικό Κέντρο της Κρητικής Εστίας. Τώρα την ξαναπιάνει και στήνει ένα πλήρες θέατρο με παιγνιώδη διάθεση και, παράλληλα, μεγάλη σοβαρότητα: στόχος της είναι να αγγίξει τους θρύλους και στα ζωντανά πνεύματα του δάσους και του σκοταδιού, και όχι «τὸν κίβδηλον προσποιημένον κόσμον, ὅπου ἐμεγαλώσαμεν»7, όπως θα έγραφε ο Παπαδιαμάντης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
1. Παντελής Χορν, Μελάχρα, τυπογραφείο της «Εστίας», Αθήνα 1909