
Για την παράσταση «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ, σε μετάφραση του Αλέξιου Μάινα και σε σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου, η οποία παρουσιάζεται μέχρι και 21 Απριλίου στο θέατρο Σημείο.
Του Ανδρέα Κεντζού
Διαβάζοντας ή βλέποντας τον «Βόυτσεκ» δεν μπορεί στο τέλος να μην αναρωτηθεί κανείς πώς θα ήταν άραγε το έργο αν ο Μπύχνερ είχε προλάβει να το ολοκληρώσει όπως το είχε στο μυαλό του, προτού υποκύψει σ’ έναν επιδημικό τυφοειδή πυρετό στην ηλικία των 23 μόλις ετών στη Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 1837. Στην ουσία δεν πρόκειται για ένα έργο, αλλά για σχεδιάσματα γύρω από ένα έργο. Βάσει αυτών των σχεδιασμάτων, οι φιλόλογοι έχουν προτείνει κατά καιρούς διάφορες εκδοχές, προσπαθώντας να προσεγγίσουν τη βούληση του συγγραφέα. Όμως η βούληση του συγγραφέα δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί, διότι ο συγγραφέας είναι νεκρός έχοντας αφήσει ένα με πολλές έννοιες ημιτελές έργο. Το μόνο βέβαιο είναι πως αν ο Μπύχνερ είχε προλάβει να το ολοκληρώσει, το έργο δεν θα παρουσίαζε αυτή τη «μοντέρνα» εικόνα. Με άλλα λόγια, αν συνέχιζε ο Μπύχνερ, θα έφτιαχνε ένα έργο πιο κοντά στα πρότυπα της εποχής του. Επαναστατικό μεν, όπως ήταν και οι ιδέες του, αλλά με πιο συμβατική μορφή – αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο «Λεόντιος και Λένα», το οποίο με τη σειρά του είναι ένα βήμα μπροστά από το (θαυμάσιο) πρωτόλειό του, το Ο θάνατος του Δαντόν.
Ένας «φτωχοδιάβολος» πιασμένος στα δίχτυα της μοίρας του γίνεται λαϊκό θέαμα. Εξού και η γεμάτη αγαλλίαση ανακοίνωση του Χωροφύλακα για «έναν καλό φόνο, έναν ωραίο φόνο», που πολύ καιρό είχε να δει η πόλη. Η ρουτίνα έσπασε – μέχρι και τα σχολεία θα μείνουν κλειστά για να παρακολουθήσουν όλοι την εκτέλεση.
Ο Μπύχνερ είναι γνήσιο τέκνο της Γαλλικής Επανάστασης, ένας νέος που ονειρεύεται την ανατροπή της παλαιάς τάξης με «πόλεμο στα παλάτια και ειρήνη στις καλύβες». Ως συγγραφέας, ωστόσο, μας παραδίδει ένα κείμενο που παρουσιάζει, ως προς το περιεχόμενό του, το αντίθετο. Στην παράσταση Βόυτσεκ, που ανέβασε η ομάδα Ξανθίας στο Θέατρο Σημείο σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, το σκηνικό (Βίκυ Πάντζιου) είναι μια λαιμητόμος που σιγά σιγά στη διάρκεια της παράστασης σηκώνεται όλο και πιο ψηλά, για να πέσει στο τέλος στο κεφάλι όχι του Λοχαγού (Ελισσαίος Βλάχος), του Γιατρού (Φοίβος Συμεωνίδης) ή του Αρχιτυμπανιστή (Κώστας Παπακωνσταντίνου), αλλά του φουκαρά στρατιώτη (Δημοσθένης Ξυλαρδιστός), του «καλού ανθρώπου Βόυτσεκ», που τρέχει και δεν φτάνει σαν τον Βέγγο για να φροντίσει την εκτός γάμου οικογένειά του. Το θέμα του έργου εν πολλοίς δεν είναι αποκύημα συγγραφικής φαντασίας, κάθε άλλο, ο Μπύχνερ άντλησε την ιστορία από μια σειρά περιπτώσεων, τουλάχιστον τέσσερις αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο μεταφραστής του κειμένου Αλέξιος Μάινας, αναφερόμενος στους φόνους στους οποίους στηρίχτηκε ο Μπύχνερ. Η σημαντικότερη περίπτωση, φυσικά, είναι εκείνη του πραγματικού Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ, ενός 44χρονου στρατιώτη, που κρίθηκε ένοχος για τον φόνο της ερωμένης του και αποκεφαλίστηκε τον Αύγουστο του 1824 στην κεντρική πλατεία της Λειψίας, παρουσία περίπου 5.000 θεατών. Το πανηγύρι που αναφέρεται στο έργο, με τον κόσμο να συρρέει σε παράξενα θεάματα, αντανακλά κατά κάποιον τρόπο την περίσταση. Ένας «φτωχοδιάβολος» πιασμένος στα δίχτυα της μοίρας του γίνεται λαϊκό θέαμα. Εξού και η γεμάτη αγαλλίαση ανακοίνωση του Χωροφύλακα για «έναν καλό φόνο, έναν ωραίο φόνο», που πολύ καιρό είχε να δει η πόλη (ενώ στα δικαστικά πεπραγμένα ο ιατροδικαστής Κλάρους επικυρώνει ότι ο δράστης δεν είχε το ακαταλόγιστο καθώς «εκτελούσε καλά τις υπηρεσίες του» ακόμα και σε περιόδους που είχε ψευδαισθήσεις). Η ρουτίνα έσπασε – μέχρι και τα σχολεία θα μείνουν κλειστά για να παρακολουθήσουν όλοι την εκτέλεση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο λάμβανε εκείνη την εποχή ο «καθένας» τα δεκαπέντε λεπτά διασημότητας που δικαιούνταν. Σήμερα, βέβαια, δεν χρειάζεται να χάσει το κεφάλι του κανείς για να το καταφέρει – μπορεί και με πολύ πιο αναίμακτο και ακίνδυνο τρόπο. Έχει γίνει μεγάλη πρόοδος σίγουρα. Πόσο έχουμε όμως προοδεύσει πέραν της διαπίστωσης ότι «το άτομο δεν είναι παρά αφρός στο κύμα, το μεγαλείο καθαρή σύμπτωση, η εξουσία της ευφυΐας ένα κουκλοθέατρο, μια γελοία πάλη ενάντια σε σιδερένιο νόμο – το να τον αντιληφθείς είναι το ύψιστο που μπορείς να ελπίσεις, να τον ελέγξεις είναι αδύνατο»; (από τη «φαταλιστική επιστολή» στην αρραβωνιαστικιά του Μίννα, Μάρτιος 1834, σε μετάφραση Αλ. Μάινα – από το πρόγραμμα της παράστασης της ομάδας Ξανθίας).
Στο «Ο θάνατος του Δαντόν» υπάρχει ακόμα έντονη η σαιξπηρική πνοή, με τους ήρωες να χρησιμοποιούν όσο καλύτερα μπορούν τις λέξεις για να εκφράσουν το είναι τους, τον νου και τα πάθη τους. Στον «Βόυτσεκ» όμως οι λέξεις μοιάζουν να μην έχουν πια σημασία, έχουμε πλέον να κάνουμε όχι με ήρωες αλλά με απλούς, λαϊκούς ανθρώπους.
Στο Ο θάνατος του Δαντόν υπάρχει ακόμα έντονη η σαιξπηρική πνοή, με τους ήρωες να χρησιμοποιούν όσο καλύτερα μπορούν τις λέξεις για να εκφράσουν το είναι τους, τον νου και τα πάθη τους. Στον Βόυτσεκ όμως οι λέξεις μοιάζουν να μην έχουν πια σημασία, έχουμε πλέον να κάνουμε όχι με ήρωες αλλά με απλούς, λαϊκούς ανθρώπους. Στα έργα του Σαίξπηρ ακόμα και οι τρελοί ή οι παρακατιανοί έχουν μια ατάκα σοφίας, πόσω μάλλον τα «τέρατα» σαν τη Λαίδη Μάκβεθ ή τον Ιάγο ή τον Ριχάρδο τον 'Γ. Τους παρακολουθούμε με θαυμασμό να μας εκθέτουν όλες εκείνες τις μύχιες σκέψεις που τους οδηγούν στις πιο αποτρόπαιες πράξεις. Είναι φανερή η φροντίδα του Άγγλου να προικίσει ακόμα και το πιο χαμηλό πρόσωπο με έναν θαυμαστό εσωτερικό κόσμο, για να το κάνει να ξεχωρίσει έστω για λίγο στα μάτια του θεατή. Στην περίπτωσή του, ο δραματουργός λειτουργεί όπως ο Θεός, που πλάθει και πετάει μέσα στον κόσμο μοναδικά και ανεπανάληπτα ανθρώπινα αντίγραφα. Αντίθετα, στο Βόυτσεκ αδυνατούμε να πάρουμε στα σοβαρά τον Λοχαγό ή τον Γιατρό, δηλαδή τις αυθεντίες. Ακόμα και όταν ο Λοχαγός περιγράφει τόσο εύστοχα τον Βόυτσεκ ως «ξυράφι που τρέχει», δεν κερδίζει τον θαυμασμό μας – ούτε ο Γιατρός όταν μιλά για την ανθρώπινη βούληση που ελέγχει τις λειτουργίες του σώματος. Μοιάζουν αμφότεροι να βρίσκονται στην ίδια αφασία με το πειραματόζωό τους, και ας μην έχουν παραισθήσεις υπό την επίδραση της δίαιτας των μπιζελιών. Μια εποχή χωρίς Θεό έχει ανατείλει.
Στον Σοφοκλή βλέπουμε ανθρώπινα πάθη, στον Ευριπίδη ανθρώπινες αδυναμίες. Μια τέτοια διαφορά επαναλαμβάνεται μεταξύ Σαίξπηρ και Μπύχνερ, τηρουμένων των αναλογιών.
Έχω την εντύπωση ότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην ιστορία του θεάτρου. Κάτι παρόμοιο μπορούμε να διακρίνουμε στη μετάβαση από τον Σοφοκλή στον Ευριπίδη. Ο Σοφοκλής μάς δείχνει τον κόσμο μέσα στη σοφή του αντίφαση, που δεν υποτάσσεται στο ανθρώπινο μέτρο – και η Αντιγόνη και ο Κρέων έχουν δίκιο και μεγαλείο. Από την άλλη, δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε πρακτικά από τους ήρωες του Ευριπίδη, ο οποίος μας «εκθέτει» τον κόσμο που παίρνει μορφή από τα ελαττώματα των ανθρώπων. Στον Σοφοκλή βλέπουμε ανθρώπινα πάθη, στον Ευριπίδη ανθρώπινες αδυναμίες. Μια τέτοια διαφορά επαναλαμβάνεται μεταξύ Σαίξπηρ και Μπύχνερ, τηρουμένων των αναλογιών. Λίγες δεκαετίες αργότερα, μάλιστα, την παρακολουθούμε ως δραματουργική διαδρομή και στον Ίψεν, ο οποίος ξεκινά ως σαιξπηρικός τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, για να κάνει στροφή προς την πραγματικότητα της εποχής του με τα Στηρίγματα της κοινωνίας και (κυρίως) με το Κουκλόσπιτο, μια πραγματικότητα που μας αφορά ακόμα και μετά από έναν αιώνα και βάλε, καθώς ο δυτικός αστικός πολιτισμός παρά τους όποιους κλυδωνισμούς εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει.
* Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΝΤΖΟΣ είναι ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.