Για τo μιούζικαλ «Απλή μετάβαση», σε κείμενα και στίχους τραγουδιών του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, μουσική σύνθεση και ενορχήστρωση του Θέμη Καραμουρατίδη και σε σκηνοθεσία του Μίνου Θεοχάρη, το οποίο παρουσιάζεται μέχρι και τις 14 Απριλίου στη Νέα Σκηνή – «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου.
Του Νίκου Ξένιου
O Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Θέμης Καραμουρατίδης, με την καινούργια τους πρόταση «Απλή Μετάβαση» στη Νέα Σκηνή – «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, δίνουν μια δημιουργική ώθηση στην καλλιέργεια του νεοελληνικού μουσικού θεάτρου. Η καθυστερημένη πτήση Αθήνας-Λονδίνου οκτώ Ελλήνων οικονομικών μεταναστών δίνει στους δύο δημιουργούς την ευκαιρία να φιλοτεχνήσουν οκτώ διακριτούς θεατρικούς χαρακτήρες, αντιπροσωπευτικούς της γενιάς των σημερινών τριαντάρηδων. Πρωτότυπο κείμενο, λυρισμός στη σύνθεση, ποικιλία ειδών και εξαιρετικές ερμηνείες, που εναρμονίζονται στη σκηνοθετική προσέγγιση του Μίνω Θεοχάρη που –με τη βοήθεια της Ελευθερίας Μπενοβία– στήνει έναν άγνωστο στο ελληνικό κοινό κόσμο και υποστηρίζει άψογα αυτό το musical δωματίου, που δημιουργήθηκε βάσει μιας αρχικής ιδέας του Στάθη Λιβαθινού.
Στους διαλόγους και στους στίχους των τραγουδιών γίνονται αναφορές στο οξύ πρόβλημα της ανεργίας, στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην Αγγλία συνυπολογιζόμενων των κινδύνων του Brexit, στην αλλαγή πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη και στο φάσμα της πάντα ηλιόλουστης Ελλάδας που σε περιμένει να γυρίσεις με την ουρά στα σκέλια.
Το δύσκολο παρόν της νέας γενεάς
Το θέμα είναι η μετανάστευση της νέας γενιάς, η αφαίμαξη που υφίσταται η Ελλάδα, η μελέτη των προοπτικών που διανοίγονται. Το έργο διαδραματίζεται στην αίθουσα αναμονής του «Ελευθέριος Βενιζέλος». Τέσσερεις γυναίκες και τέσσερεις άντρες ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν στη Μεγάλη Βρετανία με μια πτήση χαμηλού κόστους. Είναι, σχεδόν όλοι, εκπρόσωποι της γενεάς των «millennials» – που μεγάλωσαν σε ένα κλίμα ευμάρειας και που η κρίση τους έπιασε στην πιο ευαίσθητη ηλικία. «Tην παλιά ζωή ποια νέα θα φορέσει;» είναι το τραγούδι της αρχής, που δίνει την ενθουσιώδη εκκίνηση για αλλαγή τρόπου ζωής. Στους διαλόγους και στους στίχους των τραγουδιών γίνονται αναφορές στο οξύ πρόβλημα της ανεργίας, στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην Αγγλία συνυπολογιζόμενων των κινδύνων του Brexit, στην αλλαγή πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη και στο φάσμα της πάντα ηλιόλουστης Ελλάδας που σε περιμένει να γυρίσεις με την ουρά στα σκέλια.
Η ανασφάλεια για την προοπτική οριστικής μετανάστευσης μεγαλώνει με την ανακοίνωση της καθυστέρησης της πτήσης και παράγεται, με έξυπνο τρόπο, ένα κενό χρόνου, που θα δώσει την ευκαιρία στους χαρακτήρες να αποκαλύψουν τους δισταγμούς και τις αναστολές τους, να διερευνήσουν τη σοβαρότητα της απόφασής τους και να απομυθοποιήσουν τη θεαματική αλλαγή σκηνικού που οραματίζονται. Η αγωνία τους για την επικείμενη αναχώρηση και ο πόθος τους να συναντήσουν «σφιχτότερες» δομές ζωής και αποδοτικότερες εργασιακές συνθήκες, οι σπουδές που εκκρεμούν ως ανανταπόδοτη επένδυση, έρχονται σε αντίθεση με τη στάσιμη κατάσταση στην Ελλάδα και την πλήρη αναξιοκρατία στον επαγγελματικό τομέα, με την ανασφάλεια για το αύριο και με τη διάβρωση που αυτά τα φαινόμενα επιφέρουν στις προσωπικές σχέσεις: «Μόνο εσύ με νοιάζεις!», είναι μια φράση αμφίσημη, που στην κάθε επιμέρους ιστορία φορτίζεται και με διαφορετικό νόημα. Βεβαίως –και ευτυχώς– τα διλήμματα και οι τελικές αλλαγές αποφάσεων των ηρώων σχετίζονται περισσότερο με τη γενικότερη αντιμετώπιση της ζωής τους, με τη σφαιρική θεώρηση των προτεραιοτήτων τους, με την αυτογνωσία. Και αυτό καθιστά το κείμενο πρωτότυπο και μοναδικό για τα δεδομένα του μιούζικαλ, που συνήθως είναι ρηχού προβληματισμού.
Όπου κι αν ταξιδέψω με πληγώνει, άραγε, η Ελλάδα;
Το πιο σημαντικό προσόν της μουσικής αυτής παράστασης είναι η ομαδικότητα που αναδίδει, το καλό σκηνικό δέσιμο ανάμεσα στους ερμηνευτές.
Το πιο σημαντικό προσόν της μουσικής αυτής παράστασης είναι η ομαδικότητα που αναδίδει, το καλό σκηνικό δέσιμο ανάμεσα στους ερμηνευτές. Η πρώτη ύλη βέβαια είναι η ορχήστρα επί σκηνής, το τραγούδι, ο χορός και οι μεμονωμένες ερμηνείες, ωστόσο η ομαδικότητα και η χημεία που δένει τους πρωταγωνιστές προσδίδει στη συγκεκριμένη παράσταση πολύ καλό ρυθμό.
Ο κατά τόπους ποπ, κατά τόπους λάτιν, ή τάνγκο, ή ροκ ή τζαζ ή new wave, αναγνωρίσιμος ήχος της μουσικής και η όμορφη ενορχήστρωση που υπογραμμίζει τα λόγια των ηθοποιών και αγκαλιάζει δραματουργικά το συγκεκριμένο είδος είναι το δεύτερο βασικό προσόν αυτής της σκηνικής σύνθεσης: η μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη δίνει το στίγμα ενός success story που αρχίζει να γράφεται στο ελληνικό μιούζικαλ, και που απέχει από τη φτηνή φαντασμαγορία.
Η ηθική και αισθητική μιας «φάλτσας» και «κιτς» ελληνικότητας σε μια τύπου Μποστ, παρωδιακή σκηνή που στυλιστικά διαφεύγει του κεντρικού άξονα και ακροβατεί σε μιαν ημιτελή σύλληψη χρήζει ιδιαίτερης μνείας, πιστεύω, γιατί βγάζει την όλη παράσταση από την πεπατημένη.
Τέλος, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο έντονα διακριτό γνώρισμα της ελληνικότητας, που φαίνεται ότι το φρόντισαν πολύ οι δημιουργοί: πέραν της μουσικής και της αφελούς, πατριδοκεντρικής προσέγγισης και της νοσταλγικής θεώρησης της Ελλάδας που συνήθως συνοδεύεται από ραγιαδισμό και αυτολύπηση, στο κείμενο της Απλής μετάβασης αναδεικνύονται χιουμοριστικά και οι αχάριστες πτυχές του νεοελληνικού βίου, αυτές που αποκαρδιώνουν και διώχνουν μακριά τη νέα γενιά, χωρίς ωστόσο να φετιχοποιείται η Ευρώπη και χωρίς να μυθοποιούνται οι προοπτικές της μετανάστευσης. Η ηθική και αισθητική μιας «φάλτσας» και «κιτς» ελληνικότητας σε μια τύπου Μποστ, παρωδιακή σκηνή που στυλιστικά διαφεύγει του κεντρικού άξονα και ακροβατεί σε μιαν ημιτελή σύλληψη χρήζει ιδιαίτερης μνείας, πιστεύω, γιατί βγάζει την όλη παράσταση από την πεπατημένη: οι καρυάτιδες, οι μινωϊκοί πίθοι, η φουστανέλα, η περικεφαλαία και τα άλλα «πλαστικά» και ελαφρά στερεότυπα της νεοελληνικής κακογουστιάς περιφέρονται ως καταργημένα είδωλα και επικρατεί ένα ψυχεδελικό κλίμα λίγο πριν τη λήψη μιας τελεσίδικης απόφασης για μετανάστευση. Διατηρείται έτσι η αμφίρροπη ισορροπία κινήτρων και με αυτό το καλό εύρημα αποδίδεται επακριβώς ο βαθμός δυσκολίας στη λήψη της απόφασης αυτής: εξ ού και ο τίτλος του έργου.
«Μόνο εσύ με νοιάζεις»
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης –που υπήρξε και από τους αρχικούς παράγοντες για τη δημιουργία του έργου– κρατά ψηλά τον πήχυ και αποφεύγει τους ακκισμούς, προικίζει τον χαρακτήρα του Άρη με ρεαλιστικές πινελιές και αποδίδει την ανασφάλεια και το χαοτικό του στιλ.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης –που υπήρξε και από τους αρχικούς παράγοντες για τη δημιουργία του έργου– κρατά ψηλά τον πήχυ και αποφεύγει τους ακκισμούς, προικίζει τον χαρακτήρα του Άρη με ρεαλιστικές πινελιές και αποδίδει την ανασφάλεια και το χαοτικό του στιλ. Ευάλωτος, με γνώση του τύπου ανδρισμού που απαιτεί το μιούζικαλ, κινείται με άνεση στην κυκλική σκηνή διχασμένος ανάμεσα σε δυο γυναίκες: την μια υποδύεται η εκπληκτική Μαρία Διακοπαναγιώτου, που φιλοτεχνεί μοναδικά τον τύπο της «άλλης» Μαρίας και με τη βαθειά τζαζ φωνή της επενδύει με αισθησιασμό την παράσταση. Τη Λένα (την παρ’ολίγον σύζυγο) υποδύεται η Μαρίζα Ρίζου, που εκτός από εκπληκτική τραγουδίστρια αποδεικνύεται και ηθοποιός με αξιώσεις και μπρίο. Εδώ τονίζεται το θεμελιώδες κίνητρο των χαρακτήρων: «Μόνο εσύ με νοιάζεις».
Ο Νίκος Λεκάκης (στον ρόλο του γάλλου Νταμόν) και ο Φοίβος Ριμένας (στον ρόλο του Σπύρου) πλάθουν ένα ελαφρώς ξεπερασμένο gay δίδυμο, αναδεικνύοντας την politically correct πινελιά του έργου και πλήττοντας την αληθοφάνεια του έργου με την υποτιθέμενη αποδοχή της ιδιαιτερότητας από τους υπόλοιπους. Κατά την άποψή μου αυτό απέχει από τη βαθύτατα φαλλοκρατική αντιμετώπιση του μέσου νεοέλληνα, ακόμη και αν έχει χρηματίσει μετανάστης στο Λονδίνο. Ενδιαφέρων ήταν, βέβαια, ο προβληματισμός τύπου «Grow up ρε!» οδηγεί και πάλι στη διαπίστωση: «Μόνο εσύ με νοιάζεις!».
Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς με στιβαρή φωνή δίνει τον τόνο στον δύσκολο, υποστηρικτικό ρόλο του Γιώργου, που έχει υποστεί τις κακουργές συνέπειες της μετανάστευσης και στην Ελλάδα είναι απλός τουρίστας. Η Χαρά Κεφαλά στον ρόλο της μαμάς Δάφνης που «σκίζει τη γάτα» και η Νάνσυ Σιδέρη στον ρόλο της νεαρής Νεφέλης συμπληρώνουν την άψογη οκτάδα.
Ευαίσθητη η μουσική του Καραμουρατίδη, έξοχα και λειτουργικά τα κείμενα του Ευαγγελάτου, εξαιρετικά τα κοστούμια και τα σκηνικά ευρήματα των Ηλένιας Δουλαδίρη και Ιωάννας Καλαβρού.
Ευαίσθητη η μουσική του Καραμουρατίδη, έξοχα και λειτουργικά τα κείμενα του Ευαγγελάτου, εξαιρετικά τα κοστούμια και τα σκηνικά ευρήματα των Ηλένιας Δουλαδίρη και Ιωάννας Καλαβρού: η κυκλική περιστροφική πλατφόρμα της σκηνής με τις δυο ράμπες εκατέρωθεν, τα σχηματικά δέντρα και κάδρα, οι σχηματικές παρελκόμενες «βαλίτσες», τα υφάσματα και τα αναρτώμενα λυρικά φαναράκια, όλα υπογραμμίζουν τη σύγχρονη ματιά των δημιουργών. Στο εξαιρετικό αποτέλεσμα συμβάλλουν τα μάλα οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, ενώ είναι απολύτως καθοριστικός ο ρόλος της ορχήστρας (Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, Αντώνης Παλαμάρης και Στέφανος Σακελλαρίου, υπό τη μουσική διεύθυνση του Δημήτρη Σιάμπου) και υποδειγματική η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου. Πρόκειται για μια παράσταση άρτια, με μοναδικό τρωτό σημείο τις εύκολες χορογραφίες της Αμάλιας Μπένετ με τα χαρακτηριστικά ψηλά άλματα και τον δισταγμό στην κίνηση και το βάδισμα των ηθοποιών, που έδειχναν να περιορίζονται πολύ από τις επιταγές της μουσικής.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).