
Πέθανε σε ηλικία 89 ετών ο Βρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Λοτζ. Βιβλία του κυκλοφορούν, πλέον, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κυψέλη.
Επιμέλεια: Book Press
Συγγραφέας περισσότερων από δώδεκα βιβλίων, καθηγητής πανεπιστημίου και κριτικός λογοτεχνίας, ο Ντέιβιντ Λοτζ είναι περισσότερο γνωστός για την τριλογία του που διαδραματίζεται σε μια φανταστική εκδοχή του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, όπου εργάστηκε από το 1960 έως το 1987. Πέθανε λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 90 του χρόνια. Την ανακοίνωση του θανάτου του έκανε ο εκδοτικός του οίκος Vintage.
Ο Ντέιβιντ Λοτζ γεννήθηκε στο νότιο Λονδίνο στις 28 Ιανουαρίου 1935 και μεγάλωσε στο Μπρόκλι, «ένα κάπως σκοτεινό και παραμελημένο μέρος του Λονδίνου». Φοίτησε σε καθολικό σχολείο και ήταν ο διευθυντής αυτού του σχολείου που τον ενθάρρυνε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Μετά τις σπουδές του στο University College London (UCL) είχε μια σύντομη εμπειρία στον στρατό για την οποία είχε πει: «Έπειτα από τις τρεις εβδομάδες της βασικής εκπαίδευσης, ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να γυρίσω πίσω στην ακαδημαϊκή ζωή». Η εμπειρία του αυτή αποτέλεσε τη βάση για το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο Ginger, You're Barney (1962).
«Είναι σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτόν που το βρετανικό κωμικό μυθιστόρημα παραμένει καλά στην υγεία του» είπε για τον Λοτζ ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόου.
Τι έλεγε όμως ο ίδιος για τη ζωή του, το λογοτεχνικό του έργο, την αναγνώριση που είχε λάβει και την επιτυχία του; Σε μια συνέντευξή του για την εφημερίδα Γκάρντιαν πριν από αρκετά χρόνια, το 2008, έλεγε:
«Όταν το περιγράφεις, ακούγεται υπέροχο. Γιατί λοιπόν να μην αισθάνομαι το ίδιο; Το άγχος είναι το κύριο ψυχολογικό μου πρόβλημα. Αυτό είναι το πραγματικά νευρωτικό χαρακτηριστικό μου. Με εμποδίζει να απολαύσω τη ζωή μου. Όταν ήμουν νέος, αυτές δεν ήταν έννοιες για τις οποίες γινόταν πολύς λόγος. Υπήρχε κάτι που λεγόταν νευρικός κλονισμός που οι άνθρωποι πάθαιναν κάθε τόσο. Αλλά το άγχος και η κατάθλιψη δεν ήταν διαδεδομένα».
Στα 18, γνώρισε τη συμφοιτήτριά του, Μαίρη Τζέικομπ. Παντρεύτηκαν στα 24 τους και απέκτησαν τρία παιδιά.
«Κοιτάζοντας πίσω, τα πρώτα χρόνια του γάμου μας, ήμασταν πολύ επισφαλείς οικονομικά. Δεν υπήρχε καμία βεβαιότητα, ωστόσο δεν θυμάμαι να είχα κατάθλιψη ή κάποια ανησυχία. Άλλες αναστατώσεις στη μετέπειτα ζωή θα μου προκαλούσαν μεγάλη κατάθλιψη».
Οι καταναγκασμοί και οι αυστηροί κανόνες της Καθολικής Εκκλησίας του ενέπνευσαν το μυθιστόρημά του How Far Can You Go? (1968). Για τις γυναίκες, έλεγε:
«Οι γυναίκες στα βιβλία μου είναι πιο δυνατοί χαρακτήρες από τους άντρες, συνολικά. Οι γυναίκες έγιναν πιο δυναμικές. Συνέβη και στη γυναίκα μου. Άλλαξε αρκετά! Αλλά μπορεί επίσης να είναι ότι εγώ ο ίδιος είμαι μάλλον παθητικός άνθρωπος».
Ενώ για τον φεμινισμό σχολίαζε:
«Το αποδέχτηκα ως μέρος μιας γενικής επαναστατικής ατμόσφαιρας. Το καλωσόρισα συνολικά. Αλλά η ζωή μας ήταν περίπλοκη από το γεγονός ότι είχαμε έναν γιο με αναπηρία. Αυτό σήμαινε ότι η Μαίρη έπρεπε να εγκαταλείψει την ιδέα να ξαναρχίσει την καριέρα της ως δασκάλα. Ήταν πολύ δύσκολο. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα για φροντίδα του γιου μας. Δεν είχαμε τα χρήματα. Στη συνέχεια, καθώς μεγάλωσε, εκείνη επέστρεψε στη δουλειά της και έπρεπε να κάνω εγώ περισσότερα στο σπίτι. Ήταν απλώς δίκαιο».
Ο γιος τους, Κρίστοφερ, το τρίτο τους παιδί, γεννήθηκε το 1966 και διαγνώστηκε με σύνδρομο Ντάουν. Όπως ελέγε ο Λοτζ «γεννήθηκε ακριβώς τη στιγμή που τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες πέρασαν από την ευθύνη του υπουργείου Υγείας στην ευθύνη του υπουργείου Παιδείας». Η παραπληροφόρηση ήταν «άγρια», έλεγε. «Μας είπαν ότι ποτέ δεν θα διάβαζε ή θα έγραφε ή δεν θα ζούσε πολύ πέρα από τα 25. Ήταν ένας επισκέπτης υγείας που μας το είπε και ήταν εντελώς λάθος». Για τις δυσκολίες του να έχει ένα παιδί με αναπηρία εξηγούσε: «Ποτέ δεν είσαι ελεύθερος από αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι είναι μια ευλογία ή οτιδήποτε άλλο τέτοιο. Έζησε όσο καλύτερη ζωή μπορούσε. Τις περισσότερες φορές ήταν χαρούμενος, αλλά δεν είναι ποτέ ειδυλλιακά τα πράγματα». Και αναγνώριζε ότι η σύζυγός του είχε «πολύ δυνατό χαρακτήρα. Πολλοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν μια τέτοια κατάσταση καταλήγουν εντελώς συντετριμμένοι. Γάμοι διαλύονται».
Πώς έβρισκε χρόνο να γράψει;
«Δεν ξέρω, ειλικρινά. Ήμουν μάλλον προσεκτικός. Έχω μείνει πάντα στο ίδιο μέρος. Το να έχεις μια σταθερή έγγαμη ζωή είναι σημαντικό. Άνθρωποι που παίρνουν διαζύγιο, ξαναπαντρεύονται, ασχολούνται με την επιμέλεια των παιδιών και όλα αυτά, καταναλώνουν τρομερά πολύ χρόνο και ενέργεια».
Διετέλεσε επίτιμος καθηγητής στην έδρα της Σύγχρονης Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, όπου δίδαξε για τρεις σχεδόν δεκαετίες, και ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Γραμμάτων και Ιππότης του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων.
Είχε γράψει μυθιστορήματα και νουβέλες, που έχουν μεταφραστεί σε είκοσι πέντε γλώσσες. Ανάμεσά τους είναι τα "The Picturegoers" (1960), "Ginger you 're Barmy" (1962), "The British Museum is Falling Down" (1965), "Out of the Shelter" (1970), "Changing Places"/"Αλλάζοντας θέσεις" (1975, Βραβείο Hawthornden και Βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος της Yorkshire Post), "How Far Can You Go?" (1980, Διάκριση Whitbread καλύτερου βιβλίου της χρονιάς), "Small World"/"Μικρός που είναι ο κόσμος" (1984) και "Nice Work"/"Ούτε γάτα ούτε ζημιά" (1998), που ήταν και τα δύο υποψήφια για το Booker και μεταφέρθηκαν με επιτυχία στην τηλεόραση, "Paradise News"/"Νέα από τον παράδεισο" (1991), "Therapy"/"Η θεραπεία" (1995), που ήταν το 1996 ανάμεσα στις τελικές υποψηφιότητες για το Βραβείο Συγγραφέων της Κοινοπολιτείας, "Home Truths" (1999), "Thinks..."/"Σκέψεις, σκέψεις" (2001), "Author, Author"/"Τον συγγραφέα!" (2004), "Deaf Sentence"/"Ανήκουστος βλάβη" (2008), "A Man of Parts (H. G. Wells)" (2011). Στο πλούσιο έργο του ως θεωρητικού της λογοτεχνίας συγκαταλέγονται τα "The Novelist at the Crossroads" (1971), "The Modes of Modern Writing" (1977), "Working with Structuralism" (1981), "After Bakhtin: Essays on Fiction and Criticism" (1990), "The Art of Fiction" (1992), "The Practice of Writing" (1996), "Consciousness and the Novel: Connected Essays" (2003), "The Year of Henry James" (2006).
Είχε επίσης, επιμεληθεί και την έκδοση πολλών κλασικών μυθιστορημάτων και ανθολογιών κριτικής, ενώ είχε γράψει θεατρικά έργα καθώς και τηλεοπτικά σενάρια που έχουν αποσπάσει πολλές τιμητικές διακρίσεις.
To 1998 του απoνεμήθηκε ο τίτλος CBE (Commander of the British Empire) για τις υπηρεσίες του στη λογοτεχνία.
Στην Ελλάδα, μυθιστορήματά του έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Bell, από τις εκδόσεις Πόλις, αλλά αυτήν τη στιγμή κυκλοφορούν μονάχα δύο μυθιστορήματά του, από τις εκδόσεις Κυψέλη.