Πέθανε σήμερα ο διεθνούς φήμης Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ σε ηλικία 88 ετών. To πρωί της Δευτέρας (1/7) διακομίστηκε εκτάκτως σε νοσοκομείο των Τιράνων όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του εξαιτίας καρδιακής προσβολής, όπως επιβεβαίωσε ο εκδότης του.
Επιμέλεια: Book Press
Ο καταξιωμένος Αλβανός μυθιστοριογράφος Ισμαήλ Κανταρέ πέθανε σήμερα, Δευτέρα (1/7) από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 88 ετών, όπως δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο εκδότης του.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, οι γιατροί προσπάθησαν να τον επαναφέρουν στη ζωή όταν μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο των Τιράνων, ωστόσο ήταν ήδη αργά. Ο θάνατός του διαπιστώθηκε στις 8:40 π.μ. τοπική ώρα, όπως ανέφερε το νοσοκομείο με ανακοινωθέν του. Ο εκδότης του Bujar Hudhri επιβεβαίωσε τον θάνατό του.
Ο Κανταρέ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1936 στο Αργυρόκαστρο, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το 1958 αποφοίτησε από το Τμήμα Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου των Τιράνων. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στη Μόσχα για δύο χρόνια στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας «Μαξίμ Γκόρκι» (1958-1960). Κέρδισε διεθνή αναγνώριση όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημά του «Στρατηγός του νεκρού στρατού» το 1963, όταν η Αλβανία κυβερνούσε την κομμουνιστική κυβέρνηση του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα.
Πριν εγκαθιδρυθεί ο πολιτικός πλουραλισμός στην Αλβανία, μετά τις φοιτητικές διαδηλώσεις τον Δεκέμβριο του 1990, ο Κανταρέ ταξίδεψε με αεροπλάνο στη Γαλλία, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο. Από εκείνο το σημείο και μετά άρχισε η σπουδαία συγγραφική του διαδρομή. Δίκαια θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους πεζογράφους.
Ένας ποιητής που έγραφε ιστορίες
Ο Κανταρέ άρχισε να γίνεται γνωστός στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας του για το ποιητικό του έργο, αλλά, τελικά, έμελλε το πεζογραφικό του να είναι εκείνο που θα του χαρίζει παγκόσμια φήμη. Συνολικά το έργο του διαπνέει από την ανάγκη του να μιλήσει για την ιστορία και τον πολιτισμό της Αλβανίας.
Τα θέματα των έργων του Κανταρέ, τα οποία συχνά βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη ζωή του, περιλαμβάνουν την αλβανική ιστορία, την πολιτική και τη λαογραφία, την παράδοση της αιματοχυσίας και την εθνότητα.
Η μυθοπλασία του έχει στοιχεία ρομαντισμού, ρεαλισμού, αλλά ακόμη και σουρεαλισμού. Από αρκετούς κριτικούς λογοτεχνίας έχει παρομοιαστεί με τον Ρώσο ποιητή Γεβγένι Γεφτουσένκο, στο βαθμό που και οι δύο αντέδρασαν σθεναρά στην κομματική γραμμή που επέβαλαν οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις που διαφέντευαν τις χώρες τους.
Επιπλέον, ταυτίοζεται και με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες λόγω του κοινού τους ενδιαφέροντος για τον μαγικό ρεαλισμό και το γκροτέσκο που εντάσσουν οργανικά στα έργα τους.
Ο Κανταρέ έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1996 και αργότερα έγινε αξιωματικός της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής παρουσία του Γάλλου προέδρου Μακρόν.Το 2005 έγινε ο πρώτος νικητής του Διεθνούς Βραβείου Man Booker για το σύνολο του έργου του. Οι άλλες τιμητικές διακρίσεις του Kadare περιελάμβαναν το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Neustadt (2020). Το 2009 τιμήθηκε και με το βραβείο Πρίγκηπας των Αστούριας για τη Λογοτεχνία. Επίσης, του απονεμήθηκε το Βραβείο Balkanika για το έτος 2009, για το έργο του L’entravee. To 2015 του απενεμήθηκε το λογοτεχνικό Βραβείο Ιερουσαλήμ.
Ο Χότζα και η αυτομόληση
Ο Κανταρέ, του οποίου ο πατέρας ήταν υπάλληλος ταχυδρομείου, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Αργότερα πήγε στη Μόσχα για να σπουδάσει στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας Γκόρκι. Με την επιστροφή του στην Αλβανία το 1960, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα.
Για χρόνια η σχέση του με τον καθεστώς του Ενβέρ Χότζα που ήταν ο ηγέτης χώρας επί πολλά χρόνια, υπήρξε αμφίθυμη. Ο Κανταρέ επαίνεσε, αλλά και στηλίτευσε τη δικτατορία του Χότζα με αποτέλεσμα το 1990, επειδή ακριβώς αισθανόταν την απειλή κατά της ζωής του, αναγκάστηκε να αυτομολήσει στη Γαλλία.
Η λογοκρισία
Άλλο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής ζωής του Κανταρέ ήταν η διαρκής άρνηση των Αρχών της Αλβανίας να επιτρέψουν τα έργα του να κυκλοφορούν ελεύθερα. Συγκεκριμένα, το βιβλίο του Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς (μτφρ. Κωνσταντίνα Ευαγγέλου, εκδ. Εικοστού Πρώτου) δέχθηκε έντοη επίθεση από τους κριτικούς της χώρας του, καθώς δεν ακολουθούσε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που είχε επιβληθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας. Κι όμως, το 1970, οπότε και θα εκδοθεί στα Γαλλία, θα προκαλέσει αίσθηση.
Μετά την απαγόρευση του πολιτικού του ποιήματος «Ο Κόκκινος Πασάς» το 1975, φιλοτέχνησε ένα κολακευτικό πορτρέτο του Χότζα στο μυθιστόρημά του Ο μεγάλος χειμώνας του 1977. Το 1981 δημοσίευσε το Παλάτι των Ονείρων, μια αλληγορική επίθεση στον ολοκληρωτισμό, όπου ένας νεαρός άνδρας ανακαλύπτει τα επικίνδυνα μυστικά ενός κυβερνητικού γραφείου που μελετά τα όνειρα. Απαγορεύτηκε μέσα σε λίγες ώρες. Παρά αυτές τις ανατροπές, ο Κανταρέ έγινε σημαντική προσωπικότητα στην ένωση των Αλβανών συγγραφέων και υπηρέτησε ως εκπρόσωπος στη Λαϊκή Συνέλευση. Ήταν επίσης σε θέση να δημοσιεύσει και να ταξιδέψει στο εξωτερικό.
Όταν ο Χότζα πέθανε το 1986, ο νέος πρόεδρος, Ραμίζ Αλία, άρχισε να κάνει προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις. Όταν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε το 1989, ο Κανταρέ συναντήθηκε με τον πρόεδρο για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της αλλαγής. Όμως, μέχρι τον Οκτώβριο του 1990, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «δεν υπήρχε δυνατότητα νομικής αντιπολίτευσης στην Αλβανία» και ότι «Η αποστασία μου θα βοηθούσε στον εκδημοκρατισμό της χώρας μου. Αυτή είναι η καλύτερη προσφορά που μπορώ να κάνω».
Όταν στη Γαλλία εκδίδει τη νουβέλα The Blinding Order, στην οποία εξερευνά έναν Οθωμανό σουλτάνο που διατάσσει ότι τα υποκείμενα που φέρουν «το κακό μάτι» πρέπει να γίνονται τυφλά, ενώ η Πυραμίδα περιγράφει την κατασκευή της Πυραμίδας της Γκίζας ως το εργαλείο ελέγχου και καταστολής ενός μεγαλομανούς φαραώ.
Οι επιθέσεις που δέχθηκε
Ακόμη κι όταν πήρε το Booker, δεν σταμάτησαν οι αμφισβητήσεις εναντίον του με τη Ρουμάνα συγγραφέα Renata Dumitrascu να λέει ότι Η καριέρα «χτίστηκε σε μια αμφίβολη υπόθεση», δηλώνοντας ότι «ο Καντάρε δεν είναι Σολζενίτσιν και δεν υπήρξε ποτέ».
«Όπως οι περισσότεροι από τους ομολόγους του σε άλλες κομμουνιστικές χώρες», έγραψε η ίδια, «ο Καντάρε ήταν ένας οξυδερκής χαμαιλέοντας, που έπαιζε επιδέξια τον επαναστάτη εδώ κι εκεί για να ενθουσιάσει τους αφελείς δυτικούς που αναζητούσαν φωνές διαφωνίας από την Ανατολή. Αλλά δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία για το τι είδους ζώο ήταν και με τι αγέλη έτρεξε. Στην πραγματικότητα,όσα έκανε φωνάζει καριερισμό και κομφορμισμό».
Ο Κανταρέ απέρριψε την κατηγορία ότι είχε διαπραγματευτεί πλαστά διαπιστευτήρια, προτείνοντας ότι οι επικριτές του θα έπρεπε να επικεντρωθούν στη δουλειά του.
«Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι «αντιφρονών με τη σωστή έννοια του όρου», είχε πει στην Jerusalem Post. «Η ανοιχτή αντιπολίτευση στο καθεστώς του Χότζα, όπως η ανοιχτή αντιπολίτευση στον Στάλιν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του στη Ρωσία, ήταν απλώς αδύνατη. Η διαφωνία ήταν μια θέση που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει, έστω και για λίγες μέρες, χωρίς να αντιμετωπίσει το εκτελεστικό απόσπασμα. Από την άλλη, τα ίδια τα βιβλία μου αποτελούν μια πολύ εμφανή μορφή αντίστασης στο καθεστώς».
Καθώς ο Καντάρε συνέχιζε να δημοσιεύει τη λεπτή μυθοπλασία του, η διαμάχη άρχισε να ξεθωριάζει. Όταν το μυθιστόρημά του για ένα αλβανικό φρούριο που αντιστέκεται στον οθωμανικό τουρκικό στρατό τον 15ο αιώνα εμφανίστηκε στα αγγλικά το 2008, οι LA Times πρότειναν ότι ο συγγραφέας ήταν «από τους πιο προβληματικούς συγγραφείς στα σύγχρονα δυτικά γράμματα. Αλλά αυτό δεν πρέπει να εμποδίζει τους αναγνώστες να απολαύσουν το The Siege για αυτό που είναι, ένα σημαντικό έργο ενός σημαντικού, συναρπαστικού συγγραφέα».
Ένα χρόνο αργότερα, ο Κανταρέ επέμεινε ότι «δεν ήταν πολιτικός συγγραφέας και, επιπλέον, ότι όσον αφορά την αληθινή λογοτεχνία, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολιτικοί συγγραφείς. »Νομίζω ότι η γραφή μου δεν είναι πιο πολιτική από το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Θα είχα γίνει ο συγγραφέας που είμαι σε οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Ο Κανταρέ στην Ελλάδα
Πολλά από τα έργα του Κανταρέ έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Εντούτοις, κάποια από αυτά (όχι ένα και δύο έχουν ήδη εξαντηλθεί. Ισως η θάνατό του να τον επαναφέρει ξανά στα ράφια των βιβλιοπωλείων, από τα οποία έχει λείψει αρκετά τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο έχουν εκδοθεί (αλλά δεν βρίσκεται σε κυκλοφορία) τα μυθιστορήματά του: Η αποκλεισμένη (μτφρ. Νίκος Αναγνώστου) και το Μοιραίο Δείπνο (μτφρ. Τηλέμαχος Κώτσιας). Τα περισσότερα βιβλία του έχουν μεταφρασρεί και εκδοθεί για λογαριασμό των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε τα: Ιστορίες Τρέλας, Η κόρη του Αγαμέμνονα, Το πέταγμα του αποδημητικού, Κρύα λουλούδια του Μάρτη, Μια πόλη χωρίς διαφημίσεις, Τρία τραγούδια πένθιμα για το Κοσσυφοπέδιο, Ο Αισχύλος, Spiritus, Ο αετός, Τα ταμπούρλα της βροχής, Το τέρας, Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, Φεγγαρόφωτο, Η πυραμίδα, Πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα, Φάκελος «Ο», Το κονσέρτο, Το χρονικό της πέτρινης πόλης, το λυκόφως των θεών της στέπας και Το γεφύρι με τις τρεις κάμαρες.
Από τις εκδόσεις Ροές έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία: Η κόχη της ντροπής, Ποιος έφερε την Ντουρουντίν; και Ρημαγμένος Απρίλης. Τέλος, από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα είχε κυκλοφορήσει το Ατύχημα.