
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Πολ Λιντς [Paul Lynch] που απέσπασε πέρσι το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο Booker για το μυθιστόρημά του «Το τραγούδι του προφήτη» (μτφρ. Άγγελος και Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg) συνομίλησε χθες βράδυ με τον ποιητή Γιάννη Δούκα και με το κοινό, στο Πατάρι του Gutenberg.
Γράφει η Ελεάνα Κολοβού
«Η φαντασία μας πάντα αποτυγχάνει να συλλάβει το τι μπορεί να συμβεί. Βλέπουμε την άνοδο του φασισμού και του δίνουμε άλλα ονόματα, τον λέμε λαϊκισμό ή ό,τι άλλο. Βρισκόμαστε σε άρνηση, λέμε, “δεν μπορεί!”. Το “Τραγούδι του προφήτη” τα παρακάμπτει όλα αυτά, και δείχνει τι συμβαίνει, αν ενώσουμε τις τελίτσες».
Όσο κι αν επιμένει ο Lynch πως το βιβλίο του δεν αρθρώνει λόγο πολιτικό, τα λόγια του αυτά στο ασφυκτικά γεμάτο Πατάρι των εκδόσεων Gutenberg έρχονται για να μας χτυπήσουν το καμπανάκι και δια ζώσης, όπως ακριβώς κάνει και το βιβλίο του. Ο Lynch φροντίζει να μην έχουμε καμία αυταπάτη για τον φασισμό που παραμονεύει.
Στο Τραγούδι του προφήτη έχει εγκαθιδρυθεί ολοκληρωτικό καθεστώς στο Δουβλίνο του σήμερα και μια γυναίκα, η Άιλις, μητέρα τριών εφήβων και ενός βρέφους, με τον σύζυγό της να εξαφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη εξαιτίας του καθεστώτος και τον ηλικιωμένο πατέρα της να υποφέρει από άνοια, γίνεται η ηρωίδα της διπλανής πόρτας. Το βάρος που κουβαλά, γίνεται δικό μας. Αλλά είναι και η ενσάρκωση της δικής μας άρνησης, καθώς ζει «εγκλωβισμένη μέσα στην πολυπλοκότητά της», όπως τονίζει ο συγγραφέας.
Και είναι μιλώντας για την Άιλις που ο Paul Lynch εξηγεί το πλέον, κατά τον ίδιο, καίριο ερώτημα που θέτει το μυθιστόρημά του. Το οποίο δεν είναι η φρίκη του «θα μπορούσε αυτό να συμβεί εδώ;», που στοιχειώνει αναπόφευκτα τη σκέψη όσο διαβάζει κανείς το βιβλίο. Αλλά αυτό στο οποίο καταλήγει ο αναγνώστης μαζί με τον συγγραφέα ολοκληρώνοντας το βιβλίο: «Εγώ θα καταλάβαινα πότε θα έπρεπε να φύγω;».
«Με την Άιλις εξερευνώ το πώς είναι να γίνεσαι κάποιος που υποχρεώνεται να φύγει, που αναγκάζεται να αποσυνδέσει όλες του τις ταυτότητες...»
«Με την Άιλις εξερευνώ το πώς είναι να γίνεσαι κάποιος που υποχρεώνεται να φύγει, που αναγκάζεται να αποσυνδέσει όλες του τις ταυτότητες, μία προς μία, μέχρι να μην έχεις πατρίδα, να μην έχεις τόπο, να μην είσαι πια άνθρωπος, να γίνεσαι ένα αντικείμενο», λέει. «Ήθελα να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να μπει μέσα σε μία από αυτές τις βάρκες και να διασχίσει τη Μεσόγειο. Με αυτό το “πριν” δεν είχε ασχοληθεί κανείς και ήθελα να το κάνω εγώ», συμπληρώνει.
Μας λέει πως ως συγγραφέας νιώθει πιο κοντά στον Σοφοκλή παρά στον Όργουελ, καθώς τα μυθιστορήματά του «είναι τραγωδίες και οι χαρακτήρες μου προσπαθούν να κινηθούν μέσα σε έναν λαβύρινθο, η Άιλις κινείται όπως οι ηρωίδες στις αρχαίες τραγωδίες».
Κι ενώ εμπνεύστηκε το βιβλίο από τον πόλεμο στη Συρία, ο Lynch δεν τοποθετεί την ιστορία του εκεί ή σε κάποια άλλη εμπόλεμη ζώνη, παρά στην πόλη του, το δημοκρατικό Δουβλίνο. Γιατί; «Αν το τοποθετούσα στη Συρία, θα ήταν ένα βιβλίο για τη Συρία, και θα είχα χάσει έτσι κάτι σπουδαίο. Τοποθετώντας το στο Δουβλίνο, δημιουργώ μια προσομοίωση για εκείνους που δεν πιστεύουν πως κάτι τέτοιο μπορεί πράγματι να συμβεί».
Τον τίτλο του προφήτη τον αποποιείται: «Το βιβλίο δεν είναι μια προφητεία, αλλά μιλάει για αυτό που συμβαίνει πάντα, στη Γάζα, τη Μαριούπολη, την Υεμένη, για αυτή την αέναη επανάληψη, που δεν βλέπουμε», τονίζει. «Έχουμε αναισθητοποιηθεί, δεν συνδεόμαστε, δεν δείχνουμε ενσυναίσθηση, υψώνουμε μια άμυνα, γιατί αν δεν το κάναμε, δεν θα αντέχαμε να σηκωθούμε το πρωί από το κρεβάτι μας», λέει.
Αλλά γι’ αυτό υπάρχει η μυθοπλασία. «Η μυθοπλασία παρακάμπτει αυτή την άμυνα. Έχει το θέλγητρο να σε τραβήξει. Μπορείς ως συγγραφέας να ζητήσεις από τον αναγνώστη να κοιτάξει την άβυσσο, αλλά να του κρατήσεις το χέρι, και με την ποιητικότητα και τη λογοτεχνική χάρη, να μην τον αφήσεις να πέσει μέσα».
Ο Paul Lynch γεννήθηκε το 1977 στο Λίμερικ της Ιρλανδίας και ζει στο Δουβλίνο. Έχει γράψει τέσσερα ακόμη μυθιστορήματα και είναι ο έκτος κατά σειρά Ιρλανδός που κερδίζει το βραβείο Booker (με την πρώτη του υποψηφιότητα). Το «Τραγούδι του προφήτη» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου.
* Η Ελεάνα Κολοβού είναι δημοσιογράφος.