Σε άρθρο του στον Guardian, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Darragh McManus υποστηρίζει πως το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», το σημαντικότερο έργο του Günter Grass, είναι ένα μυθιστόρημα που συνοψίζει το πνεύμα ολόκληρου του 20ου αιώνα. Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε προσφάτως στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Τούλας Σιέτη.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το Τενεκεδένιο ταμπούρλο «είναι, τεχνικά, ένα απίστευτο έργο τέχνης, ένα μίγμα bildungsroman, απομνημονευμάτων, αλληγορίας, γκροτέσκας ιστορίας και βαθιάς ονειροπόλησης», γράφει στον Guardian ο Darragh McManus, σημειώνοντας πως το βιβλίο του Γκύντερ Γκρας είναι το έργο που περιγράφει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια τις μεγαλειώδεις καθώς και τις τραγικές στιγμές του 20ου αιώνα.
Πρωταγωνιστής και αναξιόπιστος αφηγητής της ιστορίας είναι ο Όσκαρ, που αφηγείται τις περιπέτειές του ενώ νοσηλεύεται σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στη Γερμανία του 1954. Ο Όσκαρ, στην ηλικία των τριών ετών, αποφάσισε πως δεν ήθελε να μεγαλώσει άλλο, και έτσι, ως δια μαγείας, παρέμεινε παιδί στην όψη· ένα παιδί με υψηλή νοημοσύνη και φωνή τόσο δυνατή που μπορεί να θρυμματίσει το γυαλί.
Ο Όσκαρ περιγράφει την πορεία της γερμανικής κοινωνίας από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην αρχή της εξιστόρησής του, θυμάται τη γιαγιά του, μια αγρότισσα που δούλευε στα χωράφια της χωρίς τη βοήθεια των μηχανών, κι η οποία μύριζε όπως το «ελαφρώς ταγγισμένο βούτυρο». Στο τέλος της ιστορίας, ο αναγνώστης, μέσα από τα μάτια του σαλού αφηγητή, βλέπει ένα νέο τύπο ανθρώπου, πολύ διαφορετικό, τους «εξουθενωμένους, κυνικούς, αδιάφορους, τρελαμένους» Γερμανούς που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο. Όπως επισημαίνει ο McManus:
«Παραφράζοντας τη ρήση του Φράνσις Φορντ Κόπολα για το ‘’Αποκάλυψη τώρα’’, έγραψα πως το Τενεκεδένιο ταμπούρλο δεν αφορά στον 20ο αιώνα· είναι ο 20ος αιώνας. […] Μέσα από τα μάτια και τα λόγια του αντιήρωα, ο Γκρας σκιαγραφεί και αναπαριστά με ζωντάνια την πορεία της κοινωνίας: από αγροτική σε βιομηχανική, από παραδοσιακή σε πολυπολιτισμική, από φεουδαρχική σε μεταμοντέρνα. Όπως ο Όσκαρ, η οικογένειά του και οι συνεργάτες του, έτσι κι ο αναγνώστης οδεύει με επιταχυνόμενους ρυθμούς προς τη νεωτερικότητα. Η μηχανική επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης. Μαζική παραγωγή. Η επιστήμη ξυπνά. Το εμπόριο αναζωογονείται. Ο κόσμος συρρικνώνεται. Η δημοκρατία εξαπλώνεται, το ίδιο κι ο ολοκληρωτισμός, σαν ιός. Οι μηχανές γίνονται κομψές. Ξεκινά η παγκόσμια σύγκρουση και το μακελειό. Πλέον είναι παραγωγικό να μισείς. Θάνατος και αυτοματισμός. Άγχος και νεωτερικότητα. Κι αυτό που λανθασμένα πιστεύαμε πως ήταν το τέλος της ιστορίας.
[…]
»Από τη στιγμή της γέννησής του, ο Όσκαρ βγαίνει ‘’έξω’’ από τον χρόνο και την ιστορία και τη φύση. Στην κούνια του, το πρόωρα ανεπτυγμένο βρέφος αποφασίζει πως θέλει να περάσει τη ζωή του παίζοντας ταμπούρλο, περιφρονώντας τις αστικές φιλοδοξίες του πατέρα του. Στην ηλικία των τριών ετών, επιλέγει να σταματήσει να αναπτύσσεται σωματικά ‘’για να μην… αναλάβω… το παντοπωλείο… Παρέμεινα το πρόωρα ανεπτυγμένο τρίχρονο παιδί, πολύ πιο μικροσκοπικό από τους μεγάλους αλλά ανώτερο από αυτούς, που αρνήθηκε να συγκρίνει τη σκιά του με τη δική τους, που ήταν πλήρες εσωτερικά κι εξωτερικά’’. Όπως ακριβώς η πολιτική σέχτα που λάτρευε τον θάνατο και ντρόπιασε τη χώρα του, έτσι κι ο Όσκαρ είναι αφύσικος - αργότερα μαθαίνει πως μπορεί να σπάσει ή ακόμα και να χαράξει το γυαλί ουρλιάζοντας δυνατά. Ωστόσο, επαναστατεί ενάντια στη ναζιστική ‘’οικογένεια’’: σε μια συγκέντρωση του κόμματος, χτυπά στα κρυφά το ταμπούρλο του στον δικό του ρυθμό, ανταγωνιζόμενος τη φασιστική μπάντα, μπερδεύοντας και διακόπτοντας και μεταμορφώνοντας την απάνθρωπη αυστηρότητα του ναζισμού σε μια χαρούμενη γιορτή που υμνεί τη ζωή».
Σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, ο Όσκαρ, ο οποίος έχει γίνει μέλος ενός θιάσου νάνων και ταξιδεύει μαζί τους, ψυχαγωγώντας τους Γερμανούς στρατιώτες που πολεμούν στην πρώτη γραμμή, συναντά τον δεκανέα Λανκς. Ο Λανκς, μια καλλιτεχνική φυσιογνωμία, διακοσμεί τα γερμανικά πυροβολεία και δημιουργεί μια μακάβρια έκθεση, στην οποία δίνει τον τίτλο «Μυστικισμός - Βαρβαρότητα - Ανία». Ο Λανκς είναι πεπεισμένος πως τα πυροβολεία δεν πρόκειται να γκρεμιστούν ποτέ και πως οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα εξετάζουν με θαυμασμό και δέος την έκθεσή του.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο του Guardian, οι τρεις λέξεις που διάλεξε ο δεκανέας Λανκς συνοψίζουν το πνεύμα ολόκληρου του 20ου αιώνα:
«Μυστικισμός - Βαρβαρότητα - Ανία: σε αυτές τις λέξεις συνοψίζεται ο περασμένος αιώνας. Μια σχιζοφρενική εποχή που ακρωτηρίασε τον ίδιο της τον εαυτό, μια εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος πέταξε ψηλότερα από ό,τι ονειρευόταν κι ύστερα έπεσε σε αδιανόητα βάθη· η αδιανόητη σφαγή συνδυάστηκε με την εντυπωσιακή πρόοδο· η συλλογική παραφροσύνη με τον ατομικό ορθολογισμό· τα αταβιστικά πάθη με την πικρή ειρωνεία· ο τρόμος με το χιούμορ. […]
»Όπως το Τενεκεδένιο ταμπούρλο συμβολίζει και ορίζει τον 20ο αιώνα, έτσι κι ο Λανκς, με τη σειρά του, κάνει το ίδιο πράγμα για το Τενεκεδένιο ταμπούρλο. Τόσο ο δεκανέας όσο και ο Γκρας παντρεύουν την τέχνη, την ομορφιά και την ελπίδα με την απερίγραπτη ασχήμια και τη φρίκη· και όπως τα πυροβολεία, έτσι και το μυθιστόρημα θα αντέξει στον χρόνο».