Η Alice Munro είναι Καναδή διηγηματογράφος τιμημένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι ιστορίες της συχνά περιγράφουν τη ζωή των ανθρώπων του τόπου της, του Οντάριο. Με τις ακόλουθες συμβουλές της, η Munro μάς ξεναγεί στο συγγραφικό της εργαστήρι.
Επιμέλεια: Book Press
Η Άλις Μονρό (1931-) είναι Καναδή διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στο Οντάριο. Ο πατέρας της ήταν κτηνοτρόφος αλεπούδων και μινκ. Το 1949, ξεκίνησε τις σπουδές της στην αγγλική φιλολογία και στη δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο, αλλά το 1951 τις διέκοψε και παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Τζέιμς Μονρό, με τον οποίο απέκτησε τέσσερις κόρες. Το 1963, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Victoria όπου ίδρυσαν το ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο Munro’s, που λειτουργεί ως σήμερα. Η Μονρό ξεκίνησε να γράφει ως έφηβη, αλλά δυσκολεύτηκε να βρει εκδοτική στέγη για τις ιστορίες της. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της, Dance of the happy shades, κυκλοφόρησε το 1968 και απέσπασε το Governor General’s Literary Award. Όπως και πολλά μεταγενέστερα έργα της, τα διηγήματα της πρώτης συλλογής περιγράφουν τη ζωή των ανθρώπων του τόπου της, του Οντάριο. Το 1976, η Μονρό παντρεύτηκε τον χαρτογράφο Τζέραλντ Φρέμλιν και εγκαταστάθηκαν στο Κλίντον. Το 1978, κυκλοφόρησε η τέταρτη συλλογή της, Who do you think you are?, που τιμήθηκε κι αυτή με το Governor General’s Literary Award και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Μπούκερ. Από τη δεκαετία του ’80 ως το 2012, η Μονρό δημοσίευσε δέκα ακόμα συλλογές διηγημάτων, εκ των οποίων πολλές απέσπασαν σημαντικά βραβεία. Το 2009, τιμήθηκε με το Βραβείο Μαν Μπούκερ και το 2013, με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα βιβλία της Άλις Μονρό κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Να γνωρίζετε σε βάθος τους χαρακτήρες σας:
«Πρέπει πάντα να γνωρίζω σε βάθος τους χαρακτήρες μου - ποια ρούχα θα διάλεγαν, πώς ήταν η ζωή τους στο σχολείο, κ.λπ. Και γνωρίζω όσα τους συνέβησαν πριν και όσα θα τους συμβούν μετά από την περίοδο της ζωής τους με την οποία ασχολούμαι».
Επεξεργαστείτε το υλικό που σας χαρίζει η πραγματικότητα:
«Μερικές φορές, η ιστορία γεννιέται από μια ανάμνηση, από ένα ανέκδοτο, αλλά στην πορεία, το αρχικό ερέθισμα χάνεται και δεν μπορείς να το εντοπίσεις καθώς διαβάζεις την τελική ιστορία. Ας υποθέσουμε πως έχετε την ανάμνηση μιας νεαρής γυναίκας που κατεβαίνει από το τρένο φορώντας ρούχα που είναι τόσο κομψά που η οικογένειά της προσπαθεί να κλονίσει την αυτοπεποίθησή της (όπως συνέβη σε εμένα κάποτε), και κατά κάποιο τρόπο, αυτή η γυναίκα γίνεται μια σύζυγος που αναρρώνει από νευρικό κλονισμό, και συναντά τον σύζυγό της, τη μητέρα του και τη νοσοκόμα της μητέρας, με την οποία ο σύζυγος είναι ερωτευμένος χωρίς να το γνωρίζει ούτε ο ίδιος προς το παρόν».
Να μην σας προβληματίζουν οι περιορισμοί της κάθε «φόρμας» - απλώς γράψτε:
«Φαίνεται πως επινοώ ιστορίες που παραβιάζουν τους κανόνες της φόρμας του διηγήματος και δεν υπακούουν στους κανόνες της εξέλιξης της πλοκής των μυθιστορημάτων. Όταν γράφω, δεν σκέφτομαι τη μορφή της ιστορίας μου, σκέφτομαι περισσότερο τη μυθοπλασία, το μυθοπλαστικό κομμάτι. Τι επιθυμώ; Επιθυμώ να αφηγηθώ μια ιστορία με τον παλιομοδίτικο τρόπο, να περιγράψω όσα συνέβησαν σε κάποιον άνθρωπο, αλλά επίσης επιθυμώ να περιγράψω όσα του συνέβησαν χρησιμοποιώντας παρεμβολές, ανατροπές και διάφορες παραξενιές».
Πάνω από όλα, γράψτε για τις εμπειρίες σας:
«Εννοείται πως οι ιστορίες μου αφορούν σε γυναίκες, εφόσον είμαι γυναίκα. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος όρος για τους άντρες συγγραφείς που γράφουν κυρίως για άντρες. Πλέον, δεν είμαι βέβαιη πως είμαι μια φεμινίστρια συγγραφέας. Παλαιότερα, ήμουν απολύτως βέβαιη. Αλλά, αν αυτό σημαίνει πως ασπάζομαι κάποια συγκεκριμένη φεμινιστική θεωρία ή πως γνωρίζω οτιδήποτε γι' αυτό το θέμα, τότε δεν είμαι. Νομίζω πως είμαι φεμινίστρια καθώς πιστεύω πως οι εμπειρίες των γυναικών είναι σημαντικές. Αυτή είναι η πραγματική ουσία του φεμινισμού».
Θα χρειαστεί να κάνετε θυσίες για να μπορέσετε να γράψετε (μέχρι ενός ορίου):
«Είναι αλήθεια πως όταν ήμουν νέα, η συγγραφή μού φαινόταν τόσο σημαντική που θυσίαζα σχεδόν τα πάντα για να μπορέσω να γράψω... Επειδή θεωρούσα τον κόσμο για τον οποίο έγραφα -τον κόσμο που δημιουργούσα- πολύ πιο ζωντανό, κατά κάποιο τρόπο, από τον κόσμο στον οποίο ζούσα.
»Όσο μεγαλώνεις, η επιτακτική ανάγκη να γράφεις εξασθενεί κάπως. Πρέπει να αντιμετωπίσεις το εκπληκτικό γεγονός πως, ούτως ή άλλως, μάλλον θα πεθάνεις κάποια ημέρα. Οπότε, οι υπόλοιπες δραστηριότητές σας σάς φαίνονται πιο σημαντικές γιατί είναι μέρος της ζωής σας».
Προτού ξεκινήσετε να γράφετε, σχεδιάστε προσεκτικά τις ιστορίες σας (στο μυαλό σας ή σε κάποιο σημειωματάριο):
«Όταν δεν μπορούσα να αφιερώσω τον απαιτούμενο χρόνο στη συγγραφή, δούλευα τις ιστορίες μου στο μυαλό μου για πολύ καιρό και όταν εντέλει άρχιζα να τις γράφω, ήμουν χωμένη βαθιά μέσα τους. Πλέον, κρατώ σημειώσεις σε τετράδια».
Να διαβάσετε όσους περισσότερους συγγραφείς μπορείτε (στα είκοσί σας):
«Στα είκοσί μου, διάβασα την Κάρσον ΜακΚάλερς, τη Φλάννερυ Ο’ Κόννορ, τη Γιουντόρα Γουέλτι. Από όλες αυτές, θαύμαζα περισσότερο τη Γιουντόρα Γουέλτι. Αλλά διάβασα σχεδόν τους πάντες στα είκοσί μου, όπως συμβαίνει συνήθως. Ένιωθα πως ήταν απαραίτητο. Τα μυθιστορήματα που δεν κατάφερα να τελειώσω ήταν ελάχιστα».
Οι διορθώσεις πρέπει να γίνονται όσο έχετε ακόμη επαφή με την ιστορία σας:
«Ο Χένρι Τζέιμς ξαναέγραφε τις απλές και κατανοητές προτάσεις για να γίνουν σκοτεινές και σύνθετες. Κάτι που έκανα προσφάτως κι εγώ. Το διήγημα «Carried away» συμπεριλήφθηκε στο Best American short stories, το 1991. Το ξαναδιάβασα όταν κυκλοφόρησε η ανθολογία, γιατί ήθελα να δω αν ήταν καλό, κι εντόπισα μια παράγραφο πραγματικά άτεχνη. Ήταν μια πολύ σημαντική, μικρή παράγραφος, δυο απλές προτάσεις. Απλώς πήρα ένα στυλό και την ξαναέγραψα στο περιθώριο της σελίδας, για να την έχω έτοιμη όταν θα κυκλοφορούσε η δική μου συλλογή διηγημάτων. Έκανα συχνά αναθεωρήσεις σε αυτό το στάδιο, αναθεωρήσεις που αποδείχθηκαν εσφαλμένες, γιατί είχα πλέον χάσει κάθε επαφή με τον παλμό της ιστορίας. Έβρισκα κάποιο σημείο που δεν ήταν αρκετά δυνατό και έσπευδα να το βελτιώσω. Αλλά, όταν ξαναδιάβαζα την ιστορία, αυτό το σημείο μού φαινόταν πάλι κάπως προβληματικό. Εντέλει, δεν είμαι βέβαιη αν είναι σωστό να δουλεύεις με αυτό τον τρόπο. Ίσως θα έπρεπε να κόψω αυτή τη συνήθεια. Έπειτα από κάποια στιγμή, πρέπει να λες: ‘’αυτό δεν είναι δικό μου πια’’, όπως θα έλεγες και για ένα παιδί».
Πηγές: Από συνέντευξή της που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Knopf Doubleday, από συνεντεύξεις της στο The Atlantic και στο The Paris Review
Βρείτε τα βιβλία της συγγραφέα εδώ.