Στη συλλογή δοκιμίων της με τίτλο «The writing of fiction», η Αμερικανίδα συγγραφέας Edith Wharton, η πρώτη γυναίκα που βραβεύτηκε με Pulitzer, εκφράζει την πεποίθηση πως οι αρχικές φράσεις ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι το σημαντικότερο μέρος του, και εξηγεί σχετικά με αυτό.
Επιμέλεια: Book Press
Σύμφωνα με την Ίντιθ Γουόρτον, οι πρώτες φράσεις μιας ιστορίας πρέπει να συμπυκνώνουν όλη την ουσία της και να αιχμαλωτίζουν αμέσως το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Απόσπασμα από το βιβλίο The writing of fiction
Πρωταρχικό μέλημα ενός διηγηματογράφου, αφού βεβαιωθεί πως κατέχει το θέμα του, είναι να μελετήσει αυτό που οι μουσικοί αποκαλούν «επίθεση». Ο κανόνας που υπαγορεύει πως η πρώτη σελίδα ενός μυθιστορήματος θα πρέπει να περιέχει την ουσία όλης της ιστορίας ισχύει ακόμα περισσότερο για το διήγημα, εφόσον στη δεύτερη περίπτωση η απόσταση βολής είναι τόσο μικρή που η λάμψη και ο κρότος συμβαίνουν σχεδόν ταυτοχρόνως.
Ο Μπενβενούτο Τσελλίνι αναφέρει στην αυτοβιογραφία του πως μια μέρα, όταν ήταν παιδί, ενώ καθόταν κοντά στο τζάκι μαζί με τον πατέρα του, είδαν μια σαλαμάνδρα στη φωτιά. Ακόμα και τότε, το θέαμα πρέπει να ήταν ασυνήθιστο, καθώς ο πατέρας του τον χτύπησε στο κεφάλι για να μην ξεχάσει ποτέ αυτό που είχε δει.
Αν η πρώτη φράση του διηγήματος είναι αρκετά παραστατική και αποκαλύπτει κάποια πληροφορία, τότε θα αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σας.
Αυτό το ανέκδοτο θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως συμβουλή για τον διηγηματογράφο. Αν η πρώτη φράση του διηγήματος είναι αρκετά παραστατική και αποκαλύπτει κάποια πληροφορία, τότε θα αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σας. Η πρόταση «Να πάρει ο διάολος, είπε η δούκισσα καθώς άναψε το πούρο της», με την οποία ένα αγόρι από το Eton ξεκίνησε μια ιστορία για το σχολικό περιοδικό του, την εποχή που οι δούκισσες δεν κάπνιζαν και δεν έβριζαν συχνά, αναμφίβολα θα διέσωζε την ιστορία του για τις επόμενες γενιές, αν το υπόλοιπο κείμενο ήταν εξίσου καλογραμμένο.
Και κάτι ακόμα: δεν έχει νόημα να χτυπήσεις τον αναγνώστη στο κεφάλι εκτός κι αν έχεις να του δείξεις μια σαλαμάνδρα. Αν η φωτιά στο τζάκι σας δεν είναι ζωηρή, αν στην ιστορία σας δεν υπάρχει κάτι που ζει και κινείται, τότε οι φωνές και οι αναταραχές δεν θα βοηθήσουν ώστε η ιστορία να αποτυπωθεί στη μνήμη του αναγνώστη. Η σαλαμάνδρα αντιπροσωπεύει τη θεμελιώδη σημασία μιας ιστορίας, τον λόγο για τον οποίο αξίζει να ειπωθεί.
Θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από ένα απλό κόλπο για να αιχμαλωτίσετε το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη. Ο αφηγητής θα πρέπει να έχει σκεφτεί καλά την ιστορία του, να την έχει κάνει κτήμα του, να την έχει πλάσει μέσα του και να της έχει δώσει μορφή ώστε, όπως ένας σπουδαίος ζωγράφος χρειάζεται περίπου έξι πινελιές για να απεικονίσει τα βασικά χαρακτηριστικά ενός προσώπου, να είναι σε θέση να «τοποθετήσει» την ιστορία του σε ένα εναρκτήριο απόσπασμα που θα δίνει ενδείξεις για όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται.
Ο συγγραφέας δίνει κάποιο στοιχείο και μετά ακολουθεί το νήμα της αφήγησης. Όμως πρέπει να κρατά γερά το νήμα, δεν πρέπει ποτέ, ούτε για μια στιγμή, να ξεχάσει τι θέλει να πει, ή να ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο ένα κομμάτι της ιστορίας του είναι σημαντικό. Και αυτή η προσήλωση στο θέμα του προϋποθέτει αρκετή σκέψη, πριν από την αφήγηση ακόμα και της συντομότερης ιστορίας. Εφόσον τα όρια της επιλεγμένης φόρμας τον εμποδίζουν να μιλήσει αναλυτικά για τους χαρακτήρες του και να αναπαραστήσει, με αυτό τον τρόπο, μια όψη της πραγματικότητας, ο διηγηματογράφος είναι υποχρεωμένος να κάνει την ίδια την ιστορία ενδιαφέρουσα. Κάποτε ρώτησαν έναν γνωστό Γάλλο ζαχαροπλάστη της Νέας Υόρκης γιατί η σοκολάτα του, όσο καλή κι αν ήταν, δεν ήταν εφάμιλλης ποιότητας με αυτή που φτιάχνουν στο Παρίσι. Απάντησε: «Επειδή, λόγω κόστους, δεν είμαστε σε θέση να επεξεργαστούμε τα υλικά όσες φορές τα επεξεργάζεται ο Γάλλος ζαχαροπλάστης». Ιδού και κάποιες άλλες απλές ιστορίες που, τηρουμένων των αναλογιών, επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά μου: οι πιο απλές σάλτσες είναι αυτές που συνδυάζονται πιο περίτεχνα, αυτές που συνδυάζονται πλήρως, τα φορέματα που μοιάζουν απλά είναι αυτά που σχεδιάζονται πιο δύσκολα.