Λίγες μέρες πριν από την επέτειο για το κομβικότερο γεγονός για όλες τις διεθνείς εξελίξεις που σημάδεψαν τις δυτικές κοινωνίες τις δυο τελευταίες δεκαετίες, την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η Γαλλία ετοιμάζεται να έρθει αντιμέτωπη με την διαχείριση της «δικής της 11ης Σεπτεμβρίου», όπως συχνά χαρακτηρίζουν οι Γάλλοι δημοσιογράφοι τα τραυματικά γεγονότα που βίωσε η χώρα το 2015.Μια επιλογή βιβλίων από την ελληνική βιβλιογραφία για την προσέγγιση του γαλλικού τραύματος.
Της Ελένης Κορόβηλα
Από χθες, 8 Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε ενώπιον του δικαστηρίου του Παρισιού που θα συνεδριάζει σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο ιστορικό δικαστικό μέγαρο στο Ιλ ντε λα Σιτέ, η εκδίκαση της υπόθεσης των είκοσι κατηγορουμένων για τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις που, έπειτα από προετοιμασία μηνών, ξεδιπλώθηκαν στο Παρίσι το εφιαλτικό βράδυ της Παρασκευής 13 Νοεμβρίου 2015. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους ο μοναδικός επιζήσας από τους δράστες, ο Γάλλο-Βέλγος Σαλάχ Αμπντεσλάμ, ένας νέος άνθρωπος 31 ετών που όπως είπε την πρώτη μέρα της διαδικασίας «τα εγκατέλειψε όλα για να γίνει στρατιώτης του Ισλαμικού Κράτους». Συνολικά, στο εδώλιο κάθονται δεκατέσσερις κατηγορούμενοι ενώ έξι θα δικαστούν ερήμην.
Τα γεγονότα
Οι σφαίρες των δολοφόνων άφησαν πίσω τους 130 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες: τα συνολικά έξι χτυπήματα ξεκίνησαν στο Σταντ ντε Φρανς όπου διαξαγόταν φιλικός αγώνας Γαλλίας – Γερμανίας, παρουσία του τότε προέδρου Φρανσουά Ολάντ που είναι ένας εκ των πολυάριθμων μαρτύρων που θα καταθέσουν στη δίκη. Εκεί αποτράπηκε το αιματοκύλισμα καθώς οι βομβιστές αυτοκτονίας δεν πρόλαβαν να μπουν στον χώρο του σταδίου. Ακολούθησε το γάζωμα των θαμώνων του μπιστρό «Καριγιόν» και του εστιατορίου «Η Μικρή Καμπότζη» στο 10ο διαμέρισμα και στη συνέχεια μιας άλλη μπρασερί κι ενός εστιατορίου στο 11ο, ακόμη ενός μπαρ και τέλος του μπιστρό «Κοντουάρ Βολτέρ» χωρίς νεκρό εκτός από τον ίδιο τον βομβιστή που ανατινάχθηκε λίγα βήματα αφότου είχε διαβεί την είσοδο. Η φρίκη συνεχίστηκε με το μακελειό στον συναυλιακό χώρο Μπατακλάν την ώρα που η αμερικάνικη χαρντ ροκ μπάντα Eagles of Death Metal είχε μόλις ξεκινήσει την συναυλία της. Ενενήντα από τους 130 νεκρούς εκείνης της βραδιάς σκοτώθηκαν εκεί.
Καταρρίφθηκε έτσι μέσα σε λίγους μήνες το αφήγημα πως τα χτυπήματα του Νοεμβρίου είχαν ως στόχο τον «ελεύθερο τρόπο ζωής» των απελευθερωμένων νέων, ή και λιγότερο νέων, του Παρισιού. Ο τρόμος χτυπούσε οριζόντια όλη τη χώρα.
Η νύχτα του τρόμου για το Παρίσι ήταν το αποκορύφωμα μιας δραματικής χρονιάς που ξεκίνησε τον Ιανουάριο με τη δολοφονική επίθεση στα γραφεία της σατιρικής εφημερίδας Charlie Hebdo με δώδεκα νεκρούς και συνεχίστηκε με το χτύπημα στο εβραϊκό σούπερ μάρκετ Hyper Cacher με πέντε νεκρούς. Η τρελή πορεία του μίσους και της μισαλλοδοξίας είχε κι άλλα θύματα με πιο δραματική και μαζική σε απώλειες την επίθεση στην κατάμεστη προκυμαία της Νίκαιας, το βράδυ της εθνικής γιορτής της Γαλλίας, στις 14 Ιουλίου 2016. Κατά τραγική ειρωνεία, πολλά από τα 86 θύματα εκείνης της τραγικής βραδιάς ήταν Γάλλοι μουσουλμάνοι που είχαν βγει να απολαύσουν τα πυροτεχνήματα του 14 juillet, της μεγάλης λαϊκής γιορτής που κάθε χρόνο πασχίζει να δώσει νόημα και να ενώσει στην πολυποίκιλη γαλλική δημοκρατία. Καταρρίφθηκε έτσι μέσα σε λίγους μήνες το αφήγημα πως τα χτυπήματα του Νοεμβρίου είχαν ως στόχο τον «ελεύθερο τρόπο ζωής» των απελευθερωμένων νέων, ή και λιγότερο νέων, του Παρισιού. Ο τρόμος χτυπούσε οριζόντια όλη τη χώρα.
Τα βιβλία
Κατά μία δημοφιλή στη Γαλλία αλλά και στα καθ’ ημάς ανάγνωση, για την ριζοσπαστικοποίηση των δολοφόνων ευθύνονται οι πολιτικές που επί χρόνια οδήγησαν σε απομόνωση των μουσουλμάνων μέσα στις χώρες της Δύσης. Από τους κύριους εκφραστές αυτής της άποψης είναι ο πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής Ολιβιέ Ρουά. Στο βιβλίο του Η τζιχάντ κι ο θάνατος (μτφρ. Κίττυ Ξενάκη, εκδ. Πόλις, 2017) μιλά για την έλξη του θανάτου των τρομοκρατών. Η περίφημη φράση άλλωστε ενός άλλου δολοφόνου, του Μοχάμετ Μερά, «εμείς αγαπάμε τον θάνατο, εσείς αγαπάτε τη ζωή» αποδίδεται εδώ και λίγο καιρό και στον Γάλλο-Βέλγο Σαλάχ Αμπντεσλάμ, τον μόνο από την ομάδα των φυσικών αυτουργών των επιθέσεων που παραμένει εν ζωή. Εμβριβής μελετητής του Ισλάμ, ο Ρουά, που έχει εκτενώς αναλύσει την έννοια, στην ανάγνωσή του για τον τζιχαντισμό, επισημαίνει τη δύναμη εκείνων που δεν φοβούνται τον θάνατο κάνοντας τη σύνδεση με τις διαλυτικές επιπτώσεις του φόβου στις ζωές μας καθώς παγιδευόμαστε στη συζήτηση για το δίπολο ασφάλεια και κράτος δικαίου. Ο θάνατος, λέει, δεν είναι μια παράπλευρη συνέπεια της πράξης τους αλλά βρίσκεται στην καρδιά του σχεδίου τους.
Με διαφορετικό άξονα ανάλυσης γύρω από το ζήτημα, ο κατά πολλούς βαθύτερος γνώστης του Ισλάμ στη Γαλλία και επί δεκαετίες μελετητής του, είναι ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Ζιλ Κεπέλ. Το 2001, λίγους μήνες πριν από τους «Δίδυμους Πύργους», ο Κεπέλ είχε εκδώσει μια εκτενή χαρτογράφηση του ισλαμικού κόσμου, των εξτρεμιστικών κινημάτων, του ιερού πολέμου της τζιχάντ και της προετοιμασίας, τότε, για την εγκαθίδρυση ισλαμικών χαλιφάτων. Πρόκειται για το πολύ χρήσιμο ακόμη και σήμερα βιβλίο του Τζιχάντ, ο ιερός πόλεμος (μτφρ. Ελένη Τσερεζόλε, εκδ. Καστανιώτη, 2001).
Το προ εικοσαετίας γραμμένο βιβλίο του Κεπέλ αποκτά ανανεωμένη επικαιρότητα υπό το φως των εξελίξεων στο Αφγανιστάν, την επικράτηση των Ταλιμπάν στην εξουσία μετά την απόσυρση των δυτικών δυνάμεων και πρωτίστως των αμερικανικών. Το μεγάλο ερωτηματικό: γιατί ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία μετά την 11η Σεπτεμβρίου εξελίχθηκε σε φιάσκο, γιατί η Αμερική έπεσε στην παγίδα που η ίδια έστησε.
Ακολουθώντας το νήμα των μελετών του, ο Κεπέλ εξέδωσε το 2019 το βιβλίο του Έξοδος από το Χάος, Κρίση στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή (μτφρ. Αριστέα Κομνηνέλλη, εκδ. Κλειδάριθμος). Πρόκειται για μια ιστορία των συγκρούσεων τεσσάρων δεκαετιών στη Μέση Ανατολή, από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ του 1973 μέχρι τις επιπτώσεις της Αραβικής Άνοιξης. Με την οξυδέρκεια που πηγάζει από την πολυετή του πείρα στη μελέτη της περιοχής, ο Κεπέλ εντάσσει αυτές τις χαώδεις δεκαετίες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και φωτίζει τη δυναμική που τις χαρακτηρίζει. Όπως γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης: «Ο Κεπέλ [δεν] αγνοεί τα κοινωνικά αίτια της ισλαμοποίησης της πολιτικής τάξης, ούτε πολύ περισσότερο αντικειμενοποιεί «πολιτισμούς» περιορίζοντάς τους στην υποτιθέμενη ουσία τους, όπως κάνει ο Χάντιγκτον. Θέτει απλά την προτεραιότητα στην πολιτικοποίηση του ισλάμ και όχι στη διεκδίκηση της ταυτότητας».
Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, αναμένεται το επόμενο διάστημα το νέο βιβλίο του Ζιλ Κεπέλ, συνέχεια του εν λόγω έργου, με τίτλο Συμμαχίες και ρήξεις. Από τη Μέση Ανατολή ως τις ευρωπαϊκές συνοικίες (μτφρ. Αριστέα Κομνηνέλλη).
Να σημειωθεί, πως ο Κεπέλ είναι μεταξύ των πολυάριθμων μαρτύρων που θα καταθέσουν σε αυτή την ιστορική δίκη για τη Γαλλία αλλά και για όλη την Ευρώπη.
Τον Νοέμβριο του 2015, λοιπόν, ο τρόμος εγκαθίσταται στη Γαλλία. Αν μετά το σοκ των επιθέσεων του Ιανουαρίου κυριάρχησε το σλόγκαν «Je suis Charlie» και η Γαλλία κατακλύστηκε από χιλιάδες που βγήκαν στους δρόμους για να «σπάσουν» τον τρόμο, μετά την νύχτα τρόμου του Μπατακλάν και των άλλων επιθέσεων επικράτησε βουβαμάρα κι ένα βαρύ, εσωτερικό πένθος για τις απώλειες, προσωπικές και συλλογικές, σε μια χώρα σε σοκ.
Ένα βιβλίο που γράφτηκε εν θερμώ την ώρα του υπέρτατου πόνου για την προσωπική απώλεια, αυτό του δημοσιογράφου Αντουάν Λερίς, μοιάζει να είναι το βιβλίο που χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις ή διάθεση ερμηνείας, από τα πρώτα λεπτά της τραγωδίας κατάφερε να συνοψίσει και να υπερβεί ακόμη και την προσωπική του τραγωδία και να συμπυκνώσει το αίσθημα μεγάλης μερίδας της γαλλικής κοινωνίας αλλά και όσων στην Ευρώπη συγκλονίστηκαν από την επίθεση και πένθησαν για τα θύματά της.
(...) ο Λερίς προέταξε έναν δρόμο υπέρβασης, επιλέγοντας να μην συντριβεί και να μην καθοδηγηθεί από το μίσος.
Το βιβλίο Κι όμως δεν θα σας μισήσω (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα), είναι ένα δυνατό μήνυμα που ξεκίνησε από μια δημοσίευση στο facebook κι εξελίχθηκε σε ένα σπαρακτικό χρονικό απώλειας και ανασυγκρότησης, αξιοπρέπειας, τρυφερότητας και αγάπης. Όχι με την δημοσιογραφική του ιδιότητα, αλλά με αυτή του συντρόφου που έχασε την αγαπημένη του στο Μπατακλάν, με αυτή του νέου πατέρα που κλήθηκε αναπάντεχα να αναλάβει μόνος το μεγάλωμα του δεκαεπτά μηνών τότε γιου τους, ο Λερίς προέταξε έναν δρόμο υπέρβασης, επιλέγοντας να μην συντριβεί και να μην καθοδηγηθεί από το μίσος.
Σε αυτόν τον δρόμο είναι που οι μετριοπαθέστεροι εύχονται να βαδίσει η Γαλλία στην κρίσιμη πολιτικά χρονιά που ήδη διανύει. Τον Απρίλιο του 2022 η χώρα πηγαίνει στις κάλπες των προεδρικών εκλογών εν μέσω πανδημίας και ό,τι αυτή συνεπάγεται.
Η συγκυρία
Στα έξι χρόνια που κύλησαν τα πάθη εντάθηκαν και η γλώσσα πλάστηκε ανάλογα για να τα εκφράσει: η ισλαμοφοβία έγινε βαριά κατηγόρια, ο όρος ισλαμο-αριστεροί βρήκε μια άλλη θέση μαζί με τους ισλαμο-φασίστες, έννοιες παγίδες και οι δυο, ενώ η έννοια των «ταυτοτικών» από υπόγεια τάση πήρε μορφή κινήματος στη Γαλλία και κάνει αντιμεταναστευτικές ακτιβιστικές δράσεις και αναζητεί πολιτική στέγη.
(...) «να περιγράφεις λάθος τα πράγματα, επιτείνει τη δυστυχία του κόσμου».
Η δε συζήτηση-διαμάχη για το κοσμικό κράτος και πόση «κοσμικότητα» αντέχει αυτή η χώρα παίρνει άλλες διαστάσεις καθώς η γαλλική κυβέρνηση, υλοιποιώντας το δόγμα Μακρόν για την «θωράκιση του κοσμικού κράτους», κάνει αυτές τις μέρες διαφημιστική εκστρατεία με την υπογραφή του υπουργείου Παιδείας για την προώθησή τους «εξηγώντας» το στους μαθητές όλων των βαθμίδων αλλά και σε όλη την κοινωνία με αφίσες που απεικονίζουν παιδιά αραβικών, κατά κύριο λόγο, οικογενειών και φράσεις όπως «Να κάνουμε τα πάντα ώστε η Ιμράν, η Αξέλ και ο Ισμαήλ να σκέφτονται μόνοι τους. Αυτό είναι το λαϊκό κράτος». Μια εκστρατεία που προβληματίζει για το μήνυμα, για την διατύπωσή του, για το τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις και για το τι αποτέλεσμα τελικά, θα φέρει ενόψει και των εκλογών.
Σε αυτή τη φορτισμένη πολιτικά συγκυρία και με ζητούμενο την απονομή δικαιοσύνης στο όνομα των θυμάτων της τρομοκρατίας, η φράση του Καμί «να περιγράφεις λάθος τα πράγματα, επιτείνει τη δυστυχία του κόσμου» ηχεί ως η πιο χρήσιμη και σοφή σκέψη.
*Η Ελένη Κορόβηλα είναι δημοσιογράφος
* Για το πώς η λογοτεχνία, και δη η γαλλική, «είδε» το ζήτημα, δείτε παλιότερο άρθρο της καθηγήτριας Τιτίκας Δημητρούλια στην Book Press.