Μια σταχυολόγηση των κινηματογραφικών μεταφορών του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ Ανεμοδαρμένα ύψη, με αφορμή την ομώνυμη ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ το 1939.
Του Σωκράτη Καμπουρόπουλου
Από την ίδρυσή του σχεδόν –από τη Γέννηση ενός έθνους του 1915, του D. W. Griffith– o κινηματογράφος ψάχνει το αφηγηματικό υλικό του στο σώμα της λογοτεχνίας. «Ο δρόμος για την ανανέωση του κινηματογράφου βρίσκεται στο ρεπερτόριο θεμάτων που έχει ήδη επεξεργαστεί η λογοτεχνία», έγραφε ο Αντρέ Μπαζέν στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 («Pour un cinéma impur: défense de l'adaptation»). Πόσο μπορεί να αισθάνεται, όμως, δικαιωμένη η λογοτεχνία γι’ αυτό;
Το 1939 είναι μια χρονιά ακμής για το Χόλιγουντ. Ο αμερικανός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ, μετέπειτα δημιουργός των Καλύτερων χρόνων της ζωής μας και του Μπεν Χουρ, παρουσιάζει μια ατμοσφαιρική διασκευή του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ, Wuthering Heights. Χρησιμοποιώντας στους βασικούς ρόλους βρετανούς αντί για αμερικανούς ηθοποιούς, επιλέγει τον τριανταδυάχρονο, ήδη γνωστό για τις σαιξπηρικές ερμηνείες του, Λώρενς Ολίβιε, για το ρόλο του Χήθκλιφ, τη γεννημένη στην Ινδία και πολύ νέα στο Χόλιγουντ, Μερλ Όμπερον, ως Κάθι, τον τριαντάχρονο Ντέιβιντ Νίβεν ως Έντγκαρ, και την Ιρλανδή Τζέραλντιν Φιτζέραλντ ως Ισαβέλα. Σε μια χρονιά στην οποία προβάλλονται επίσης το Όσα παίρνει ο άνεμος και ο Μάγος του Οζ του Βίκτορ Φλέμινγκ (σαρώνοντας τα Όσκαρ, η πρώτη), η Ταχυδρομική άμαξα του Τζον Φορντ, ο Τζέσε Τζέιμς του Χένρυ Κινγκ, το Ξαναπαντρεύομαι τη γυναίκα μου του Χάουαρντ Χοκς (με τον Κάρι Γκραντ), Οι γυναίκες του Τζορτζ Κιούκορ (με τις Τζ. Κρόφορντ και Τζ. Φονταίν), το εξαιρετικό νουάρ The Roaring Twenties του Ραούλ Γουόλς (με τους Τζ. Κάγκνεϊ και Χ. Μπόγκαρτ), η Παναγία των Παρισίων του Βίλχελμ Ντίτερλε (με τους Τσαρλς Λώτον και Μορίν Ο’ Χάρα) και, στη Γαλλία, Ο κανόνας του παιχνιδιού του Ζαν Ρενουάρ, η ταινία του Γουάιλερ χαιρετίζεται ως ένα σημαντικό γεγονός. Οι κριτικοί της εποχής επαινούν κυρίως τα φυσικά σκηνικά, που παραπέμπουν στην αφιλόξενη "γοτθική" ύπαιθρο του Γιόρκσαϊρ, και τον σκοτεινό και εναγώνιο ρυθμό της.
Οι δύο «ενυπόγραφες» μεταφορές του που ακολουθούν, από τον Λουίς Μπουνιουέλ της εποχής του Μεξικού (Abismos de pasión, 1953) και από τον Ζακ Ριβέτ της νουβέλ βαγκ (Hurlevent, 1985), ομολογούν η καθεμία την απιστία της προς το πρωτότυπο.
Τι γίνεται στη συνέχεια σε σχέση με τη μεταφορά του μυθιστορήματος της Μπροντέ στην οθόνη; Οι δύο «ενυπόγραφες» μεταφορές του που ακολουθούν, από τον Λουίς Μπουνιουέλ της εποχής του Μεξικού (Abismos de pasión, 1953) και από τον Ζακ Ριβέτ της νουβέλ βαγκ (Hurlevent, 1985), ομολογούν η καθεμία την απιστία της προς το πρωτότυπο («διασκευή των πρώτων κεφαλαίων του μυθιστορήματος Ανεμοδαρμένα ύψη», ονομάζει την ταινία του ο Ριβέτ, ενώ ο σουρεαλισμός ενεδρεύει κάτω από το πάθος/λίμπιντο των παραλλαγμένων ηρώων του Μπουνιουέλ). Από την άλλη, η ποιότητα του αποτελέσματος των «πιστών» αγγλόφωνων μεταφορών μειώνεται όσο αυξάνει το πλήθος τους: σχολαστικισμός, φιλολογικότητα, «φωτογραφικές» απεικονίσεις του γοτθικού πύργου του Wuthering Heights και των κοσμικών σαλονιών του Thrushcross Grange, συμβαδίζουν με άνευρες και ανέμπνευστες αφηγήσεις (τέσσερις διαφορετικές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές διασκευές μεταξύ 1992 και 2011, με ερμηνευτές τους Ρέιφ Φάινς, Ζυλιέτ Μπινός, κοκ. - οι οποίοι κάνουν, βέβαια, ό,τι καλύτερο μπορούν). Χωρίς να αποτελεί εξαίρεση η κάπως ειρωνική και "seventies" διασκευή του βιβλίου από τον Robert Fuest, το 1970, με τον Τίμοθι Ντάλτον στον ρόλο ενός δυσλεκτικού Χήθκλιφ, ο οποίος σηματοδοτεί το (αόρατο πάντως, στο βιβλίο) ζήτημα της σεξουαλικής αφύπνισης των δύο εφήβων. Είναι η μεταφορά του Γουίλιαμ Γουάιλερ ή του Λουίς Μπουνιουέλ η πιο "πιστή στο πνεύμα" μεταφορά στην οθόνη του μυθιστορήματος της Μπροντέ;
Απέναντι στο "πιο επιτυχημένο μυθιστόρημα της κλασικής αγγλικής λογοτεχνίας", βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη δημιουργία, διαχρονικά, μιας σημειωτικής-πολιτισμικής μυθολογίας κατά Ρολάν Μπαρτ. Η βιομηχανία του μύθου του περιλαμβάνει από βιβλιακές «απλοποιημένες» αποδόσεις για παιδιά και εφήβους, έως μεταφράσεις στο εξωτερικό (στα ελληνικά με τη -sic- απόδοση Ο Πύργος των Καταιγίδων), θεατρικές και ραδιοφωνικές διασκευές, audio books, κλπ. - μιας αλυσίδας η οποία όσο αναπτύσσεται, τόσο διευρύνεται η απόστασή της από το λογοτεχνικό πρωτότυπο. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί, αλήθεια, όταν το ίδιο αυτό λογοτεχνικό "αρχικείμενο" αρνείται με ιδιοφυή τρόπο τη σχηματοποίησή του;
Όπως σημείωσε η κριτική του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ, από την εμφάνισή του, το 1847, έως τη εποχή μας, το βιβλίο της αποτελεί ένα ασυνήθιστης συνθετότητας εγχείρημα, κατά πολύ ανώτερο της Τζέην Έυρ της Σάρλοτ Μπροντέ. Στις επιδράσεις του δεν ανιχνεύονται συγγένειες με την πεζογραφική παράδοση της εποχής του, αλλά με το έργο προγενέστερων ρομαντικών ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Σέλλεϋ και ο Κητς (ποιητές είναι, άλλωστε, και οι πρώτοι αναγνώστες του που το επαινούν, εν μέσω αρνητικών ομοβροντιών της σύγχρονής του κριτικής: ο Μάθιου Άρνολντ και ο Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι). Τέκνο, ταυτόχρονα, και όργανο υπέρβασης του βικτοριανού μυθιστορήματος, το βιβλίο χαρακτηρίζεται από ψυχολογική ακρίβεια και ρεαλισμό που είναι δύσκολα αφομοιώσιμοι ακόμα και σήμερα: οι ήρωές του συνθέτουν αντιθετικά ζεύγη, χωρίς να υπάρχει μονοδιάστατα θετικός ήρωας.
Παρά το ρεαλιστικό ντεκόρ, λοιπόν, και τη (φαινομενική) ατμόσφαιρα αγωνίας, παρά την ενσυνείδητη προσπάθεια του Ολίβιε να αποδώσει έναν όπως και να’ χει σκοτεινό χαρακτήρα, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από ένα λαμπερό χολιγουντιανό μελόδραμα.
Ο Χήθκλιφ είναι και δεν είναι, ταυτόχρονα, αφέντης και δούλος, ηθικά ακέραιος και σφετεριστής της περιουσίας των αστών, αδελφός και "ξένος", εραστής και σύζυγος. Ο διακαής, φλογερός έρωτάς του για την Κάθριν δεν αποτρέπει τη σκληρή, απάνθρωπη και βίαιη συμπεριφορά του προς τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος, προς τη γυναίκα την οποία -υστερόβουλα- παντρεύεται, προς τη νεαρή νύφη του. Ο στόχος του έρωτά του, η έφηβη Κάθριν, είναι από την πλευρά της υπόδειγμα άκαρδης, δισυπόστατης και "υστερικής" συμπεριφοράς. Η αδυναμία ένωσής τους στον πραγματικό χρόνο, παράγει δυστυχία η οποία διαιωνίζεται σε όλα τα βασικά πρόσωπα του δράματος και αναπαράγεται στα παιδιά τους, τα οποία ζουν επίσης μέσα σε αποξένωση και κυνισμό. Από την άποψη αυτή, το μυθιστόρημα της πιο σημαντικής από τις αδελφές Μπροντέ, η οποία έζησε απομονωμένη και πέθανε στα 29, έναν χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου της, αποτελεί κατά ορισμένους ερμηνευτές ένα σκοτεινό αριστούργημα ίσης αξίας και δυσκολίας με τον Μακμπέθ. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις μιας δημοφιλούς τέχνης, όπως ο κινηματογράφος, χωρίς τον κίνδυνο της ισοπέδωσής του;
Οι σεναριογράφοι της δεκαετίας του ’30, έπλασαν μια απλοποιημένη εκδοχή της ιστορίας. Αφαίρεσαν (δηλαδή, εξαφάνισαν), μια ολόκληρη σειρά από δευτερεύοντα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων τα παιδιά των Χίλντι, Χήθκλιφ και Κάθι αλλά και την ίδια τη σύζυγο του νεαρού Χίλντι, που επίσης αντιμάχεται τον Χήθκλιφ. Η αφηγήτρια/υπηρέτρια Έλεν, του Thrushcross Grange, έγινε το ίδιο πρόσωπο με τη Ζίλα του Heights. Στον αποψιλωμένο χάρτη των χαρακτήρων επιζούν μόνον τα δύο πρωταγωνιστικά δίπολα, με συνεκτικό άξονα την καταπιεσμένη μεν, ακαταμάχητη δε δύναμη του έρωτα ανάμεσα στον Χήθκλιφ και την Κάθριν. Οι διάλογοι πλαισιώνονται με φράσεις που θα έκαναν την Ε. Μπροντέ να ανατριχιάσει («Δε θέλω να χάσεις τη ζωή που δεν μου έδωσες, δε θέλω τη ζωή μου χωρίς νόημα», απαγγέλλει ο Λ. Ολίβιε/Χήθκλιφ κρατώντας στην αγκαλιά του μπροστά στο παράθυρό της την ετοιμοθάνατη Κάθι). Παρά το ρεαλιστικό ντεκόρ, λοιπόν, και τη (φαινομενική) ατμόσφαιρα αγωνίας, παρά την ενσυνείδητη προσπάθεια του Ολίβιε να αποδώσει έναν όπως και να’ χει σκοτεινό χαρακτήρα, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από ένα λαμπερό χολιγουντιανό μελόδραμα.
Ψάχνοντας με τα δάχτυλα να ξαναβρώ το νήμα της λογοτεχνίας, αναρωτιέμαι αν οι θεατές είχαν την αίσθηση, μετά την προβολή της ταινίας του Γουάιλερ, ότι "παρακολούθησαν", κατά κάποιον τρόπο, την αφήγηση του βιβλίου της Μπροντέ. Η αποβλεπτικότητά τους θα έπρεπε να είναι κανονικά εκείνη του αρχαιολόγου μπροστά σε μια επασβεστωμένη τοιχογραφία. Απροσπέλαστο, ανοιχτό σε διαφορετικές αναγνώσεις, σκοτεινό αριστούργημα, το λογοτεχνικό κείμενο τους περιμένει ακριβώς κάτω από τα διαδοχικά επιχρίσματά του.
* Αφορμή για το κείμενο ήταν η παρουσίαση της ταινίας Ανεμοδαρμένα ύψη του Γουίλιαμ Γουάιλερ στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στο πλαίσιο του αφιερώματος της Μικρής Λέσχης 5 δεκαετίες - 50 ταινίες: Η δεκαετία του ‘30. Το μυθιστόρημα Ανεμοδαρμένα ύψη εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1943 σε μτφρ. Βασίλη Καζαντζή (εκδ. Γλάρος, β’ έκδ. Ίκαρος). Σήμερα κυκλοφορεί σε καμιά δεκαριά εκδόσεις, με την πιο ποιοτική από κάθε άποψη να είναι αυτή της Άγρας, σε μετάφραση, επιμέλεια και με εκτεταμένη εισαγωγή του Άρη Μπερλή.
* Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και ποιητής.